Ζωγραφίζει σε μετάξι. Εκφράζει και αποτυπώνει τη μαγεία του Broom μέσα από τα μάτια του νου και της ψυχής της. Όπως τη συλλαμβάνει σήμερα στο λυκόφως της ζωής της, αλλά και όπως την έχει ζήσει, από παιδί, τις δεκαετίες ’40 και ’50. Η συγγραφέας–ζωγράφος Sally Bin Demin, στο βιβλίο της «Once in Broom», συναρπάζει και αφοπλίζει τον αναγνώστη από προκατειλημμένες εικόνες και ιδέες.
Kι αυτό γιατί πρόθεσή της –και επίτευγμά της τελικά– είναι να δώσει την παρουσία των Αβοριγίνων σε μια περιοχή της Αυστραλίας –το βορειοδυτικό Broom– από διάφορες οπτικές γωνίες και με τα πραγματικά τους χρώματα.
Έχει έναν θαυμάσιο τρόπο στην αφήγησή της να δίνει εικόνες που δεν πληροφορούν και θέλγουν απλώς, αλλά σε παίρνουν μαζί τους και σε ταξιδεύουν.
Διάβασα το βιβλίο της, ενώ ήμουν εκεί, στο Broom λίγες μέρες.
Ξεκινά με το ξερίζωμα των τελευταίων γυναικών από το Broom, μιας από τις σκληρότερες συνέπειες του πολέμου.
«Μαύρα σύννεφα σκίαζαν το Broom και η υγρή ζέστη έκανε να κολλούν πάνω τους τα ρούχα των γυναικών, όπως μάζευαν τα πράγματά τους. Έβαλαν τα παιδιά στο πίσω μέρος του φορτηγού και μετά κάθισαν δίπλα τους. Λίγο πιο πέρα, μια γίδα δεμένη στο πίσω κάγκελο για το γάλα των παιδιών. Ήταν Μάης του 1942, και όπως τα αεροπλάνα των Γιαπωνέζων πετούσαν όλο και πιο κοντά, αυτές ήταν οι τελευταίες γυναίκες που έφευγαν από το Broom».
Η ΚΛΕΜΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ
Η μητέρα της συγγραφέα είναι παιδί της «κλεμμένης γενιάς», θέμα που απλώνει η συγγραφέα με απλότητα και λιτότητα.
«Το 1909, όταν η μητέρα μου, Μπάρμπαρα, ήταν τεσσάρων χρόνων, την πήραν μαζί με την αδελφή της, Μπέλλα, και τα εξαδέλφια της, από το ανατολικό Kimberley και πήγαν στο Beagle Bay. Ήταν ‘παιδιά της κλεμμένης γενιάς’ , που τα ονόμαζαν ‘μιγάδες’ γιατί πολλά είχαν πατέρα λευκό. Αυτήν την περίoδο, κυβερνητική πολιτική απαιτούσε τα παιδιά αυτά να τα πάρουν από την ιθαγενή μητέρα τους και να τα μεταφέρουν σε ιδρύματα ιεραποστολών ή κυβερνητικών οργανισμών.
Η μητέρα μου ποτέ δεν ξέχασε το ταξίδι αυτό από το Halls Creek στο Wyndham και μετά στο Broom. Όταν είμαστε παιδιά ακούγαμε τι συνέβη σ’ αυτό το φοβερά τρομαχτικό ταξίδι ξανά και ξανά.
H θεία Μπέλλα εξιστορούσε την πρώτη νύχτα στο σκάφος όταν τα κορίτσια αρνούνταν να φάνε. Έτσι, όπως έφευγαν η μητέρα τους, τους είπε να προσέχουν τί τρώνε σε περίπτωση που ο gartiya (o λευκός άντρας), δοκίμαζε να τις δηλητηριάσει.
Πήραν τα παιδιά από το Broom μ’ ένα αλιευτικό σκάφος μαργαριταριών και τα πήγαν στο Beagle Bay».
Στη συνέχεια, η συγγραφέας αναφέρει ότι η θεία της, παιδάκι τότε, αρρώστησε και έπρεπε να τη μεταφέρουν στην ιεραποστολή. « Ήταν επτά χρόνων. Σε αντίθεση με τα άλλα παιδιά, μικρότερα από εκείνη, ήταν αρκετά μεγάλη για να καταλάβει τι συνέβαινε. Αυτά τα παιδιά τα έπαιρναν από τις οικογένειές τους και τα πήγαιναν σ’ ένα εντελώς άγνωστο και διαφορετικό περιβάλλον. Είχαν πει στα μεγαλύτερα να προσέχουν τα μικρότερα. Έλεγαν ιστορίες από την ‘πατρίδα’ τους τα ήθη και έθιμα του τόπου τους και προσπαθούσαν να τα παρηγορήσουν».
Με λιτότητα εξιστορεί πώς πήγαιναν τα κορίτσια της ‘κλεμμένης γενιάς’ στο ορφανοτροφείο της ιεραποστολής και από εκεί, όταν γίνονταν 14 χρόνων, τα έστελναν στο μοναστήρι για να τα εκπαιδεύσουν ως υπηρέτριες: «Πολλά από αυτά τα κορίτσια κατέληγαν οικιακές βοηθοί σε σπίτια πλουσίων και ευρωπαϊκών οικογενειών. Η μητέρα μου εργαζόταν στο σπίτι του κ. Carrick, διευθυντή της τράπεζας Ν.Ν.Ουαλίας και πάντα μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον ίδιο και τη γυναίκα του».
Φανερή η προσπάθεια της συγγραφέα να πει τα πράγματα με το πραγματικό τους όνομα, δίνοντας μια όσο γίνεται πιο πιστή και ολοκληρωμένη εικόνα.
« Η μητέρα μου συνήθιζε να λέει ότι αν και η ζωή δεν ήταν εύκολη, ήταν απλή. Οι άνθρωποι δεν είχαν πολλά και εργάζονταν σκληρά για πολλές ώρες
Επειδή οι γυναίκες και τα κορίτσια είχαν εκπαιδευτεί στα οικιακά, ήταν εξαιρετικές μαγείρισσες, νοικοκυρές και μοδίστρες. Η ραπτική και το κέντημά τους ήταν τέλεια. Οι άντρες (εννοεί της ‘κλεμμένης γενιάς’) μετά από ειδική εκπαίδευση είχαν γίνει μαραγκοί, τορναδόροι και μηχανικοί, ενώ άλλοι ήταν κρεοπώλες και αρτοποιοί. Ορισμένοι εργάζονταν στους Brother Sacks και ήταν υπεύθυνοι για την καλλιέργεια λαχανικών και την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων».
Το στοιχείο της αποκοπής από την οικογένεια, συνέπεια της αρπαγής των παιδιών από τους λευκούς, έρχεται ξανά και ξανά στην επιφάνεια στην αφήγηση της συγγραφέα.
«Πολλοί από τους ανθρώπους του Beagle Bay, όχι μόνο ξεριζώθηκαν από τον τόπο που γεννήθηκαν, αλλά έπρεπε να ζήσουν με τον αγιάτρευτο πόνο του χωρισμού από τις οικογένειές τους».
ΜΟΝΟ ΜΕ ΑΔΕΙΑ
Οι καθαρόαιμοι Αβορίγινες επιτρεπόταν να έλθουν στο Broom, μόνο αν είχαν άδεια. Υπήρχε η λεγόμενη «κοινή πόρτα», ένας πελώριος, μακρύς φράχτης που τους περιόριζε να μπουν στην πόλη και να κυκλοφορήσουν ελεύθερα. Το 1940 η πολιτειακή κυβέρνηση αποφάσισε να επιτρέψει σε κάποιους Αβορίγινες να κάνουν αίτηση προκειμένου να αποκτήσουν την αυστραλιανή υπηκοότητα. Αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσαν τότε, όπως οι Ευρωπαίοι, να μπουν σε μια μπυραρία και να αγοράσουν οινοπνευματώδη ποτά. Σε περίπτωση που Ευρωπαίοι πουλούσαν ποτά σε Αβορίγινες –καθαρόαιμους ή μιγάδες– που δεν είχαν το χαρτί της υπηκοότητας, φυλακίζονταν.
Η ίδια επεξηγεί ότι μερικοί θεωρούσαν εξυπνάδα το να κρύψουν την καταγωγή τους, προκειμένου να βρουν εργασία ή να γίνουν απλώς αποδεκτοί.
«Όλοι μας μπαίναμε σε ‘κουτάκια’, ανάλογα με το πόσο καθαρόαιμοι ή μη είμαστε. Όσο πιο καθαρόαιμος τόσο πιο αποδεκτός. Σήμερα νιώθεις ωραία να διεκδικείς την καταγωγή σου, αντίθετα με τότε που η κοινωνία σε έκανε να ντρέπεσαι».
Παρακάτω προσθέτει ότι όσον αφορά τις γυναίκες υπήρχε μια κοινωνική ιεραρχία στο Broom.
«Αν ο άντρας σου ήταν δύτης και όχι απλώς μέλος του πληρώματος, είχες ανώτερη κοινωνική θέση. Αν, μάλιστα, ήταν κορυφαίος δύτης και υπεύθυνος όλων των σκαφών της εταιρίας που καλλιεργούσε μαργαριτάρια, τότε η θέση σου ήταν ακόμη υψηλότερη».
Μια μέρα πριν την αναχώρησή μου από το Broom τελευταία, αποφάσισα να πάω για άλλη μια φορά στο Chinatown. Εκεί, έξω από το Mango Café, τράβηξε την προσοχή μου μια γυναίκα με ύφος και εμφάνιση που ξεχώριζε από τους ντόπιους, αλλά και τους επισκέπτες. Την κοίταζα, όπως φαίνεται, περίεργα, γιατί μια ηλικιωμένη κυρία που περνούσε δίπλα μου με πληροφόρησε ότι «αυτή που βλέπεις είναι η Σάλλυ, η ζωγράφος».
Φαινόταν να ρεμβάζει. Να είναι εκεί, αλλά την ίδια ώρα να ταξιδεύει σε μια άλλη εποχή. Θα περνούσαν μέρες πριν έλθει στα χέρια μου το «Once in Broom» και πριν διαβάσω τις σκέψεις της στο παρακάτω απόσπασμα: «Σήμερα είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το Broom είχε τόσο πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Ότι ασιατικές οικογένειες είχαν στην κατοχή τους πολλές από τις επιχειρήσεις και τα μαγαζιά και τα απογεύματα μπορούσες να δεις τους Κινέζους ξαπλωμένους σε πολυθρόνες, στις βεράντες τους να καπνίζουν την πίπα τους. Το Broom ήταν πολύ διαφορετικό από την υπόλοιπη Αυστραλία γιατί είχε δεχθεί την επίδραση πολλών και διαφορετικών πολιτισμών. Αυτή η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα αντικαθρεπτιζόταν στη διατροφή μας, στο ντύσιμό μας, στη μουσική μας, είναι δε ζωντανή μέχρι σήμερα».
Ανατρέχοντας στην παιδική της ζωή, αναφέρει: «Περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής μας ζωής με γυναίκες, γιατί οι άντρες συχνά έλειπαν βδομάδες ολόκληρες με τα αλιευτικά σκάφη μαργαριταριών. Το επάγγελμα του δύτη ήταν πολύ επικίνδυνο και η αμοιβή δυσανάλογα μικρή. Ο θάνατος παραμόνευε κάθε στιγμή. Κανείς δεν ήξερε πότε θα ήταν το τελευταίο του ταξίδι».
Στη συνέχεια δίνει μια εικόνα της αγγελίας θανάτου: «Υπήρχαν μέρες που όλοι αυτοί που ψάρευαν στην προβλήτα, έτρεχαν φωνάζοντας ότι το σκάφος έρχεται με τη σημαία μεσίστια, πράγμα που σήμαινε ότι κάποιος είχε χάσει τη ζωή του. Τότε και τα άλλα σκάφη που ήταν στην ίδια περιοχή που συνέβη το τραγικό γεγονός, έστω κι αν ανήκαν σε άλλη εταιρία έρχονταν έξω να εκφράσουν τη λύπη τους».
Στην αφήγηση αυτή της συγγραφέα, όπως και στη ζωγραφική της, υπάρχει πολυχρωμία.
Τη σκιά του θανάτου διαδέχεται η χαρά.
«Μια από τις μεγάλες γιορτές, ήταν αυτή των δυτών. Γινόταν κάθε χρόνο το Σαββατοκύριακο πριν την αρχή της νέας σαιζόν. Η νεκρή εποχή ήταν από το Δεκέμβρη μέχρι τέλη Φλεβάρη –εποχή των κυκλώνων– και ευκαιρία για την επισκευή των σκαφών.
Ήταν μια γιορτή που ήταν όλοι καλεσμένοι, μικροί και μεγάλοι, για να γιορτάσουν την αρχή της νέας σαιζόν. Πίστευαν ότι όσο περισσότεροι ήταν στη γιορτή αυτή τόσο λιγότερος ήταν ο κίνδυνος να χάσουν τη ζωή τους οι δύτες και τόσο δε μεγαλύτερη η ευκαιρία της εύρεσης μαργαριταριών. Η μεγαλύτερη τύχη βέβαια για κάποιον δύτη ήταν να βρει φυσικό μαργαριτάρι.
Ήταν μια τρελή γιορτή για μας τα παιδιά, πηδώντας από σκάφος σε σκάφος, και να μας καλωσορίζουν γιατί ήθελαν να έχουν εκεί όσο πιο πολλούς γινόταν. Υπήρχαν άφθονα φαγητά και ποτά για το γλέντι αυτό που κρατούσε μέρες ολόκληρες».
Ίσως αυτή να ήταν, σκέφτομαι σήμερα, μια από τις εικόνες που «έβλεπε» η Σάλλυ όταν τη συνάντησα να είναι βυθισμένη στο δικό της κόσμο, αυτό το απόγεμα του Οκτώβρη, έξω από το Mango Café.