Η φράση «στις ελληνικές καλένδες» χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που κάποια υπόσχεση ή δέσμευση βρίσκεται σε συνεχή αναβολή, και ίσως δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ.

Χρησιμοποιώ τη φράση αυτή αναφορικά με το ελληνικό χρέος, γιατί, όπως ανέφερα την περασμένη εβδομάδα, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, κ. Αλέξης Τσίπρας, είχε συναντηθεί με την κ. Κριστίν Λαγκάρντ, Γενική Διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η οποία συνόψισε ως ακολούθως τις απόψεις που είχαν εκφρασθεί από τις δύο πλευρές αναφορικά με το πρόγραμμα που η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να εφαρμόσει για την έξοδο της Ελλάδας από την οικονομική κρίση:

«Πιστεύω ότι η αποφασιστική εφαρμογή αυτού του προγράμματος, μαζί με μια ελάφρυνση του χρέους, έχει μεγάλη σημασία. Ο Πρωθυπουργός και εγώ έχουμε δεσμευτεί να προχωρήσουμε μαζί προς την κατεύθυνση αυτή».

Με άλλα λόγια, η κ. Λαγκάρντ εξέφρασε την άποψη πως η ελάφρυνση –με άλλα λόγια η μείωση– του ελληνικού χρέους είναι μια από τις προϋποθέσεις για την έξοδο της Ελλάδας από την οικονομική κρίση.

Όμως, λίγες ημέρες αργότερα, ο Πολ Τόμσεν, επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, έκανε την ακόλουθη δήλωση για το ελληνικό χρέος:

«Η Ελλάδα χρειάζεται πιο μακροχρόνιες προθεσμίες για να μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της. Νομίζουμε πως η επέκταση των ωριμάνσεων αρκεί, όμως θα πρέπει να είναι ουσιαστική. Όχι όμως 100 χρόνια. Η διάρκεια είναι αυτό που συζητείται τώρα».

Σε ερώτηση δημοσιογράφου για το πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στους πολίτες χωρών που έχουν δανείσει κεφάλαια στην Ελλάδα η ανάγκη για κούρεμα στο ελληνικό χρέος, ο Πολ Τόμσεν έκανε την ακόλουθη διευκρινιστική παρατήρηση:

«Δεν ζητάμε ένα κούρεμα το οποίο θα εξαλείψει τις υποχρεώσεις της Αθήνας. Αυτό που ζητάμε είναι να της δοθεί λίγος χώρος για να ανασάνει και να μπορέσει να εφαρμόσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για να ανακάμψει… Τώρα η χώρα χρειάζεται μεγαλύτερες προθεσμίες για να εξοφλήσει τα χρέη της και μια περίοδο στην οποία επωφελείται από την αναβολή πληρωμής», εφημερίδα Η Καθημερινή, 24/10/17.

Κατά την άποψή μου υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δηλώσεων της κ. Κ. Λαγκάρντ και του κ. Π. Τόμσεν αναφορικά με το ελληνικό χρέος. Η πρώτη έκανε λόγο για «ελάφρυνση» του χρέους, με άλλα λόγια κάποια ποσοτική μείωσή του, ενώ ο δεύτερος αναφέρθηκε στην «επιμήκυνση» της χρονικής περιόδου για την πλήρη αποπληρωμή του.

Οι απόψεις του Πολ Τόμσεν ενισχύονται και από σχετική δήλωση του πρώην Υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπως αναφέρει η αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή (25/10/17) σε σχετικό της άρθρο:

«Όσον αφορά το θέμα του χρέους, ο κ. Σόιμπλε επιμένει ότι αυτή τη στιγμή δεν τίθεται ζήτημα ελάφρυνσης. «Πιστεύω ότι αυτή τη χρονική στιγμή δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Έχουμε λάβει μέτρα που αφορούν το χρέος όπως συμφωνήσαμε τον Μάιο του 2016 και εκτιμούμε ότι το πρόγραμμα το οποίο τρέχει μέχρι τα μέσα του 2018 θα ολοκληρωθεί με επιτυχία. Τα οικονομικά στοιχεία το επιβεβαιώνουν. Τουλάχιστον σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση θεωρείται ότι η Ελλάδα θα ανταπεξέλθει χωρίς την λήψη νέων μέτρων και θα αποκτήσει πάλι πρόσβαση στις αγορές».

Με τα παραπάνω ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν εννοεί πως η Ελλάδα θα είναι σε θέση να αποπληρώσει το χρέος της. Απλώς τονίζει πως από τα μέσα του 2018 η Ελλάδα θα καλύπτει τις οικονομικές της ανάγκες διά μέσου των ομολόγων από τις αγορές, και όχι με δάνεια από την Ευρωζώνη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα.

Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία, το πρώτο τρίμηνο του 2017 το ελληνικό χρέος ήταν 310 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί με το 176% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) της Ελλάδας. Είναι απορίας άξιο πώς ένα χρέος 310 δισεκατομμυρίων δολαρίων μπορεί να αποπληρωθεί από την Ελλάδα, έστω και σε μερικές δεκαετίες, με τους περιορισμένους πόρους που διαθέτει, και που μόνο για την εξυπηρέτηση των άμεσων οικονομικών αναγκών της επαρκούν.

Ας μην ξεχνάμε πως, ως ποσοστό του ΑΕΠ, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο χρέος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε σύγκριση, η γειτονική Βουλγαρία έχει χρέος που αντιστοιχεί μόνο με το 28% του ΑΕΠ της.

ΣΕ ΜΟΝΙΜΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗ ΤΟΥ 75% ΤΩΝ ΧΡΕΩΝ ΤΗΣ

Τα πράγματα αναφορικά με το ελληνικό χρέος περιπλέκονται περαιτέρω. Τον Σεπτέμβριο του 2017 ο Πιέρ Μοσκοβισί, Επίτροπος των Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δήλωσε πως η Ελλάδα θα παραμείνει υπό επιτροπεία μέχρι να εξοφλήσει το 75% των δανείων της. Με επιτροπεία εννοεί την παρακολούθηση και επίβλεψη της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής της Ελλάδας από την Κομισιόν και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Με άλλα λόγια, η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας σε μεγάλο βαθμό θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των δανειστών της, όπως εξάλλου δήλωσε ο Πιέρ Μοσκοβισί ότι μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου το 2018, θα «ληφθούν υπόψη η κατάσταση της χώρας και τα πλέον ενημερωμένα στοιχεία για τις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες και προοπτικές της αγοράς εκείνη τη χρονική περίοδο».

Η δήλωση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του κ. Αλέξη Τσίπρα πως από τα μέσα του 2018, όταν θα λήξει το τρίτο Μνημόνιο, η Ελλάδα δεν θα χρειασθεί δάνεια από τους θεσμούς, καθότι θα αντλεί τα απαραίτητα κεφάλαια από τις αγορές με τα ελληνικά ομόλογα, και ως εκ τούτου θα καθορίζει την οικονομική πολιτική της.

Στο πλαίσιο αυτό αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα τα σχόλια του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) της Ελλάδας στο οικονομικό του δελτίο, ότι στην ελληνική οικονομία είναι απαραίτητη η ανάγκη μεγαλύτερης εξωστρέφειας, δηλαδή αύξηση των προϊόντων που εξάγει, καθώς και εκείνων που υποκαθιστούν μεγάλο ποσοστό προϊόντων που εισάγει.

Επιπλέον, ο ΣΕΒ τονίζει την ανάγκη για μεγαλύτερη εξειδίκευση σε προηγμένους τεχνολογικά κλάδους στο εργατικό δυναμικό της Ελλάδας. Μόνο όταν τα ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα καταστούν ανταγωνιστικά των αντίστοιχων προϊόντων άλλων χωρών, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να αντιστρέψει το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, και ως εκ τούτου να αυξήσει την εισροή ξένου συναλλάγματος στη χώρα.

Σύμφωνα με τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) η Ελλάδα υστερεί δραματικά σε σχέση με άλλες χώρες στην παραγωγικότητα, καθώς οι Έλληνες εργαζόμενοι δεν έχουν τις δεξιότητες που απαιτούνται για να καταστούν τα ελληνικά προϊόντα ανταγωνίσιμα των αντίστοιχων προϊόντων άλλων χωρών.

Σύμφωνα με τις απόψεις ειδημόνων, ενώ το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παρέχει γερές γενικές γνωσιακές βάσεις, υστερεί σε οργάνωση, εξωστρέφεια, αξιολόγηση και σε μηχανισμούς διασύνδεσης με τον παραγωγικό τομέα, ώστε να παρέχει τις κατάλληλες δεξιότητες στους εργαζόμενους.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η εκπαίδευση αποτελεί κλειδί για την εξωστρέφεια της οικονομίας, με άλλα λόγια για την παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων. Ως εκ τούτου, οι κρατικοί φορείς εκπαίδευσης και κατάρτισης, οι εργοδότες, και τα συνδικάτα απαιτείται να συνεργάζονται ώστε να παρέχονται ευκαιρίες απόκτησης δεξιοτήτων στους μαθητές και φοιτητές, καθώς και στους εργαζόμενους, σε διάφορους τομείς της οικονομίας.

Το γεγονός ότι οι Έλληνες φοιτητές και οι πανεπιστημιακοί σε ξένα πανεπιστήμια διαπρέπουν αποτελεί ένδειξη πως είναι ευέλικτοι και προσαρμοστικοί. Αυτήν την ευελιξία θα πρέπει να αξιοποιήσουν τα ιδρύματα παιδείας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας, καθώς και οι τεχνολογικές σχολές, στην Ελλάδα, για να καταστήσουν την οικονομία της ανταγωνίσιμη στο πλαίσιο της Ε.Ε., καθώς και στη διεθνή αγορά.

Απώτερος στόχος της Ελληνικής Κυβέρνησης πρέπει να είναι η έξοδος από την κατάσταση επιτροπείας το συντομότερο δυνατό. Όσο για το ελληνικό χρέος, οι προσπάθειες για κάποιο «κούρεμά» του θα πρέπει να συνεχισθούν, για να καταστεί δυνατή η σταδιακή αποπληρωμή του, ώστε να πάψει να επικρέμαται αέναα ως «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από την Ελλάδα.

Στο μεταξύ όμως η Ελλάδα πρέπει να πείσει τους δανειστές της πως ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της. Όμως, για να καταστεί αυτό δυνατόν τα πολιτικά κόμματα, οποιασδήποτε ιδεολογίας, οφείλουν να έχουν μια κοινή πολιτική αναφορικά με το χειρισμό του δημοσίου χρέους. Με άλλα λόγια, το εθνικό συμφέρον θα πρέπει να προέχει των πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ισχύσει η ρήση του Θεμιστοκλή, πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π. Χ: «Νυν υπέρ πάντων αγών».