ΕΧΕΙ μέλλον η ελληνική γλώσσα σε μια αγγλόφωνη χώρα σαν την Αυστραλία;

ΚΑΙ, μάλιστα, σε μια εποχή που η αγγλική, όχι μόνο είναι παντοδύναμη, αλλά συνεχίζει να καλπάζει και να κερδίζει έδαφος εις βάρος και των γλωσσών που ομιλούνται από δεκάδες και εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.

ΩΣ εκ τούτου, πώς μπορεί να επιβιώσει η ελληνική γλώσσα (εκτός Ελλάδας) όπου ζουν άλλα τέσσερα εκατομμύρια, που την ομιλούν «κουτσά στραβά» και, μάλιστα, μόνο όταν τους δίνεται η ευκαιρία;

ΟΙ προσπάθειές μας να διατηρήσουμε τη γλώσσα σε τούτη τη χώρα, άρχισαν από τότε που εγκαταστάθηκαν εδώ οι πρώτοι Έλληνες.

ΤΟ πρώτο πράγμα που έκαναν φτάνοντας στον ξένο τόπο, ήταν να βρουν έναν οποιονδήποτε χώρο να στήσουν «προσωρινά» μια εκκλησία για να παντρεύονται και να βαφτίζουν τα παιδιά τους και κοντά σε αυτή ένα «πρόχειρο» σχολείο για να μαθαίνουν Ελληνικά.

ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ εδραιώθηκε η κουλτούρα του «προσωρινού» και του «πρόχειρου». Μια φευγαλέα ματιά να ρίξει κανείς στα προπολεμικά πρακτικά της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης θα διαπιστώσει ότι η διδαχή των Ελληνικών ήταν πάντα προβληματική.

ΤΗΝ πιο πάνω «κουλτούρα» των πρωτοπόρων συνέχισαν και όσοι άρχισαν να καταφτάνουν στη Μελβούρνη τα χρόνια της μαζικής μετανάστευσης μετά το 1950, κάνοντας σχολεία σε… γκαράζ και προσλαμβάνοντας ως δάσκαλο όποιον ήξερε να… γράφει το όνομά του.

ΟΙ πρώτες προσπάθειες να βελτιωθούν ποιοτικά τα εδώ σχολεία, άρχισαν από την ίδρυση των δίγλωσσων Κολεγίων στα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Ο Κουρτέσης έκανε την αρχή, για να ακολουθήσει η Κοινότητα Μελβούρνης και στη συνέχεια οι Κοινότητες Όκλι και Μπράνσγουϊκ, με την τελευταία να εγκαταλείπει την εκπαιδευτική αρένα μετά από κάποια χρόνια.

ΑΥΤΟ είχε ως αποτέλεσμα, ναι μεν, να βελτιωθεί η κατάσταση, χωρίς, όμως, να επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, λόγω του ότι και η ποιότητα διδαχής των Ελληνικών στα Κολέγια, όπως και τα απογευματινά σχολεία, παρέμεινε και συνεχίζει να παραμένει, απελπιστικά μέτρια και ελλιπής.

ΤΑ πιο πάνω τα έγραψα, επηρεασμένος από ένα ποίημα του απόδημου Κωνσταντίνου Καβάφη, που διδάχθηκε Ελληνικά σε ένα εκπαιδευτήριο της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει.

ΑΝ ο Καβάφης έγινε αυτός που έγινε και έβαλε στον παγκόσμιο ποιητικό και λογοτεχνικό χάρτη την ελληνική γλώσσα και, κατ’ επέκταση, τον ελληνικό πολιτισμό, αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην παιδεία του.

Η γλώσσα ήταν και παραμένει σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης όλων των πολιτισμών του πλανήτη. Χωρίς την αρχαία ελληνική γλώσσα, τον Όμηρο, τον Πίνδαρο, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, ο Δυτικός πολιτισμός δεν θα ήταν αυτός που είναι σήμερα.

ΑΠΟ μόνη της η γλώσσα είναι μια πολύ μεγάλη δύναμη που για να την χρησιμοποιήσεις όμως όπως την χρησιμοποίησε ο Όμηρος, ο Καβάφης και όλοι οι ενδιάμεσοι, θα πρέπει να την γνωρίζεις, όχι απλά καλά, αλλά και σε πολύ μεγάλο βάθος.

ΕΝ αρχή, λοιπόν, ο Λόγος, και κατ’ επέκταση η γλώσσα, τον πλούτο της οποίας καλλιέργησαν και διεύρυναν με νεες λέξεις και νοήματα οι Αρχαίοι Έλληνες, από τον Όμηρο μέχρι τους πατέρες της τραγωδίας. Γιατί ο Λόγος σύμφωνα με τη φιλοσοφία είναι η ρυθμιστική αρχή του σύμπαντος.

Ο Αισχύλος, θέλοντας να τονίσει τη δύναμη της γλώσσας, τον πλούτο και τις γνώσεις που αυτή κουβαλά, αναφερόμενος στις τραγωδίες του είπε ότι αυτές προέρχονται από τα ψιχία που περίσσεψαν από το συμπόσιο του Ομήρου…

ΤΟΥ μεγάλου αυτού γλωσσοπλάστη και πατέρα της παγκόσμιας ποίησης και της ελληνικής παιδείας. Ο Όμηρος ήταν αυτός που ενέπνευσε και τροφοδότησε με υλικό, όχι μόνο τους τραγωδούς, αλλά και τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα.

Η «Πολιτεία» του Πλάτωνα, που θεωρείται το πρώτο πολιτικό εγχειρίδιο –ή μανιφέστο αν θέλετε- στον κόσμο, στηρίχθηκε στην προσπάθεια του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου να ξεριζώσει από την τότε κρατούσα παράδοση τα ήθη της εποχής και να «εξορίσει» τον Όμηρο.

Ο ομηρικός άνθρωπος της Ιλιάδας που είχε γαλουχηθεί με το Κύδος, την Άτη και το Κλέος, έπρεπε να αντικατασταθεί από τον άνθρωπο της τότε νέας εποχής, που τον πρώτο λόγο θα είχε η λογική, το ήθος και η δικαιοσύνη.

ΜΕ δυο κουβέντες οι θεοί θα έπρεπε να μην παρεμβαίνουν στα ανθρώπινα και οι άνθρωποι να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και να μην επικαλούνται τους θεούς και να τους φορτώνουν τα δικά τους λάθη.

ΑΝ η Αθηναϊκή Δημοκρατία έγινε και παραμένει το καλύτερο πολιτικό σύστημα που έχουν επινοήσει μέχρι σήμερα οι άνθρωποι αυτό οφείλεται στον πλούτο των νοημάτων της τότε ελληνικής γλώσσας. Της ίδιας γλώσσας δηλαδή που υποτίθεται ότι διδάσκεται και στα εδώ σχολεία μας.

ΔΕΝ είναι επίσης καθόλου τυχαίο ότι ο Καβάφης, που γνώριζε σε βάθος και την ελληνική γλώσσα και την ιστορία, κατέφευγε συνήθως στο μακρινό εκείνο παρελθόν για να αντλήσει εμπνεύσεις και θέματα για πολλά από τα ποιήματά του.

ΕΝΑ από αυτά που φέρει τίτλο «Μύρης Αλεξάνδρεια 340 μ.Χ.» διάλεξα και δημοσιεύω σήμερα. Και το διάλεξα λόγω του ότι ο Καβάφης συνήθιζε να επιλέγει μεταβατικές περιόδους, όπως το 340 μ.Χ. που άρχιζε να ακμάζει ως θρησκεία ο Χριστιανισμός.

 «Μύρης Αλεξάνδρεια 340 μ.Χ.» 

Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,

πήγα στο σπίτι του, μ’ όλο που το αποφεύγω

να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,

προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.

 

Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα

να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην

που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν

με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.

 

Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη

που από την άκρην όπου στάθηκα

είδα κομμάτι• όλο τάπητες πολύτιμοι,

και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.

 

Στέκομουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.

Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές

χωρίς τον Μύρη δεν θ’ αξίζουν πια•

και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω

στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας

να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους

με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού•

και σκέπτομουν που έχασα για πάντα

την εμορφιά του, που έχασα για πάντα

τον νέον που λάτρευα παράφορα.

 

Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για

την τελευταία μέρα που έζησε—

στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,

στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—

Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη

τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές

ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,

ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).

 

Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.

Aπό την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν

πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.

Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς.

Aπ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές•

σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.

Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,

ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς

όταν ετύχαινε η παρέα μας

να συναντήσει αντίθετη παρέα.

Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.

Μάλιστα μια φορά τον είπαμε

πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.

Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε

μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.

A κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.

Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,

τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.

Όταν ενθουσιασμένος ένας μας

είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό

την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,

του πανωραίου Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης

(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».

 

Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως

για την ψυχή του νέου δέονταν.—

Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,

και με τι προσοχήν εντατική

στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν

όλα για την χριστιανική κηδεία.

Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη

εντύπωσις. Aόριστα, αισθάνομουν

σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης•

αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,

με τους δικούς του, και που γένομουν

ξ έ ν ο ς εγώ,  ξ έ ν ο ς  π ο λ ύ• ένοιωθα κιόλα

μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί

από το πάθος μου, και  π ά ν τ α τού ήμουν ξένος.—

Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,

έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί

απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.

ΚΑΙ τις επέλεγε προκειμένου να αποτυπώσει την αίσθηση της παρακμής και της αγωνιώδους προσπάθειας για επιβίωση όταν το τέλος είναι δεδομένο…

ΟΠΩΣ συμβαίνει και στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας στην Αυστραλία. Συνεπώς: μόνο ένα ποιοτικό άλμα στο επί κοντώ (σαν αυτό της Στεφανίδου), μπορεί να τη σώσει. Τίποτα άλλο…

ΑΙΘΕΡΟΒΑΜΩΝ