Οι Ομοσπονδιακές εκλογές στην Γερμανία στις 24 Σεπτεμβρίου δημιούργησαν μια κατάσταση εκκρεμότητας στη χώρα, καθότι προβλέπεται πως θα πάρει εβδομάδες για να σχηματισθεί νέα Κυβέρνηση.

Δεδομένου ότι το κόμμα της Άνγκελα Μέρκελ CDU «Christian Democratic Union» (Χριστιανική Δημοκρατική Ένωση – ΧΔΕ), και το κόμμα «Christian Social Union» (Χριστιανική Κοινωνική Ένωση), με το οποίο θα συνεργασθεί, πήραν το 33% των ψήφων, για να σχηματίσει Κυβέρνηση η Α. Μέρκελ θα πρέπει να έχει τουλάχιστον το 51% των Βουλευτών στην παράταξή της. Εξ ου και οι διαπραγματεύσεις με τα μικρότερα κόμματα, που αποδεικνύονται χρονοβόρες.

Αναμφίβολα, η Α. Μέρκελ είναι νικήτρια των εκλογών, καθότι έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ στη χώρα της, καθώς ετοιμάζεται για την τέταρτη θητεία της ως Καγκελάριος της Γερμανίας.

Το κόμμα του Μάρτιν Σουλτς «Social Democratic Party (SPD)» = «Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα», το οποίο είχε συνεργασθεί με το κόμμα της Άνγκελα Μέρκελ στην προηγούμενη Κυβέρνηση, αποφάσισε να μείνει στην Αντιπολίτευση.

Κάποιοι σχολιαστές ερμήνευσαν την απόφαση αυτή ως επιθυμία του Μάρτιν Σουλτς το κόμμα του να γίνει η Αξιωματική Αντιπολίτευση, για να μην δοθεί η δυνατότητα στο φασιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) να καταστεί Αξιωματική Αντιπολίτευση, γεγονός που θα ενίσχυε την επιρροή του στην Ομοσπονδιακή Βουλή.

Εκείνο που ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στην Γερμανία, και κατ’ επέκταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά από το 1945 στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο θα συμμετάσχει και ένα κόμμα της ακροδεξιάς, το «Alternative for Germany» (AfD) – (Εναλλακτική για τη Γερμανία), το οποίο χαρακτηρίζεται ως φασιστικό.

Το γεγονός ότι η απήχηση του κόμματος «Alternative for Germany» ήταν ιδιαίτερα ισχυρή στην Ανατολική Γερμανία, αποδίδεται στη δυσφορία πολλών ψηφοφόρων για τον μεγάλο αριθμό μεταναστών και προσφύγων που έχουν καταφύγει στην Γερμανία τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των οποίων υπολογίζεται γύρω στα 19 εκατομμύρια, σύμφωνα με την αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα (5/10/17).

Το ότι τα εθνικιστικά φρονήματα άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια πρόσφατα πιστοποιείται και από το γεγονός ότι ακούστηκαν και απόψεις, κατά την προεκλογική περίοδο, πως η Γερμανία πρέπει να επιστρέψει στο μάρκο, το εθνικό της νόμισμα πριν από το ευρώ, για να ενισχυθούν περαιτέρω οι εξαγωγές των γερμανικών προϊόντων, αφού η κυβέρνηση θα είναι σε θέση να καθορίζει την αντιστοιχία του μάρκου με τα νομίσματα των άλλων χωρών, καθότι δεν θα δεσμεύεται από το ευρώ, το κοινό νόμισμα της ΕΕ.

Η πτώση της δημοτικότητας της Α. Μέρκελ τα τελευταία χρόνια αποδίδεται κυρίως στο γεγονός ότι έχει αυξηθεί ο αριθμός των Γερμανών εργατών με χαμηλές αμοιβές γύρω στα 500 ευρώ το μήνα, γεγονός που το αποδίδουν στην παρουσία μεγάλου αριθμού προσφύγων από τη Συρία και την Αφρική, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να εξασφαλίσουν εργασία με χαμηλά ημερομίσθια.

ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πρώην Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, στη νέα κυβέρνηση θα αναλάβει τα καθήκοντα του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Κάτω Βουλής της Γερμανίας. 

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των εκλογών, ο κ. Σόιμπλε εξέφρασε την άποψη πως οι 90 βουλευτές της AfD σύντομα θα διαπιστώσουν ότι υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς από το Σύνταγμα της Γερμανίας, και πως οι δημοκρατικοί θεσμοί της Γερμανίας δεν πρόκειται να αλλοιωθούν.

Συγκεκριμένα, ο κ. Σόιμπλε έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Θέλω να δω περισσότερη αυτοπεποίθηση. Το ελεύθερο, δημοκρατικό σύστημά μας, που βασίζεται στο κράτος του δικαίου, είναι τόσο ισχυρό που κανένας δεν μπορεί να το διαλύσει, ούτε από μέσα ούτε απ’ έξω. Όποιος προσπαθήσει θα αποτύχει».

Αναφορικά με τη νέα θέση που θα αναλάβει στη νέα κυβέρνηση, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δήλωσε τα ακόλουθα: «Αποφάσισα πριν από τις εκλογές, έπειτα από οκτώ χρόνια στο Υπουργείο Οικονομικών και πολλά χρόνια κυβερνητικών ευθυνών, να αναλάβω ένα νέο καθήκον».

Ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν οι δηλώσεις που έκανε πρόσφατα ο Πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ, αναφερόμενος στην άνοδο του κόμματος της ακροδεξιάς, 28 χρόνια μετά από την πτώση του Τείχους που χώριζε την πρωτεύουσα Βερολίνο, αλλά και τη Γερμανία, σε Ανατολική και Δυτική. Ο κ. Σταϊνμάιερ έκανε λόγο για «νέα τείχη που στήνονται, λιγότερο εμφανή, χωρίς συρματοπλέγματα, τείχη αποξένωσης, απογοήτευσης και οργής. Πίσω από αυτά τα τείχη υποδαυλίζεται η καχυποψία απέναντι στη δημοκρατία και τους αντιπροσώπους της», αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα, 4/10/17.

Ο Φ. Β. Σταϊνμάιερ αναγνώρισε πως το θέμα των προσφύγων που δέχθηκε η Γερμανία τα τελευταία χρόνια απασχολεί σοβαρά έναν μεγάλο αριθμό Γερμανών, και κυρίως εργατών, γιατί αισθάνονται ανασφάλεια για το μέλλον τους, αλλά και βλέπουν τις αμοιβές τους να μειώνονται. Ενόψει αυτών των αισθημάτων πολλών συμπατριωτών του, ο Πρόεδρος της Γερμανίας εξέφρασε την ακόλουθη άποψη: 

«Ζητούμενο είναι να συντονίσουμε όσο είναι εφικτό τις διεθνείς προκλήσεις με τις δυνατότητες της χώρας μας».

Ο κ. Σταϊνμάιερ αναφέρθηκε και στα επιτεύγματα της Γερμανίας από τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου μέχρι τις ημέρες μας ως ακολούθως: 

«Η Γερμανία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τις τελευταίες δεκαετίες. Από τον ναζισμό, τον πόλεμο και την καταστροφή της Ευρώπης, πέρασε στη διχοτόμηση της χώρας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και εξελίχθηκε σήμερα σε μια δημοκρατική και ισχυρή χώρα στην καρδιά της Ευρώπης».

Παραπλήσιο με τα σχόλια του Γερμανού Προέδρου είναι και το μήνυμα της Καγκελαρίου κ. Α. Μέρκελ: 

{…] «Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που η Επανένωση της Γερμανίας έγινε ειρηνικά. Και γι’ αυτό το λόγο η Γερμανία έχει ευθύνη για την Ευρώπη, αλλά και τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Διότι γνωρίζουμε πως δεν μπορούμε να αποκοπούμε από όσα συμβαίνουν διεθνώς». 

{…} «Παρατηρώντας το παρελθόν μπορούμε να πούμε ότι πετύχαμε πολλά στη διαδικασία της Επανένωσης, και το γεγονός αυτό πρέπει να μας δώσει τη δύναμη που απαιτείται για να επιλύσουμε τα ζητήματα που είναι ακόμη ανοιχτά».

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ευτυχή συγκυρία το γεγονός ότι η κ. Άνγκελα Μέρκελ θα είναι Καγκελάριος της Γερμανίας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ενώ Πρόεδρος της Γαλλίας θα είναι ο Εμανουέλ Μακρόν.

Χαρακτήρισα την περίοδο αυτή ως ευτυχή συγκυρία γιατί οι ιδέες των ηγετών των δύο μεγαλύτερων κρατών της Ευρώπης, Γερμανίας και Γαλλίας, για το μέλλον της Ευρώπης συμπίπτουν σε πολλά σημεία.

Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα (1/10/17) κάνει τις ακόλουθες επισημάνσεις: 

«Θα μπορέσει η Άνγκελα Μέρκελ να εγγράψει μια ισχυρή παρακαταθήκη στη νέα θητεία της με σύμπραξη με τη Γαλλία για την εμβάθυνση της ενοποίησης πρώτα απ’ όλα σε ένα σχέδιο ολοκλήρωσης της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ – ευρωζώνης); Αυτή είναι η τεράστια πρόκληση. Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν παρουσίασε συγκεκριμένη δέσμη ιδεών για την ολοκλήρωση της ΟΝΕ (ξεχωριστός προϋπολογισμός για την Ευρωζώνη, Υπουργός Οικονομικών, ξεχωριστό Κοινοβούλιο, μετατροπή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας – ΕΜΣ σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο – ΕΝΤ, κ.ά.). Η Γερμανία από την πλευρά της έχει εμφανισθεί τελευταία πρόθυμη να αποδεχθεί κάποιες από τις ιδέες αυτές (όπως το ΕΝΤ) αλλά σε περιορισμένη έκταση».

Η στενή συνεργασία της νέας κυβέρνησης της κ. Άνγκελα Μέρκελ και του Προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν αποτελεί διαβεβαίωση πως στον 21ο αιώνα δεν έχουν θέση φασιστικά κόμματα και ναζιστικές αντιλήψεις, που αιματοκύλησαν την Ευρώπη στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1940. 

Παρ’ όλα αυτά, αν στην νέα κυβέρνηση της Γερμανίας συμμετάσχει και το κόμμα των Ελευθέρων Δημοκρατών, που είναι μάλλον βέβαιο, η στάση της Γερμανίας προς την Ελλάδα μάλλον θα πάρει μια δυσάρεστη τροπή, αν κρίνουμε από τα σχόλια του Κρίστιαν Λίντνερ, αρχηγού του εν λόγω κόμματος, ο οποίος ενδέχεται να αναλάβει του Υπουργείο Οικονομικών.

Σε πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε ο Κρίστιαν Λίντνερ στην γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, μεταξύ άλλων είπε και τα ακόλουθα, αναφερόμενος στον απερχόμενο Υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: «Δεν ήταν αρκετά σκληρός με την Ελλάδα».

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Ελληνική Κυβέρνηση παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις μετεκλογικές εξελίξεις στην Γερμανία, γιατί η αλλαγή της στάσης της προς την Ελλάδα θα επηρεάσει και την πολιτική των άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης.