Κατά τις έντεκα το πρωί, σέρνοντας τα πόδια του και με τη βοήθεια μιας κομψής μαγκούρας, φτάνει στο καφενείο της γειτονιάς. Στέκεται στην άκρη, ορθώνει το κυρτωμένο σώμα του και μοιάζει σαν να «ζυγίζει» σε ποιους θα πει καλημέρα. Έχει το ίδιο σοβαρό πρόσωπο σαν αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει, σαράντα, τριάντα και είκοσι χρόνια πριν. 

Σοβαρός άνθρωπος. Νοικοκύρης, αφεντάνθρωπος. Λέει καλημέρα με φωνή, κλείνοντας το κεφάλι, προσέχει πώς μετακινεί τη μαγκούρα και χαμογελάει μ’ έναν κουρασμένο μορφασμό που μοιάζει με λυπημένο χαμόγελο. Ήταν κάποτε δυνατός, όλο ζωή, ηγέτης στο σπίτι, στο εργοστάσιό του, στη ζωή, στα κοινά, στην παροικία. Σήμερα μοιάζει με ένα κάποιο υπόλοιπο ζωής, τριμμένης, που περιμένει. Και πράγματι περιμένει. Γνωστός, πριν λίγα ακόμη χρόνια, γνωστός παντού και ευυπόληπτος. Σήμερα μοιάζει άσημος. 

Σταματάει στο τραπέζι μου, χαμογελά αλλιώτικα, θα έλεγα αληθινά, και με ρωτά αν μπορεί να καθίσει μαζί μου. Παραγγέλνουμε έναν καφέ ακόμη και με αργή, καθαρή, κουρασμένη φωνή, αρχίζει να μιλά σαν να μονολογεί. «Δεν σε ρωτάω πώς είσαι, γιατί μου φαίνεσαι καλά. Καλά φαίνομαι κι εγώ, μα το πρόβλημα το κουβαλάω. Οι γιατροί με διαβεβαιώνουν, κάθε εξάμηνο ότι θα πεθάνω σε τρεις μήνες και περνάνε εξάμηνα και χρόνος και μήνες κι εγώ είμαι εδώ ακόμη και μελετάω. Μελετάω τις αντιδράσεις των παιδιών μου. Τα λυπάμαι γιατί, το καθένα περιμένει το θάνατό μου για διαφορετικό λόγο. Φυσιολογικό κι ανθρώπινο. Κάτι παρόμοιο έζησα με το θάνατο της μητέρας τους. Ο καθένας τους τον περίμενε και τον αντίκριζε, το θάνατό της εννοώ, από διαφορετική οπτική γωνία, με διαφορετική μορφή αναμονής, κάποιους διαφορετικούς οικονομικούς υπολογισμούς και με πολύ αγάπη, λατρεία θα έλεγα, και από τα τρία μου παιδιά για τη μητέρα τους».

Σταμάτησε, έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του, μου προσέφερε ένα και πρόσθεσε χαριτολογώντας: «Τρία -τέσσερα την ημέρα και λέω στους γιατρούς ότι αυτό καθυστερεί την αναχώρησή μου από τα επίγεια και με εμποδίζει να πάω να συναντήσω την αγαπημένη μητέρα των παιδιών μου και σύζυγό μου».

Ακούμπησε το πακέτο τα τσιγάρα στο τραπέζι και πρότεινε να περιμένουμε τον καφέ για να καπνίσουμε. Τον παρατηρούσα. Κάναμε και οι δύο ένα διάλλειμα ψεύτικο, προσποιούμενοι ότι περιμένουμε τον καφέ. Και οι δύο θέλαμε να πετάξουμε, νοητά, προς τα πίσω. Να πάμε σε μια Κυριακή απόγευμα που είχαμε πάει σπίτι τους, καλεσμένοι με πολύ αγάπη. Να έλθουν εκείνοι του Αγίου Κωνσταντίνου σπίτι μου και είχε εκπλαγεί και το θεώρησε τιμή, όταν είδε ότι όλοι κι όλοι οι καλεσμένοι μου ήταν επτά άτομα εκ των οποίων οι τρεις συγγενείς. 

Ήπιαμε τον καφέ αμίλητοι. Ξαφνικά άρχισε να μιλάει μόνος του, με το απλανές βλέμμα του να κάνει πιο ήρεμο το πρόσωπό του. «Μένω εδώ πιο κάτω σ’ ένα μικρό διαμέρισμα. Να έλθεις ένα απόγευμα να πιούμε κάτι στο μπαλκόνι. Βλέπεις το ήρεμο πάρκο απέναντί μου που είναι συνήθως έρημο. Μου αρέσει. Δεν ήθελα να μείνω με κανένα από τα παιδιά. Ακόμη και όταν δεν μιλούν, η παρουσία τους η βουβή, με εμποδίζει να σκεφτώ, με εμποδίζει να συνομιλήσω με τη μάνα τους. Το πρωί την καλημερίζω και την διαβεβαιώνω πως, απ’ ό΄,τι λένε οι γιατροί, σύντομα θα είμαι κοντά της. Εκείνη γελάει, το πιστεύεις ότι ακούω το τρανταχτό της γέλιο, και μου τονίζει ότι κατά τη γνώμη της θ’ αργήσω να την δω, ότι προτιμώ να βλέπω τα παιδιά αντί εκείνη και παρά το ότι είμαι κορακοζώητος όταν θα πάω κοντά της θα μ’ αφήσει να βλέπω τα παιδιά και τα εγγόνια από εκεί επάνω».

Τρεις θορυβώδεις νεαροί πλησίασαν το τραπέζι μας και ο ένας απ’ αυτούς αποτεινόμενος στον φίλο μου και δείχνοντας το πακέτο, είπε: «Παππού να πάρω ένα τσιγαράκι;» Ο φίλος μου τον κοίταξε, κατάματα και κοφτά και σκέτα του απάντησε: «Όχι να μην πάρεις γιατί είναι μετρημένα και λογοδοσμένα».

Οι νεαροί έφυγαν χαμογελώντας και ο φίλος μου, κουνώντας το κεφάλι του, άρχισε να μονολογεί: «Εμείς δεν ήμαστε έτσι. Σεβόμασταν τους μεγαλύτερους, τους γέρους. Ιερά πρόσωπα για μας οι γέροι. Θα πηγαίνω σιγά-σιγά, κουράστηκα. Έχω πρόγραμμα, το ίδιο σχεδόν κάθε ημέρα. Θα διαβάσω, θα κουβεντιάσω μαζί της, να της πω τα νέα των παιδιών και των εγγονών μας και το απόγευμα, στο μπαλκόνι, σαν έχει καλό καιρό, θα πιώ μια μαυροδάφνη. Χάρηκα που σε είδα. Αυτή είναι η διεύθυνση του σπιτιού». Σηκώθηκε και προσπάθησε, με δυσκολία, να στερεωθεί στη μαγκούρα. Ίσιωσε το κορμί του όσο μπορούσε, πέρασε προσεκτικά τα στριμωγμένα τραπεζάκια και συνέχισε στο άδειο πεζοδρόμιο, έτοιμος να στρίψει με κατεύθυνση το σπιτικό του. Έπεσε σαν χάρτινη, φορτωμένη ψυχή και έμοιαζε να χαμογελάει πέφτοντας. Τρέξαμε. Ήλθε το ασθενοφόρο. Κάποιος μίλησε για καρδιακό επεισόδιο. Χθες ο γιος του μου είπε «ο μπαμπάς… δεν είναι καλά».