Στο Broome της Δυτικής Αυστραλίας ζει και εργάζεται μια Αυστραλή που νοιώθει την Ελλάδα ως δεύτερη πατρίδα της. Που αισθάνθηκε ότι ανήκει σ’ αυτήν από την πρώτη στιγμή που το καράβι της γραμμής την έβγαλε στην παραλία της Πάρου.
«Ήταν ένα περίεργο συναίσθημα γιατί την έβλεπα για πρώτη φορά. Κατακαλόκαιρο και το μοναδικό αεράκι της Πάρου ήταν σαν να με καλωσόριζε. Δεν σκέφτηκα, όμως, ούτε στιγμή, ότι εκεί θα περνούσα μεγάλο μέρος της νιότης μου, ότι εκεί θα γνώριζα τον έρωτα της ζωής μου και όλα θα άλλαζαν».
Δεν ήταν η νεαρή τουρίστρια, λέει στη συνέχεια, που είχε επηρεαστεί από το φιλμ «Summer love» και, κατά κάποιο τρόπο, ήθελε «να το ζήσει».
«Το ταξίδι εκεί ήταν δώρο των γονιών μου, όταν αποφοίτησα από τη Σχολή Κομμωτικής και ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα άλλαζε τη ζωή μου. Για μένα, όμως, ήταν μια αποκάλυψη.
Γνώρισα μια πλευρά της φύσης που δεν γνώριζα παρά μόνο από εικόνες, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποδώσουν αυτό που πραγματικά είναι ένα νησί όπως η Πάρος, η Σίφνος, η Μήλος.
Αυτό το μελτέμι που στο τέλος του καλοκαιριού υγραίνει τα σεντόνια, όταν αφήσεις ανοιχτές τις γρίλιες, η θάλασσα που και όταν δεν την βλέπεις την οσφραίνεσαι, οι άνθρωποι που χωρίς να σε ξέρουν ανοίγουν διάπλατα την αγκαλιά και την καρδιά τους να σε καλωσορίσουν κι ας μη μιλάς την ίδια γλώσσα μαζί τους…»
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Μικρή παύση, ένα δάκρυ που πεισματικά αρνείται να κυλήσει και …«η Ελλάδα, η Πάρος όπου έζησα δεκατρία ολόκληρα χρόνια, δεν ήταν απλώς για μένα ένας μαγευτικός τόπος με ωραίους ανθρώπους, που δέθηκα μαζί τους, αλλά και ένα μεγάλο σχολείο, που μ’ έναν τρόπο αβίαστο με δίδαξε να είμαι δυνατή, να αγαπώ τα απλά πράγματα και κυρίως να μη λυγίζω, όταν το απαλό μελτέμι γίνεται άγριος άνεμος και τα κύματα ξεσπούν το θυμό τους στα βράχια».
Η Ντόνα μιλά άπταιστα ελληνικά και χρωματίζει το λόγο της με εικόνες. Η υγρή ζέστη του Broome που η ίδια φαίνεται να την έχει συνηθίσει, κάνει πιο εύκολη τη δική μου «απόδραση» στο νησί που είχε καταλυτική επίδραση πάνω της.
Επισκέφθηκα την Πάρο για πρώτη φορά το 1977. Ήταν φθινόπωρο, όλα τα ξενοδοχεία είχαν κλείσει για τη σαιζόν και το μόνο που δέχτηκε να μας ανοίξει τις πόρτες του, είχε όντως υγρά σεντόνια.
Μας αποζημίωσε όμως το χταπόδι στα κάρβουνα και οι κουτσομούρες, ο περίπατος στην παραλία το πρωί και ο ασύγκριτος παριώτικος καφές.
Πάμε 40 χρόνια πίσω…
ΔΕΝ ΕΦΥΓΕ ΠΟΤΕ
Η ίδια έζησε εκεί από το 1987 μέχρι το 2000, ισχυρίζεται όμως ότι, στην ουσία «δεν έφυγε ποτέ από εκεί»: «Πες μου εσύ, πώς μπορείς να πεις ότι έφυγες από έναν τόπο, όταν με το μυαλό και την καρδιά είσαι εκεί, όταν με το κορμί τον επισκέπτεσαι όσο πιο συχνά γίνεται και εξαντλείς κάθε όριο παραμονής σου σ’ αυτόν;
Kι ακόμη, όταν πας και η Βούλα σου λέει ‘καλώς την’, σαν να σε είδε μόλις χθες και οι άνθρωποι του νησιού, σε βλέπουν πάντα σα δικό τους άνθρωπο».
Έζησε εκεί πριν την οικονομική κρίση, χωρίς να παύσει να επισκέπτεται για μεγάλο διάστημα το νησί, όλα αυτά τα χρόνια που ο τόπος χτυπιέται βάναυσα από τις συνέπειες της κρίσης.
Με σταματά με μια κίνηση του χεριού που τη μεταφράζω «αυτό κι αν δεν είναι…», για να την ακούσω να λέει «δεν τους έχει λυγίσει όμως. Προσπαθούν, σε πείσμα των καταστάσεων, να μείνουν όρθιοι και το κατορθώνουν. Με συγκινεί αφάνταστα η περηφάνεια και η αντοχή τους. Έχω δει αλλαγές απίστευτες. Επιχειρήσεις που ανθούσαν πριν να μην υπάρχουν σήμερα, ο τρόπος ζωής των ανθρώπων να έχει αλλάξει, όχι όμως το ήθος τους και ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες. Αντίθετα, πιστεύω ότι εμπνέουν και τους νέους. Τους δίνουν πολύτιμα μαθήματα που δεν διδάσκονται στα σχολεία. Οι άνθρωποι γίνονται εφευρετικοί, το αίσθημα της αλληλεγγύης σίγουρα πιο δυνατό, οι σχέσεις των ανθρώπων βαθιές, ειλικρινείς, ανεπιτήδευτες.
Στο Broome η Ντόνα διατηρεί επιχείρηση που την φέρνει σε επαφή με ντόπιους και επισκέπτες. Ανιχνεύει τα πρόσωπα, την προφορά, τα ονόματα, με ευγένεια και διακριτικότητα, προσπαθώντας να εντοπίσει, όπως λέει, τους «συμπατριώτες» της. Αν είναι περισσότεροι στο χώρο που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, τους συστήνει. Προσωπικά, έτσι έκανα τη γνωριμία μου και με το ζεύγος Γ. Κασσιμάτη από το Σίδνεϊ.
Κουβαλά σχεδόν πάντα μαζί της ipad με θαυμάσια τοπία από τον τόπο που την κατέκτησε, στιγμιότυπα από την απλή ζωή των ανθρώπων, και βάζει να αναμετριόνται τα μαγευτικά, επιβλητικά Μετέωρα με τις ασύγκριτες ακρογιαλιές και τα ηλιοβασιλέματα των νησιών. Είναι διακριτική, αλλά εκπληκτικά πειστική όταν μιλά για τη μοναδική μαγεία της Ελλάδας. Σκέφτεσαι ότι θα μπορούσε να είναι μια καταπληκτική ξεναγός. Έχει γνώσεις σίγουρα για το αντικείμενο, εκείνο που αιχμαλωτίζει, όμως, το ενδιαφέρον του συνομιλητή της (των ακροατών της) είναι το πάθος της, η ικανότητά της να χρωματίζει εικόνες, να τις ζωντανεύει και να τις κάνει μοναδικές.
«Έχω στείλει αρκετούς στην Ελλάδα» λέει με φανερή ικανοποίηση. «Αυτοί, όταν γυρίσουν μιλούν σε άλλους και οι λάτρεις του τόπου πολλαπλασιάζονται», πληροφορεί με ενθουσιασμό.
«’Έρχονται πίσω και μ’ ευχαριστούν, χωρίς να γνωρίζουν ότι η ικανοποίηση που παίρνω η ίδια, δεν συγκρίνεται με τίποτε. Έχουμε έναν μοναδικό τόπο, μια χώρα με πολιτισμό, ιστορία, παράδοση και φυσικές ομορφιές που δεν συγκρίνεται με καμμιά άλλη χώρα. Όποιος την επισκέπτεται, φεύγει εμπλουτισμένος.
Δεν παίρνει απλώς μαζί του εικόνες από τη μαγεία του τόπου, αλλά εμπλουτίζεται από τη ζεστασιά των ανθρώπων, την απλότητα, την ειλικρίνεια, την αντοχή στις αντιξοότητες, τη φιλοξενία και το ασύγκριτο ελληνικό φιλότιμο.
Αυτές οι ποιότητες, πιστεύω, ότι θα κάνουν την Ελλάδα να ορθοποδήσει. Κάθε χρόνο αυξάνεται ο αριθμός των επισκεπτών της. Αυτό, σίγουρα δεν είναι τυχαίο» καταλήγει.
Όχι, όταν υπάρχουν άνθρωποι σαν τη Ντόνα Λιναρδοπούλου, που φωτίζει και διαδίδει μ’ έναν τρόπο αξεπέραστο, όλα αυτά που πραγματικά κάνουν την πατρίδα μας μοναδική!
Δεσμοί με τη χώρα που έζησε τα νεανικά της χρόνια -με νέους κρίκους τα παιδιά της- σχηματίζουν μια αλυσίδα άρρηκτης αγάπης που επεκτείνεται συνεχώς.
Όταν χώρισε με τον άντρα της, το 2000, η μεγάλη της κόρη, η Σοφία ήταν 10 χρόνων και η μικρή της, η Ντανιέλα, 5.
Τα κορίτσια της, παρ’ ότι ζουν και εργάζονται στο Περθ, πηγαίνουν πολύ συχνά στην Ελλάδα, έχοντας επηρεάσει και ένα μεγάλο κύκλο φίλων τους να κάνουν το ίδιο.
«Έχουν δεθεί με τον τόπο και είναι πραγματικά περήφανες για την καταγωγή τους.
Η Σοφία, μάλιστα, είναι εκπρόσωπος μεγάλου αθηναϊκού οίκου χειροποίητων νυφικών στην Αυστραλία του κορυφαίου σχεδιαστή G. Zolotas, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας» καταλήγει με ικανοποίηση η Αυστραλή κυρία που αγάπησε με πάθος την Ελλάδα και γίνεται σήμερα θερμή «πρέσβειρά» της στην Αυστραλία.