Πλησιάζουν οι μέρες που θα γιορτάσουμε την επέτειο του ΟΧΙ. Θα ξαναθυμηθούν αυτά που έζησαν οι παλαιοί και θα τα θυμούνται μέχρι την τελευταία τους στιγμή. Εμείς οι υπόλοιποι, που τα έχουμε δει άπειρες φορές στην τηλεόραση, θα τα ξαναθυμηθούμε ο καθένας από το δικό του μετερίζι. Τώρα, θα σταθώ για λίγο στις δικές μου αμυδρές εικόνες της 28ης Οκτωβρίου 1940. Ο συνειρμός των αναμνήσεων φέρνει πίσω εικόνες και αναφορές στα χρόνια που «Με το χαμόγελο στα χείλη έφευγαν οι πατέρες και οι γιοι και με το χαμόγελο στα χείλη τους αποχαιρετούσαν οι μάνες, οι σύζυγοι, οι κόρες και οι αδελφές».
Θυμάμαι ακόμη ότι δεν άντεχα τις παρελάσεις. Μία φορά όλη κι όλη πήγα τα παιδιά μου στην παρέλαση. Στηθήκαμε από νωρίς στo παράθυρο του πρώτου ορόφου ενός φιλικού γραφείου στην οδό Πανεπιστημίου, κουραστήκαμε, απολαύσαμε τη μεγαλειώδη παρέλαση και δεν ξαναπήγαμε. Εγώ έτυχε να παρελάσω και να παρουσιάσω όπλα, όταν ήλθε στην Αθήνα ο στρατηγός Γρίβας Διγενής – ήταν η πρώτη και τελευταία μου. Κανένας δεν κατάλαβε τον καημό μου τότε που παρουσιάστηκα. Λόγω αναστήματος, με είχαν βάλει στις τελευταίες σειρές. Μόνο αν κάναμε μεταβολή καμάρωνα να ηγούμαι του… σμήνους.
Παρά ταύτα, το ανάστημά μου, μου βγήκε σε καλό. Ήταν Δεκέμβρης μήνας, μόλις πριν δύο ημέρες είχαμε παρουσιαστεί και πλησίαζαν Χριστούγεννα. Απόγευμα και ο αρχισμηνίας μας συγκέντρωσε την ώρα που χιόνιζε, για να μας μάθει να… περπατάμε. «Στραβάδια εν δυό, εν δυό. Το χέρι πιο ψηλά. Όποιος γλιστρήσει και πέσει να μείνει εκεί και θα φέρω το σκουπιδιάρικο να τον πάρει…»
Ξαφνικά είδα ότι η πρώτη σειρά με τους σωματώδεις συναδέλφους του σμήνους πλησίαζε στη…. θάλασσα και άρχισε να περπατάει με βήμα σημειωτόν μέχρι που σταμάτησε λίγους πόντους πριν από την άκρη ενός απαλού κύματος, εκεί που συναντούσε η θάλασσα τη χιονισμένη άκρη της… μαρμαρωμένης αμμουδιάς. «Ποιος σας είπε να σταματήσετε στραβάδια; Είπα εγώ αλτ; Διέταξα εγώ να σταματήσετε; Εν δυό, εν δυό και θα σας πω εγώ αν θα σταματήσετε, πότε και πού. Εν δυό, εν δυό…»
Τους έβαλε τους πρώτους, ο άθλιος, μέχρι το λαιμό και οι υπόλοιπες σειρές μέχρι το στήθος, τη μέση, το γόνατο και τον αστράγαλο. Η μόνη σειρά του σμήνους που πάταγε στη γη, ήταν η τελευταία, η δική μου. Ουδέν κακό αμιγές καλού.
Διάβαζα ότι την περίοδο της κήρυξης του πολέμου υπήρξε παντού ένας γενικός ενθουσιασμός που εκδηλωνόταν σε ολόκληρη τη χώρα. Ένας ενθουσιασμός κι ένα κύμα αισιοδοξίας επικρατούσε απ’ άκρη σ’ άκρη της πατρίδας και κανένας δεν έδειχνε να αμφιβάλει για τη νίκη.
Τηλεφώνησα πρόσφατα σε φίλο στην Αθήνα και, όπως το έφερε η συζήτηση, αναφερθήκαμε στην κατάσταση που επικρατεί στην πατρίδα και για να τον παρηγορήσω του θύμισα, αλλάζοντας το στίχο το… με το χαμόγελο στα χείλη κόντρα σε κάθε αναποδιά…
Η απάντηση του φίλου: «Αν και δεν έχουμε πόλεμο οι Έλληνες έχουν χάσει τελείως το χαμόγελο. Έχει χάσει ο Έλληνας την αισιοδοξία του και την ελπίδα που τον κρατούσε τα πρώτα δύσκολα χρόνια και νοιώθει τυλιγμένος και σφιχτοδεμένος στην ανασφάλεια. Αυτός που πάλεψε χρόνια υπολογίζοντας ότι όταν σταματήσει να εργάζεται θα μπορούσε να ζήσει αξιοπρεπώς με μια κάποια σύνταξη της προκοπής, έχει καταντήσει σήμερα κάτι σαν ζητιάνος και έχει φτάσει στο σημείο, για να νοιώθει όμορφα, να ντύνεται αξιοπρεπώς για να πάει να φάει στα συσσίτια της Εκκλησίας. Δεν υπάρχει χαμόγελο στα χείλη, Κωνσταντή, του Έλληνα που πάλεψε ν’ αποκτήσει ένα σπιτάκι και πληρώνει τόσους φόρους που θα του έμενε και κάτι αν νοίκιαζε αντί να είναι ιδιοκτήτης. Δεν μπορεί να είναι με το χαμόγελο στα χείλη ο νέος που σπούδασε και ήλπιζε και σήμερα είναι άνεργος και φεύγει για την Ευρώπη ή την Αυστραλία να βρει την ελληνική… τύχη του».
Εβδομήντα επτά χρόνια πέρασαν από τότε. Το τραγούδι της Βέμπο που λέει «Κορόιδο Μουσολίνι… κανένας δεν θα μείνει…» και για το χατίρι των στίχων του τραγουδιού… βγάζει τους Ιταλούς δειλούς, να… «τρέμουν όλοι το χακί», σας πληροφορώ ότι, όπως γράφει ο πλοίαρχος και συγγραφέας, Τηλέμαχος Μαράτος, στο εξαιρετικό βιβλίο «Το Ύψωμα 731» του στρατηγού Γ. Τζουβαλά, που εξέδωσε η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας και παρουσιάστηκε στο Πολεμικό Μουσείο, δείχνει με ανατριχιαστική ζωντάνια τον απαράμιλλο ηρωισμό και των δύο πλευρών, που έστρωσαν τις πλαγιές με τα πτώματα των πεσόντων ηρώων.
Γιατί τι νόημα έχει ο ηρωισμός των Ελλήνων αν απέναντί τους ήταν οι έντρομοι «μακαρονάδες» και κοκκορόφτεροι.
Δεν ξέρω πώς βλέπετε, φίλες και φίλοι, την 28η Οκτωβρίου 1940. Πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι μ’ αυτά που είπαμε στα παιδιά μας για το ηρωικό ΟΧΙ; Τι θα έπρεπε να εξηγήσουμε και να εξιστορήσουμε στα εγγόνια μας εδώ στην Αυστραλία σήμερα; Τι άραγε θα πρέπει να πουν οι δάσκαλοι στα δισέγγονά μας και τις επερχόμενες γενεές αύριο;