Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα, όσο πιο συνοπτικά γινόταν, στη ζωή και στο έργο του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος διαμόρφωσε, και στη συνέχεια εισηγήθηκε την καθαρεύουσα ως τη γλώσσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Σήμερα θα κλείσω τη σειρά για τη Νεοελληνική γλώσσα με αναφορά στον Γιάννη Ψυχάρη, ο οποίος λίγα χρόνια πριν από τη λήξη του 19ου αιώνα αγωνίσθηκε και πέτυχε, την υιοθέτηση της δημοτικής από τις ελληνικές αρχές, αλλά και από τους ανθρώπους των γραμμάτων, στις αρχές του 20ού αιώνα.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι για τη γλώσσα που θα υιοθετούσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, μετά από την Επανάσταση του 1821, πρωτοστάτησαν δύο Έλληνες, οι οποίοι από τα νεανικά τους χρόνια έζησαν στο Παρίσι, όπου και απεβίωσαν. Πρόκειται για τον Αδαμάντιο Κοραή και για τον Γιάννη Ψυχάρη. Ο Κοραής πρότεινε την καθαρεύουσα, την οποία είχε διαμορφώσει ο ίδιος με στοιχεία της αρχαίας ελληνικής και της γλώσσας που μιλιόταν στην εποχή του, ενώ ο Ψυχάρης, πιο προσγειωμένος στην πραγματικότητα, αγωνίσθηκε για την επικράτηση της δημοτικής, με κάποιες λεξικές, γραμματικές και συντακτικές ανακαινίσεις που πρότεινε.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως οι οικογένειες των δύο αυτών μεγάλων μορφών του σύγχρονου Ελληνισμού κατάγονταν από τη Χίο.
Στην περίπτωση του Γ. Ψυχάρη, η οικογένειά του είχε μετακομίσει στην Οδησσό της Ρωσίας, προφανώς μετά την καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους το 1822. Ο Γ. Ψυχάρης γεννήθηκε στην Οδησσό το 1854, και μετά από λίγα χρόνια η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία ο νεαρός Γιάννης έκανε μέρος των εγκύκλιων σπουδών του, και μεταξύ άλλων διδάχθηκε τη γαλλική γλώσσα. Σε ηλικία 15 ετών, με τη συνοδεία της γιαγιάς του, ο νεαρός Γιάννης πήγε στη Μασσαλία της Γαλλίας, όπου έμεινε κοντά σε έναν θείο του. Εκεί ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές του, και πάντα είχε και ιδιαίτερο Έλληνα δάσκαλο για τα ελληνικά.
Στη συνέχεια ο Γ. Ψυχάρης σπούδασε φιλοσοφία, φιλολογία, γλωσσολογία, Λατινικά και Γαλλική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι, καθώς και μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Βόννης στην Γερμανία.
Το 1884, σε ηλικία 30 ετών, έγινε υφηγητής, και το 1904 καθηγητής, της νεοελληνικής φιλολογίας και γλώσσας στην σχολή Ecole des Hautes Etudes του Παρισιού.
Την Ελλάδα επισκέφθηκε πέντε φορές, κυρίως για μελέτες αναφορικά με την ελληνική γλώσσα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ακόλουθο απόσπασμα από το Κεφάλαιο ΚΣΤ’ του βιβλίου του ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ, ενδεικτικό της ελληνικής γλώσσας στις ελληνικές εφημερίδες της εποχής εκείνης:
«Τὸ πρωΐ, εἶχα δουλειὰ στὸν Περαιᾶ καὶ πῆρα τὸ σιδερόδρομο. Ἀγόρασα μιὰ φημερίδα νὰ διαβάσω. Στὴν Ἀθῆνα, γρήγορα διαδίδουνται τὰ νέα& ξέρουν τὸ κάθε πρᾶμα ἅμα γίνῃ, κάποτες πρὶ γίνῃ, καὶ πολλὲς φορὲς χωρὶς νὰ γίνῃ διόλου. Ἡ γαζέττα ἔλεγε& − «Λύσσα λύσσην πέφυκε. Τὰ μέν, ὁ ἐν Παρισίοις ἄμουσός τε καὶ βάρβαρος ἕλλην καθηγητής, κ. Ἰ. Ν. Ψυχάρης, ὁ μυρίαις μανίαις οἰστρηλατούμενος, ὁ καταστροφεὺς τῆς ἡμετέρας γλώσσης, ὁ ὑβριστὴς ἔθνους ὁλοκλήρου, ὁ λίαν καταλλήλως ἐπικληθεὶς Ἡρόστρατος ὁ Β΄, ὁ Ζωΐλος τοῦ ἡμετέρου Ὁμήρου, ἡ ξένως φθεγγομένη χελιδὼν (τὸ χελιδόνι μὲ κολάκεβε), ὁ τὴν ἀθῶον ψυχὴν καὶ τὸν τῶν Ἀθηνῶν γλωσσολόγων ἠρέμα ρέοντα βίον καταταράξας, ὁ τὸν ἐν εἰρήνῃ διάγοντα Χατσιδάκιον καταξυγκυκήσας, ὁ τῆς ἀπείρου καὶ παγκοσμίου αὐτῶν δόξης ζηλώσας τοὺς δασκάλους, ὁ ἐν γερμανικαῖς ἐφημερίσι δικαίως ὑπὸ τῶν ἡμετέρων λογίων διαβληθεὶς καὶ σφοδρὰ ἐπικριθεὶς (βαριοῦμαι καὶ δὲν ἀντιγράφω τοὺς ἄλλους μου τίτλους), ὁ κύριος οὗτος, ἅτε λυσσητικός, ἐδήχθη τῇ παρελθόντι νυκτὶ ὑπό τινος οἰκιακοῦ κυναρίου. Μικροῦ γε καὶ δεῖ, ὁ κ. καθηγητὴς τὰ ἐτσίτωσεν. Τὰ δὲ (καιρὸς εἶταν!), ἀποβήσεται (ἄλλα φύλλα ἔβαζαν ἀποβήσει, ἄλλα θέλει ἀποβῇ ἢ ἀπεβῇ, ἄλλα πάλε ἵνα ἀποβῇ& κάθε γαζέττα εἶχε τὸν τύπο της) ἐν Παρισίοις (δὲν ἔγραφε κανένας εἰς Παρισίους& εἶναι χυδαῖο τὸ εἰς)& λύσσᾳ γὰρ ἑάλω τὸ κυνάριον. Ἀναγκασθήσεται οὖν ὁ βάρβαρος ὁμογενὴς ἵνα ἐπιζητήσῃ θεραπείαν παρὰ τῷ περιφήμῳ τῆς Γαλατίας Ποιμένι. Ἵνα ἐπάρῃ αὐτὸν ὁ ὑπερίδρομος!».
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου «ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ» αναδύονται οι διάφορες ιδιότητες του Γ. Ψυχάρη: ο επιστήμονας, ο λογοτέχνης, ο κριτικός, ο μαχητής, καθώς και ο πατριώτης με τους ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε στην Οδησσό, και από τα νεανικά του χρόνια έζησε στη Γαλλία, όπου και πέθανε το 1929.
ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΨΥΧΑΡΗ
Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης, Καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε άρθρο του με τίτλο «ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ, Η ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ», μεταξύ άλλων εκφράζει και την ακόλουθη άποψη:
«Τα εκατό χρόνια που συμπληρώθηκαν στα 1988 από τη δημοσίευση του Ταξιδιού, ενός έργου-σταθμού στην ιστορία της γλώσσας μας και, δι’ αυτής, στην ιστορία του Νέου Ελληνισμού, υπήρξαν ικανή αφορμή για ν’ αναλογισθούμε, να τιμήσουμε και να αποτιμήσουμε την προσφορά ενός μεγάλου Έλληνα γλωσσολόγου και ελληνιστή, του Γιάννη Ψυχάρη. Γιατί μπορεί μεν ο αγώνας για την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας να ξεκινάει πολύ πριν απ’ αυτόν (με τον Χριστόπουλο, τον Βηλαρά, τον Σολωμό και τόσους άλλους), αλλά χωρίς την επιστημονική-γλωσσολογική στήριξη, τους αγώνες και τα δημοσιεύματα του Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929) και, κυρίως, χωρίς το ‘Ταξίδι’, που σήμανε την έναρξη της νεοελληνικής «γλωσσικής επανάστασης» δεν θα είχαμε ίσως φτάσει, ενενήντα περίπου χρόνια μετά το Ταξίδι, το 1976, στην αναγνώριση της δημοτικής (νεοελληνικής κοινής) ως επίσημης γλώσσας».
Ο κριτικός Αντρέας Καραντώνης, στο βιβλίο του ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΕΣ – Κριτικά Δοκίμια, Εκδόσεις «Δωρικός», Αθήνα 1966, γράφει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα για τον Γ. Ψυχάρη:
{…} «Νομίζουμε, πως κανείς σύγχρονος λογοτέχνης ή σοβαρός πνευματικός άνθρωπος, δεν αρνιέται στον Ψυχάρη τον ρόλο ενός μεγάλου Εθνικού Οδηγού κι ενός πνευματικού αναμορφωτή, που με μια και μόνο γροθιά γκρέμισε τα τείχη της πνευματικής μας σκλαβιάς, άνοιξε το δρόμο της νέας Ελλάδας προς τη ζωή και την αναγέννηση, κι έστησε στο δρόμο αυτό δείχτες που ακόμη δείχνουν με γράμματα ολοκάθαρα προς ένα ελπιδοφόρο, κι απλησίαστο ακόμη από τον ελληνισμό, μέλλον».
{…} «Και το βιβλίο αυτό, μ’ όλα όσα μπορεί κανείς σήμερα να του παρατηρήσει, ήταν την εποχή εκείνη ένας απροσδόκητος θρίαμβος της ‘αυτόνομης δημοτικής’, θρίαμβος γραμματικός μαζί κι εκφραστικός, γλωσσολογικός και πνευματικός. Ιδέα και πράξη σφιχτοζευγαρωμένες στην εντέλεια». Το ‘Ταξίδι’ έπεισε τους νέους λογοτέχνες του 1890 πως μπορούσε να υπάρξει, πως υπήρχε κιόλας ‘έτοιμη’ μια τέλεια, μια πλούσια, μια παραστατική και πολύχυμη δημοτική γλώσσα – και πίσω από τη γλώσσα, ένας ζωντανός λαός, πανάρχαιος και μοντέρνος μαζί, που ζητούσε επιτέλους να εκφραστεί και να δημιουργήσει τον πολιτισμό του με τα δικά του υλικά».
Η φιλολογική κατάρτηση του Ψυχάρη ήτανε βαθιά και πλατιά. Είχε μελετήσει τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, ήταν εξοικειωμένος με τη Λατινική λογοτεχνία, καθώς και με τη γαλλική και γερμανική. Ομολογουμένως, σε αυτό τον βοήθησε το γεγονός ότι έζησε στη Γαλλία, η οποία την περίοδο εκείνη ήταν το πνευματικό κέντρο της Ευρώπης.
Σύγχρονοι γλωσσολόγοι αποφαίνονται πως ο Γιάννης Ψυχάρης, αν και ζούσε στη Γαλλία, υπήρξε απόστολος του δημοτικισμού, καθότι στο έργο του είχε την ικανότητα να συνδυάσει την επιστημονική σκέψη με τη λογοτεχνία αναφορικά με το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα.
Το βιβλίο του ‘Το ταξίδι μου’, το σπουδαιότερο βιβλίο του Γιάννη Ψυχάρη, συνεχίζει να θεωρείται ένα έργο-σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών Γραμμάτων, το οποίο τον είχε καταστήσει ηγετική μορφή στον αγώνα για την επίλυση του γλωσσικού ζητήματος στην Ελλάδα κατά τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Βέβαια, ως πρωτοπόρος γλωσσολόγος δεν απέφυγε κάποιες γλωσσικές ακρότητες στον αγώνα του για την επικράτηση της δημοτικής, όπως οι ακόλουθες λέξεις που χρησιμοποίησε: φημερίδα, περκεφαλιά, πρόχερος, ύποφτος, πνεματικό ρέμα, συγραφιάδες, να ξεδικηθεί, κλασικάδα, κ.ά.
Αυτές ήταν οι εξαιρέσεις. Στην ιστορία όμως της νεοελληνικής λογοτεχνίας ο Γιάννης Ψυχάρης αποτελεί ηγετική μορφή στον αγώνα για τη λύση του γλωσσικού ζητήματος που ταλάνισε την Ελλάδα για δεκαετίες.
Από τη Γαλλία, με την ιδιότητα του λογοτέχνη και του γλωσσολόγου, συνέβαλε περισσότερο από τους συμπατριώτες του που ζούσαν στην Ελλάδα, στη συνειδητοποίηση πως η δημοτική είχε τις δυνατότητες, όχι μόνο να συμβάλει στην ανανέωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και να καταστεί η επίσημη γλώσσα του έθνους μας.
Το 1976 ο Υπουργός Παιδείας Ράλλης εισηγήθηκε, και η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποφάσισε το 1977 τη χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους.