Λίγοι κινηματογραφικοί σκηνοθέτες έχουν ταυτιστεί με την μουσική όσο ο Tony Gatlif. Εδώ και τέσσερις δεκαετίες, ο 69χρονος Γαλλοαλγερινός δημιουργός χρησιμοποιεί την μουσική ως αφηγηματικό άξονα για να πει τις ιστορίες του, ιστορίες ανθρώπων στο περιθώριο -συνήθως με καταγωγή Ρομά, όπως και ο ίδιος- που όμως εκπροσωπούν μία πρωτόγονη χαρά της ζωής, σε σύγκρουση με την απρόσωπη, αποστειρωμένη δυτική κοινωνία. Ταινίες όπως το ‘Latcho Drom’ και το ‘Gadjo Dilo’ έχουν αγαπηθεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα και αυτήν την φορά, ο σκηνοθέτης επιστρέφει αυτήν την αγάπη, γυρίζοντας μία ταινία στην Ελλάδα της κρίσης. Το ‘Djam’ είναι η ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που φεύγει από την Λέσβο για την Τουρκία, ακολουθώντας την αντίθετη πορεία των προσφύγων, σε μία προσπάθεια να σώσει την ταβέρνα του πατριού της από την χρεοκοπία. Στην διαδρομή, γνωρίζει μία νεαρή Γαλλίδα που την συντροφεύει στην περιπέτειά της, αλλά η πραγματική συμπρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η μουσική, το ρεμπέτικο που δίνει τον τόνο στην ταινία.
Μιλώντας στον ‘Νέο Κόσμο’, με αφορμή την προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, ο σκηνοθέτης περιγράφει τη δημιουργία της ταινίας, αλλά και τις σκέψεις του για την Κρίση, τους Έλληνες, τον ρόλο του κινηματογράφου σήμερα.
Η ταινία σας περιγράφει το ταξίδι δύο γυναικών διαμέσου εχθρικών περιοχών – εκείνων που έχουμε συνδέσει με την προσφυγική κρίση και το πέρασμα των μεταναστών από την Συρία προς την Ευρώπη. Τι συμβολίζουν αυτές οι γυναίκες, η σχέση τους και η ενέργειά τους;
Τα δύο κορίτσια αυτά συμβολίζουν την ελευθερία και η ενέργειά τους είναι αυτή που βγάζει τον κόσμο από το σκοτάδι στο φως. Συμβολίζουν επίσης, καθώς είναι η μία που οδηγεί την άλλη στο ταξίδι, την δυνατότητα των ανθρώπων να συμβιώνουν και να αφομοιώνουν κουλτούρες που δεν είναι απαραίτητα οι δικές τους. Τέλος, συμβολίζουν την αντίσταση, μέσω της τέχνης και της μουσικής, απέναντι σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τα οικονομικά παιχνίδια εξουσίας.
Πώς γεννήθηκε στο μυαλό σας αυτή η ηρωίδα, η Djam;
Ως απάντηση σε όλους εκείνους που σκέφτονται αρνητικά για τις γυναίκες και επιδιώκουν την επιστροφή στον Μεσαίωνα.
Πώς επιλέξατε την πρωταγωνίστρια;
Πάντα, όταν δημιουργείς έναν χαρακτήρα για ένα σενάριο, το πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι είναι δύσκολο να βρεις τον ή την ηθοποιό που θα μπορέσει να ενσαρκώσει αυτόν τον ρόλο. Για την Djam μας πήρε πολλούς μήνες ψαξίματος σε τρεις ή τέσσερις χώρες για να βρούμε την πρωταγωνίστρια, γιατί έπρεπε να μπορεί να τραγουδάει, να χορεύει, να μιλά Γαλλικά και ελληνικά και να ξέρει να παίζει μουσική! Τελικά, την βρήκα στην Ελλάδα, είναι η Δάφνη Πατακιά. Δεν είχε τραγουδήσει ποτέ επαγγελματικά, ούτε να χορεύει τον χορό της κοιλιάς ή να παίζει μπαγλαμά. Τα έμαθε όλα για τις ανάγκες της ταινίας, μέσα σε έξι μήνες, μέχρι να ξεκινήσουμε γυρίσματα.
Η μουσική παίζει κεντρικό ρόλο στις ταινίες σας. Πώς αποφασίσατε να κάνετε μία ταινία με άξονα το ρεμπέτικο;
Η μουσική είναι η κινητήρια δύναμη της ταινίας. Πάντα στις ταινίες μου είναι ο βασικός πρωταγωνιστής, ο άξονας γύρω από τον οποίο χτίζω τις ταινίες μου και δίνει ρυθμό στο μοντάζ και την πυκνότητα της αφήγησης. Όσο για το ρεμπέτικο, που γεννήθηκε από την εξορία χιλιάδων Ελλήνων από την Μικρά Ασία το 1922, μιλάει για το παρελθόν και μέσα από αυτήν την μουσική καταλαβαίνει κανείς ότι το παρελθόν είναι πάντοτε παρόν. Ανακάλυψα το ρεμπέτικο πριν από τριάντα χρόνια, όταν βρέθηκα στην Αθήνα για την παρουσίαση της ταινίας μου ‘Οι Πρίγκιπες’ και βρέθηκα στο ρεμπετάδικο “Η Στοά των Αθανάτων”. Είναι η μουσική των απόκληρων που παραμένουν περήφανοι για τον εαυτό τους, μία μουσική που μιλά για την ψυχή και που αντανακλά τον κόσμο σήμερα.
Το ελληνικό κοινό έχει αγαπήσει πολύ τις ταινίες σας, ιδιαίτερα το ‘Gadjo Dilo’, το ‘Latcho Drom’, και το’Swing’. Είναι το ‘Djam’ η απάντησή σας σ’ αυτήν την σχέση αγάπης;
Όταν έκανα αυτήν την ταινία, έδωσα μεγάλη προσοχή στον ελληνικό λαό που τον αγαπώ πολύ, γιατί όταν κάνουμε μία ταινία πάνω σε ένα έθνος διαφορετικό από εμάς, πρέπει να τον τιμήσουμε, ή έστω να προσέξουμε να μην τον αδικήσουμε.
Ποια είναι η γνώμη σας για την κρίση που περνά η Ελλάδα σήμερα;
Είναι μία αδικία. Οι Έλληνες δεν είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό που τους έχει συμβεί.
Πώς μπορεί ο κινηματογράφος να απαντήσει σε τέτοιου είδους αδικίες;
Μιλώντας και προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής στις περιγραφές του.
Από ταινία σε ταινία, η φιλμογραφία σας είναι μία πινακοθήκη ηρώων στο περιθώριο της δυτικής κοινωνίας που όμως εκπροσωπούν την χαρά της ζωής με έναν σχεδόν πρωτόγονο τρόπο. Τι είναι για σας οι ήρωες των ταινιών σας;
Είναι άνθρωποι που αγαπώ. Συχνά πέφτουν θύματα αδικίας και απόρριψης. Όσον αφορά τους Έλληνες, είναι θύματα μίας πολιτικής που τους φτωχοποιεί. Παρ’ όλα αυτά, στο βαθμό που γνωρίζω τους Έλληνες, έχουν μία τεράστια χαρά της ζωής και μια βαθιά γνώση της πολιτιστικής και μουσικής τους κληρονομιάς την οποία μοιράζονται μέσω ενός τρόπου ζωής που είναι ολόδικός τους.
Όταν ξεκινάτε μία ταινία τι καθορίζει τις επιλογές σας;
Να μιλήσω για τα προβλήματα που εμφανίζονται στο τέλος ενός αιώνα και στην αρχή ενός άλλου, αυτού που ζούμε σήμερα. Να μιλήσω για τον άντρα, τη γυναίκα, για τα προβλήματά τους μέσα στον κόσμο και την ανθρωπότητα, για τη συμβίωση.
Ύστερα από 40 χρόνια καριέρας στο σινεμά, αν κοιτάξετε συνολικά τη διαδρομή σας ποιο θεωρείτε ότι είναι το συνδετικό νήμα των ταινιών σας; Ποια ιστορία λέει η φιλμογραφία σας;
Οι ταινίες μου σκιαγραφούν ένα κομμάτι της ιστορίας που ελπίζω να μείνει στην μνήμη των ανθρώπων που περιγράφω. Αυτά τα σαράντα χρόνια καριέρας ήταν πολύ θετικά.
*H ταινία “Djam” προβάλλεται στο Palace Cinema Como της Μελβούρνης και στο Palace Norton Street του Σίδνεϊ τo Σάββατο, 14 Οκτωβρίου (στις 9.15μμ.) Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα http://greekfilmfestival.com.au