ΕΝΑ φλας μπακ στην εδώ -και όχι μόνο- ζωή μου, έκανα τις τελευταίες εβδομάδες.

ΤΗΝ ευκαιρία να επισκεφθώ το παρελθόν και να θυμηθώ πρόσωπα και γεγονότα που είχε σκεπάσει η σκόνη του χρόνου, μου την έδωσε το αφιέρωμα για τα 60 χρόνια του «Νέου Κόσμου», που θα δημοσιευτεί την ερχόμενη Πέμπτη.

ΚΑΙ το αφιέρωμα ήταν η αρχή, γιατί το ψάξιμο που ακολούθησε για άντληση πληροφοριών, ιδεών και φωτογραφιών, πήρε το δικό του δρόμο…

ΚΑΙ δεν θα μπορούσε, βέβαια, να γίνει διαφορετικά, όταν ένας «χύμα» και ανοργάνωτος άνθρωπος σαν εμένα, καταφεύγει στα… αρχεία του για να «φωτιστεί» και να βρει υλικό.

ΑΥΤΟ από μόνο του μοιάζει με ανέκδοτο για όσους με ξέρουν έστω και λίγο.

ΚΑΙ όσο έψαχνα τόσο περισσότερο ξεστράτιζα και άκρη δεν έβρισκα, αφού το κάθε τι που αναζητούσα είχε βολευτεί όπως μπορούσε, επιλέγοντας τον δικό χώρο για να περνά απαρατήρητο…

ΑΝΤΕ τώρα εσύ να βρεις σε ποιο κουτί, σε ποιο ντοσιέ και σε ποιο συρτάρι ήταν οι φωτογραφίες, οι σημειώσεις και τα παλιά άρθρα που έψαχνες…

ΠΟΛΛΑ τα κουτιά, περισσότερα τα συρτάρια, εκατοντάδες οι φωτογραφίες και λίγο το μυαλό. Δύσκολα…

ΤΕΛΙΚΑ, μπορεί να μη βρήκα ακριβώς αυτά που έψαχνα, αλλά βρήκα και καταπιάστηκα με πρόσωπα και θέματα που, ναι μεν, ήταν «αποθηκευμένα» στη μνήμη μου, αλλά, είχα ξεχάσει την ύπαρξή τους.

ΠΕΝΤΕ λέξεις, ένας τίτλος και τα πρόσωπα μιας φωτογραφίας μου έδιναν την ευκαιρία να θυμηθώ γεγονότα που ήταν δεκαετίες ολόκληρες ξεχασμένα.

ΟΛΑ αυτά, όμως ,που έγραψα -συνολικά πέντε διαφορετικά κομμάτια για την ιστορία της εφημερίδας και της παροικίας- θα τα διαβάσετε όσοι θέλετε την επόμενη Πέμπτη.

ΣΗΜΕΡΑ, αποφάσισα να γράψω δυο κουβέντες για τους ξεχασμένους… θησαυρούς που βρήκα στα κουτιά που ήταν γεμάτα, κυρίως, από δικές μου φωτογραφίες που δεν είχαν και καμιά σχέση με το αφιέρωμα.

ΕΚΤΟΣ από τις πολλές φωτογραφίες, βρήκα λίγες σημειώσεις και ακόμα λιγότερες… ερωτικές επιστολές. Καταγινόμασταν και με αυτό το ξεχασμένο πια σπορ τους καιρούς εκείνους…

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ορισμένες από τις επιστολές αυτές, που είχαν γραφτεί πριν 20 και 30 χρόνια, δεν πίστευα ότι ήταν γραμμένες από μένα.

ΑΝΑΡΩΤΙΟΜΟΥΝ, λοιπόν, αν είναι δυνατόν να έγραφα εγώ αυτά που διάβαζα. Τόσο περίεργα και ξένα μου φαίνονταν σήμερα.

ΛΕΣ και τα είχε γράψει ένας άλλος άνθρωπος. Και, όμως, ο γραφικός χαρακτήρας ήταν δικός μου και οι επιστολές έφεραν το όνομά μου.

ΔΕΝ ξέρω τι περνά από το δικό σας το μυαλό όταν μετά από πολλά χρόνια κοιτάζετε φωτογραφίες από το γάμο σας, για παράδειγμα, αλλά εγώ ακόμα δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι κάποτε παντρεύτηκα, παρά το γεγονός ότι είχα παντρευτεί και δύο φορές.

ΕΤΣΙ, όταν ψάχνοντας για κάτι άλλο, πέφτω πού και πού πάνω σε φωτογραφίες των γάμων μου, νομίζω ότι πρόκειται για το γάμο κάποιου άλλου και εγώ είχα βρεθεί εκεί ως προσκεκλημένος…

ΤΟ καλό με τις φωτογραφίες είναι ότι δεν θυμάσαι μόνο ανθρώπους και φίλους που βλέπεις, αλλά ότι σου δίνουν τη δυνατότητα να ανακαλέσεις στη μνήμη σου και όλα όσα σχετίζονται με τα πρόσωπα που εικονίζονται και την εποχή που τραβήχτηκε η φωτογραφία.

ΟΛΕΣ αυτές οι καταγραφές είναι αποθηκευμένες στη μνήμη και αναζητούν μια ευκαιρία για να αναδυθούν έστω για λίγο από την καταπακτή της λήθης.

ΑΜΕΤΡΗΤΕΣ ώρες πέρασα κοιτάζοντας φωτογραφίες που είχα πολλά χρόνια να δω και ενώ τις έβλεπα, σκεφτόμουν αν θα μου δοθεί μια παρόμοια ευκαιρία για να τις ξαναδώ όσο ζω…

ΑΥΤΟ δεν συμβαίνει μόνο με τις φωτογραφίες, βέβαια, αλλά και με πολλά μικροπράγματα που κρατάμε ενθύμια στο σπίτι και την ύπαρξη των οπίων έχουμε ξεχάσει, μέχρι που τυχαία τα βρίσκουμε σε κάποιο συρτάρι ή ντουλάπι της κουζίνας που τα έχουμε καταχωνιάσει…

ΚΑΙ αναφέρομαι σε μικροπράγματα που κρατήσαμε πριν δεκαετίες, όταν ακόμα είμαστε «άλλοι» άνθρωποι. Πραγματάκια που τότε μας «έλεγαν» κάτι και τώρα δεν μας λένε τίποτα.

ΤΟ τι είδαν τα μάτια μου και τι θυμήθηκα σεργιανίζοντας στο ξεχασμένο παρελθόν της ζωής μου δεν λέγεται…

ΞΑΝΑΘΥΜΗΘΗΚΑ τόπους, χώρες, ανθρώπους, καλές και δύσκολες στιγμές από τα ταξίδια που έκανα.

ΞΑΝΑΤΑΞΙΔΕΨΑ για λίγο, έστω και νοερά, από την μια άκρη στην άλλη στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και ξαναεπισκέφθηκα την έρημο της Αριζόνας, την Κοιλάδα του Θανάτου στην Καλιφόρνια και την αξέχαστη Νέα Υόρκη.

ΚΑΙ μιας και βρέθηκα εκεί, πέρασα μια βόλτα από το Μεξικό και τους καταρράκτες του Νιαγάρα στον Καναδά.

ΜΕΓΑΛΑ και δύσκολα ταξίδια ήταν όλα αυτά, όπως μεγάλα και αξέχαστα ήταν και τα τρία ταξίδια στην Κεντρική και Νότια Αμερική λίγα χρόνια αργότερα.

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ το τελευταίο ταξίδι στη Νότια Αμερική το 2010, δεν το χόρταινα βλέποντας προχθές τις φωτογραφίες.

ΣΤΟ ταξίδι αυτό που άρχισε από την Κολομβία και τελείωσε στη νότια Χιλή, ακολουθήσαμε την οροσειρά των Άνδεων. Μια εκπληκτική διαδρομή έξι χιλιάδων χιλιομέτρων, σε υψόμετρο από 2.000 έως 5.000 μέτρα.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, μιας και έβρισκα τις φωτογραφίες μπροστά μου, ταξίδεψα στην Ευρώπη, την Ελλάδα και, βεβαίως, πολλές φορές στην έρημο της Αυστραλίας – τη μεγάλη μου αγάπη…

ΚΑΙ ενώ βρισκόμουν σε ταξιδιωτική διάθεση, πού και πού έπεφτα πάνω και σε κάποια εντελώς άσχετη φωτογραφία από άλλο επεισόδιο.

ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ στη φωτογραφία που δημοσιεύω στη σημερινή στήλη και η οποία βρέθηκε μαζί με τις φωτογραφίες από το ταξίδι στην Αμερική.

ΛΟΙΠΟΝ, η φωτογραφία που βλέπετε έχει τραβηχτεί τουλάχιστον πριν 40 χρόνια και, αν δεν κάνω λάθος, το 1975 στο αεροδρόμιο της Μελβούρνης, όταν οι τότε εδώ φίλοι του ΚΚΕ (εσωτερικού) πήγαν στο αεροδρόμιο για να υποδεχτούν τον Αλέξη Παπαλεξίου.

Ο Παπαλεξίου είχε εκλεγεί βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης το 1963 με την ΕΔΑ και ήταν ένας από τους λίγους πολιτευτές της μετέπειτα ανανεωτικής Αριστεράς, όπως αποκαλείτο τότε, και ο πρώτος Έλληνας πολιτευτής που είχε έλθει στην Αυστραλία μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην πατρίδα μας.

ΕΠΕΙΔΗ την εποχή εκείνη εγώ ήμουν και γραμματέας της εδώ οργάνωσης των φίλων του κόμματος, τον φιλοξένησα και ένα δεκαήμερο στο σπίτι μου και τον γνώρισα από πολύ κοντά.

Ο Παπαλεξίου ήταν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους της Αριστεράς που με είχαν εντυπωσιάσει και ένας από τους τρεις, όλους κι όλους που εκτιμούσα -οι άλλοι δύο ήταν ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Μπάμπης Δρακόπουλος- και με τον οποίο είχα διατηρήσει καλές σχέσεις και έβλεπα όταν πήγαινα στην Ελλάδα.

ΕΝΑ βράδυ, λοιπόν, τα χρόνια εκείνα και ενώ συζητούσαμε για το Κομμουνιστικό Κόμμα, την τραγωδία του Εμφυλίου και το μέλλον της Αριστεράς, του εξέφρασα τις ανησυχίες μου για την κατάσταση, τονίζοντας ότι δεν βλέπω να γίνεται τίποτα και τζάμπα αγωνιζόμαστε.

ΜΕ άκουσε προσεκτικά και μου είπε την εξής ιστορία: «Την ίδια ακριβώς ερώτηση έθεσα και εγώ στον εαυτό μου πριν 30 χρόνια ως θανατοποινίτης στις φυλακές της Κοζάνης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.

ΚΑΘΕ Σάββατο πρωί έξω από την φυλακή γινόταν μια λαϊκή αγορά. Ένα τέτοιο πρωί και ενώ οκτώ από εμάς τους θανατοποινίτες περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή να μας οδηγήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα, άκουγα το τι συζητούσαν οι μικροπωλητές του παζαριού μεταξύ τους και με πελάτες τους.

ΚΑΙ δεν αναφέρομαι μόνο στις ανήκουστες ύβρεις εναντίον μας, αλλά και στις συζητήσεις τους για το πώς έβλεπαν και σχολίαζαν όσα γίνονταν γύρω τους. Αναρωτήθηκα, λοιπόν, πολλές φορές αν αξίζει ο κόπος να θυσιαστεί κάποιος για τέτοιους ανθρώπους. Απάντηση δεν πήρα και το εκτελεστικό απόσπασμα περίμενε…».

ΤΕΛΙΚΑ, όπως μου είπε στη συνεχεία, αυτός και ένας ακόμα δεν εκτελέσθηκαν και μεταφέρθηκαν σε μια άλλη φυλακή που δεν γινόταν δίπλα της παζάρι…