Από τη στήλη αυτή πριν από λίγες εβδομάδες έκανα μια συνοπτική αναφορά στη διαχρονική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, καθώς και στη συμβολή του Αδαμάντιου Κοραή και του Γιάννη Ψυχάρη στη διαμόρφωση της Νεοελληνικής.
Σήμερα θα αναφερθώ στη ζωή και στο έργο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, καθότι έχει συμβάλει στην επικράτηση της δημοτικής με πολλούς τρόπους, ένας από τους οποίους είναι η Νεοελληνική Γραμματική που χρησιμοποιείται στην εκπαίδευση στην Ελλάδα και στην ελληνική διασπορά, η οποία είναι αναπροσαρμογή της δικής του Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής.
Το δικό μου αντίτυπο του εν λόγω βιβλίου έχει τον τίτλο «Νεοελληνική Γραμματική, Αναπροσαρμογή της Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη», Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα 1978. Καθώς η έκδοση αυτή κυκλοφόρησε πριν από την υιοθέτηση του μονοτονικού συστήματος το 1982, είναι γραμμένη στο πολυτονικό σύστημα.
Ο Μ. Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1883, όπου τελείωσε το Βαρβάκειο Γυμνάσιο. Με παρότρυνση του πατέρα του το 1900 γράφτηκε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επειδή όμως τα ενδιαφέροντά του στρέφονταν γύρω από τη φιλολογία, σύντομα μεταγράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, στην οποία είχε την τύχη να έχει καθηγητή τον γλωσσολόγο Γεώργιο Χατζηδάκι, ο οποίος τον μύησε στην επιστήμη της γλωσσολογίας.
Παρά το γεγονός ότι την εποχή εκείνη η καθαρεύουσα ήταν η γλώσσα του κράτους, της εκπαίδευσης και των εφημερίδων, ο Τριανταφυλλίδης ήταν της γνώμης πως μόνο αν επικρατούσε η δημοτική θα μπορούσε το έθνος να αφυπνισθεί, καθότι δεν θα υπήρχε το μεγάλο γλωσσικό χάσμα μεταξύ του λαού από τη μια, και των διανοουμένων και των δημοσίων υπηρεσιών από την άλλη.
Το 1905 ο Τριανταφυλλίδης πήγε στην Γερμανία για περαιτέρω σπουδές, έχοντας προηγουμένως δημοσιεύσει τον πρώτο τόμο του βιβλίου του «Ξενηλασία ή ισοτέλεια;». Στο βιβλίο εκείνο σχολίαζε επικριτικά τη χρήση ξένων λέξεων στην ελληνική γλώσσα. Μολονότι όμως δημοτικιστής ο ίδιος, το βιβλίο ήταν γραμμένο στην καθαρεύουσα, προφανώς για να διαβασθεί από τους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής εκείνης. Στην Γερμανία ο Τριανταφυλλίδης σπούδασε στα πανεπιστήμια του Μονάχου και της Χαϊδελβέργης, και μεταξύ των καθηγητών του κάποιοι ήταν από τα μεγαλύτερα πνεύματα της φιλολογίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα γλωσσολογίας, βυζαντινολογίας, αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, φιλοσοφίας και παιδαγωγικής, και το 1909 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Μελέτες για τις δάνειες λέξεις της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής φιλολογίας».
Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ
Ο Μ. Τριανταφυλλίδης ήταν ιδρυτικό μέλος του φιλολογικού σωματείου των δημοτικιστών «Εκπαιδευτικός Όμιλος», ο οποίος ιδρύθηκε το 1910, και απαρτιζόταν από λογοτέχνες, παιδαγωγούς και καθηγητές, όπως ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Ίων Δραγούμης, κ.ά.
Ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» αποσκοπούσε όχι μόνο στη σύσταση ενός πρότυπου δημοτικού σχολείου, αλλά και στη συγγραφή διδακτικών βιβλίων και σχολικών βοηθημάτων στη δημοτική γλώσσα, καθότι πίστευε ακράδαντα πως μόνο αν εφαρμοζόταν η δημοτική στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση θα μπορούσε να αναμορφωθεί συνολικά η ελληνική Παιδεία.
Πράγματι, το 1911 ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» εξέδωσε μια σειρά από διδακτικά και εκπαιδευτικά βιβλία, στη συγγραφή των οποίων ο γλωσσολόγος Τριανταφυλλίδης συνέβαλε σημαντικά. Είχε πλέον επιστρέψει οριστικά στην Αθήνα, και είχε γίνει ο πνευματικός αρχηγός του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Το 1913 συνέβαλε σημαντικά στη σύνταξη του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης, μια προσπάθεια που είχε ξεκινήσει νωρίτερα, και πήρε την οριστική της μορφή με τη συνεργασία του Τριανταφυλλίδη.
Όταν η Κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1917 καθιέρωσε με νομοθετικό διάταγμα τη δημοτική ως γλώσσα χρήσης και διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, και άρχισαν να γράφονται τα πρώτα αναγνωστικά βιβλία στη δημοτική, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης είχε αναλάβει την ευθύνη του επόπτη για τα βιβλία εκείνα.
Η ήττα του Ε. Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό εκείνης της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, καθώς η νέα Κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη το 1921 εισηγήθηκε σε σχετική της έκθεση «να πεταχτούν τα βιβλία έξω από τα σχολεία και να καούν στην πυρά!». Παράλληλα, οι δημοτικιστές απομακρύνθηκαν από οποιανδήποτε θέση ευθύνης, και για τρία χρόνια επικράτησε ξανά ο καθαρευουσιανισμός στον χώρο της βασικής εκπαίδευσης.
Ο ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Μετά την αποτυχία εκείνης της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης ο Τριανταφυλλίδης αναχώρησε για τη Γερμανία, όπου παρέμεινε από το 1921 ως το 1923. Στην Ελλάδα επέστρεψε τον Ιούλιο του 1923, όταν ανακοινώθηκε ο διορισμός του στο Λαογραφικό Αρχείο.
Το 1926 ο Μ. Τριανταφυλλίδης έγινε τακτικός Καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, στο οποίο είχε τη δυνατότητα να διδάξει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στους φοιτητές του, οι οποίοι σταδιακά θα γίνονταν οι φορείς για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση και στις δημόσιες υπηρεσίες.
Το 1935 παραιτήθηκε από τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα για να αφοσιωθεί απερίσπαστος πλέον στην εκπόνηση του σημαντικότερου έργου του, τη Νεοελληνική Γραμματική, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι βάση της γραπτής γλώσσας έπρεπε να είναι μια γραμματική της δημοτικής, συμπληρωμένη με κάποιους λόγιους τύπους, για την πληρέστερη δομή της.
Το 1938 ο Ιωάννης Μεταξάς συγκρότησε μια επιτροπή για την οριστική διατύπωση της γραμματικής της δημοτικής, και τοποθέτησε τον Μ. Τριανταφυλλίδη ως Πρόεδρό της, αναγνωρίζοντας πως ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά εκείνη, μιας και ήταν μετριοπαθής δημοτικιστής, και απέφευγε τις γλωσσικές ακρότητες των ριζοσπαστικότερων ομοϊδεατών του.
Ο Τριανταφυλλίδης, αφήνοντας κάθε άλλη δραστηριότητά του, αφοσιώθηκε στη σύνταξη της Γραμματικής, στηριζόμενος κατά κύριο λόγο στη λαϊκή γλώσσα, χωρίς όμως να αποκλείει και γραμματικούς τύπους που είχαν καθιερωθεί από την καθαρεύουσα.
Πράγματι η «Νεοελληνική Γραμματική» του, που εκδόθηκε το 1941, στηρίζεται στη λαϊκή γλώσσα, δεν απορρίπτει ωστόσο ένα είδος λεξιλογίου που αντλούσε την ύπαρξή του από την καθαρεύουσα, μια διαμορφωμένη γλωσσική πραγματικότητα που ακόμα και ο Τριανταφυλλίδης παραδεχόταν πως δεν μπορούσε ουσιαστικά να την αγνοήσει. Εξάλλου γνώριζε πως μόνο έτσι θα γινόταν αποδεκτό το πόνημά του.
Μετά την παράδοση στη δημοσιότητα της Γραμματικής του ο Τριανταφυλλίδης δεν έπαψε να προσφέρει στον τομέα της γλωσσικής έρευνας, καθώς και στον τομέα της γλωσσικής διαφώτισης του κοινού και των επιστημόνων.
Το 1945 ταξίδεψε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε για ένα τρίμηνο, μελετώντας τα εκπαιδευτικά ζητήματα του εκεί απόδημου ελληνισμού, δεδομένου ότι και η ομογένεια εκτός Ελλάδας τον απασχολούσε πολύ, τόσο ερευνητικά όσο και εκπαιδευτικά.
Εξάλλου δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη συστηματική διδασκαλία της νεοελληνικής σε ομογενείς και ξενόγλωσσους, με άλλα λόγια για τη μετάβαση από τη διδασκαλία της ελληνικής ως μητρικής γλώσσας στη διδασκαλία της ως δεύτερης ή και ξένης γλώσσας.
Είναι αξιοπαρατήρητο το γεγονός ότι το 1949, με άλλα λόγια την τελευταία χρονιά του εμφυλίου πολέμου, εξέδωσε τη «Μικρή Νεοελληνική Γραμματική», η οποία είναι η επιτομή της μεγάλης «Γραμματικής», και η οποία αποτελεί τη βάση της σύγχρονης Νεοελληνικής Γραμματικής.
Ο Τριανταφυλλίδης σκέφτηκε και το μέλλον της γλωσσικής παιδείας στην Ελλάδα, ιδρύοντας το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο οποίο δόθηκε η πρόσθετη προσωνυμία «Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη». Στο ίδιο πανεπιστήμιο ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης άφησε την περιουσία του, με την προοπτική να δημιουργηθεί το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής, το οποίο συνεχίζει τη μεγάλη πνευματική κληρονομιά του με σοβαρό εκπαιδευτικό και επιμορφωτικό έργο.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης υπήρξε εμβριθής μελετητής της ελληνικής γλώσσας, πρωτοποριακός διδάσκαλος, και υπέρμαχος της Νεοελληνικής, με κύριο μέλημά του τη σωστή γλωσσική παιδεία των Ελλήνων.
Καταξιωμένος γλωσσολόγος, και ουσιαστικός αρχιτέκτονας της νεοελληνικής γραμματικής, καθώς και άξιος συνεχιστής του γλωσσικού έργου του Αδαμάντιου Κοραή και του Γιάννη Ψυχάρη, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης δίκαια τιμάται από τις νεότερες γενιές των επιστημόνων και λογίων ως μια ηγετική πνευματική μορφή της Ελλάδας.
Πέθανε στην Αθήνα στις 20 Απριλίου του 1959 σε ηλικία 76 ετών.