Το ελληνικό θαύμα της αρχαιότητας, ο χρυσός αιώνας που γέννησε τη Δημοκρατία (ο Έλληνας ήταν πάντα ανένταχτος και ατίθασος), η γένεση της ποίησης και φιλοσοφίας, των τεχνών, των φυσικών επιστημών, της ρητορικής, των μαθηματικών, της ιστορίας, της γεωγραφίας, της αστροφυσικής και ό,τι τέλος πάντων μας άφησαν κληρονομιά οι Έλληνες εδώ και 3000 χρόνια, δεν ήταν μόνον αποτέλεσμα κάποιας περιόδου όπου ο πλούτος συγκεντρώθηκε στα ταμεία της κυρίαρχης Αθήνας (κάποιοι την αποκάλεσαν και ιμπεριαλιστική), αλλά κυρίως της συνειδητής και συστηματικής ευεργεσίας των αρχαίων μας παππούδων, οι οποίοι είτε ως χορηγοί είτε ως μαικήνες συνέδραμαν οικονομικά και στήριζαν με την πρόνοια και την στοργή τους τις επιστήμες και τα γράμματα και τη διάχυση του πολιτισμού και την απόκτηση της μορφωτικής καλλιέργειας από όλους τους ενεργούς πολίτες. Στην ευεργεσία των πολιτών στηριζόταν το ισχυρό ναυτικό, η δύναμη του ιππικού, η ανέγερση μνημείων. Στην ευεργεσία στηριζόταν η ανάδειξη των έργων των μεγάλων τραγικών μας ποιητών, από τους χορηγούς εξαρτιόνταν ο αθλητισμός και οι επιδόσεις, η συγγραφή έργων, η καλλιέργεια των επιστημών.
Στη γενναιοδωρία χορηγών, πολιτών της Αθήνας στηρίχθηκε, όπως θα δούμε η ίδρυση και λειτουργία του πρώτου και αρχαιότερου Πανεπιστημίου του κόσμου, σε ένα αγρόκτημα έξω από την τότε Αθήνα (στα σύνορα με το σημερινό Αιγάλεω) και στην ευεργεσία ενός μεγάλου στρατηλάτη στηρίχθηκε και το δεύτερο αρχαιότερο Πανεπιστήμιο στον κόσμο, επίσης στην Αθήνα. Αθλητικοί και θρησκευτικοί αγώνες, λαϊκές εορτές, πανηγύρεις, ναύσταθμοι, κτήρια διοίκησης είχαν τη σφραγίδα του ευεργετισμού και της γενναιοδωρίας. Άκρως θρησκευόμενοι οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν με περισσή πίστη τους θεούς τους και πλουσιοπάροχα προσέφεραν σε ό,τι ήταν αφιερωμένο σε αυτούς. Έτσι γεννήθηκε προς τιμήν του Διονύσου (του επίγειου αυτού θεού) το θέατρο και η ποίηση που στήριζαν οι θεοσεβείς εκατομμυριούχοι Αθηναίοι της εποχής και οι άλλες λατρευτικές εκδηλώσεις αφιερωμένες στην επίσης επίγεια θεά, τη Δήμητρα. Έτσι προικίστηκαν οι ιστορικοί της αρχαιότητας και ο δεύτερος μεγάλος μαθητής του Σωκράτη, ο Ξενοφών, ο οποίος δεν είχε βέβαια τη φοβερή εξυπνάδα του συμμαθητή του Πλάτωνα, ωστόσο διακρίθηκε και αυτός ως ιστορικός της Ανάβασης και συγγραφέας έργων που σχετίζονταν με την ιππασία και το κυνήγι.
Σωστά σκέφτεται ο λαός όταν λέει ότι αγάπη έχεις όταν τη δείχνεις, δυνατός είσαι όταν δείχνεις τη δύναμή σου, πλούσιος είσαι όταν τα πλούτη σου τα κάνεις και κτήμα του λαού από τον οποίον τα δημιούργησες. Διαφορετικά ούτε αγάπη έχεις ούτε δύναμη, ούτε χρήμα. Η συγκέντρωση πλούτου ως αυτοσκοπός ήταν κολάσιμη πράξη κατά τον Αριστοτέλη. Το να συγκεντρώνεις χρήματα και κτήματα και πλούτη ως σκοπό ζωής είναι ηλιθιότητα έλεγε ο Αριστοτέλης. «Είμαστε προσωρινοί διαχειριστές ξένων περιουσιών. Τίποτε δεν μάς ανήκει στη ζωή αυτή. Γυμνοί ερχόμαστε και γυμνοί φεύγουμε» είπαν και ο Αριστοτέλης και ο Σεφέρης. Ο «money-maker», έλεγε με τον τρόπο του ο Αριστοτέλης, δεν έχει κοινωνικό πρόσωπο και πρέπει να τον εντάξουμε τελευταίο στην κοινωνική τάξη της Αθήνας, κάτω από τον φιλόσοφο, τους δέκα στρατηγούς, του δασκάλους ακόμη και τους Σκύθες αστυνομικούς της εποχής. Βέβαια, τότε ανάμεσα στους άκρως θρησκευόμενους αρχαίους Έλληνες, υπήρχαν αξιοσέβαστοι και θεοσεβείς ιερείς, αλλά δεν υπήρχε τότε τάξη κληρικών. Δεν υπήρχε κλήρος ως κοινωνική τάξη, όπως υπάρχει σήμερα. Και τούτο γιατί οι ιερείς της αρχαίας Ελλάδας δεν έφεραν πάνω τους τη «δύναμη» της διαδοχής, δεν ήσαν οι διάδοχοι των Θεών, ήσαν απλώς οι υπηρέτες τους. Σήμερα υπάρχει τάξη κλήρου γιατί ισχύει το σύστημα της διαδοχής, οι ιερείς είναι οι διάδοχοι του Χριστού επί της γης, αυτοί μπορούν να συγχωρούν ή να καταδικάζουν!
Ας επανέλθουμε στον ευεργετισμό και την ίδρυση του αρχαιότερου παγκοσμίως Πανεπιστημίου στην Αθήνα από τον Πλάτωνα. Μία ριψοκίνδυνη απόφαση του Πλάτωνα το 388 π.Χ. τον έφερε στις Συρακούσες, στην πόλη των δισεκατομμυριούχων της τότε Δύσης, στην αυλή του επικρατέστερου ανδρός της τότε Εσπερίας, του τυράννου Διονυσίου. Ο Πλάτων είχε αποδεχθεί πρόσκληση του νάρκισσου αυτού και απρόβλεπτου ηγέτη, ώστε να μάθει γράμματα στον γιο του, που επίσης ονομαζόταν Διόνυσος. Όταν όμως ο Πλάτων περιέγραψε την άσωτη ζωή της νεόπλουτης ελληνικής μπουρζουαζίας στη Σικελία με χρώματα όχι κολακευτικά και αποκάλυψε ότι στα σπίτια τους επικρατεί η λαιμαργία, η επίδειξη και ότι σπάνια τα βράδια κοιμούνται χωρίς ξένη συντροφιά, ο τύραννος Διόνυσος τον απέλασε παραδίδοντάς τον σε ένα Λάκωνα πρέσβυ, με οδηγίες να τον ξεφορτωθεί. Ο Σπαρτιάτης πρέσβυς υπακούοντας (διπλωματία σημαίνει άκρατη υπακοή) στις εντολές του Διονυσίου τον παρέδωσε στα σκλαβοπάζαρα της Αίγινας, δηλαδή της ορκισμένης εχθρής νήσου των Αθηναίων, προκειμένου όχι να πουληθεί ως σκλάβος, αλλά να θανατωθεί. Οι Αιγινίτες είχαν πάρει απόφαση να εκτελούν κάθε Αθηναίο που έβρισκαν στο νησί τους. Στο σκλαβοπάζαρο όμως αυτό τυχαία βρέθηκε κι ένας ηδονιστής φιλόσοφος από την Κυρήνη, ο Αννίκερης, ο οποίος παρά το γεγονός ότι παλαιότερα ο Πλάτων είχε επικρίνει την κενοφιλοσοφία του και τον θεωρούσε εχθρό του, ωστόσο ένιωσε μεγάλη οδύνη για την τύχη του Πλάτωνα και τον εξαγόρασε ως σκλάβο του, τον έβαλε στο πλοίο και τον έστειλε στην Αθήνα.
Ο Πλάτων κατέφυγε τότε στους συμπολίτες Αθηναίους, χορηγούς και ευεργέτες της πόλης, προκειμένου να συγκεντρώσει τα χρήματα-λύτρα που κατέβαλε ο Κυρηναίος φιλόσοφος Αννίκερης, ώστε να τον αποπληρώσει. Τα χρήματα συγκεντρώθηκαν χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, γιατί έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης τους και όταν ο Αννίκερης αρνήθηκε να δεχτεί τα χρήματα, ο Πλάτων αγόρασε με τα χρήματα που συγκέντρωσε ένα μικρό πάρκο ένα μίλι έξω από τα δυτικά τείχη της Αθήνας, δίπλα σχεδόν στο μνημείο του τοπικού ήρωα Ακάδημου. Εκεί δημιούργησε ο Πλάτων το πρώτο Πανεπιστήμιο του Δυτικού κόσμου, την Ακαδημία. Ένα πανεπιστήμιο που διήρκεσε 900 χρόνια, μέχρι την εποχή δηλαδή που το 529 μ.Χ. ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός ισοπέδωσε και έκλεισε όλες τις σχολές που δίδασκαν παγανιστική φιλοσοφία.
Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο γηραιός πλέον και εργένης Πλάτων παρέδιδε την Ακαδημία όχι στον καλύτερο και αξιότερο μαθητή του, τον Αριστοτέλη, αλλά στον ανεψιό του Σπεύσιππο, ο Αριστοτέλης, το υπεράνθρωπο αυτό μυαλό της φιλοσοφίας και της τελεολογικής βιολογίας της ανθρωπότητας, ο πατέρας των επιστημών, ακόμη και της ατομικής επιστήμης, πικραμένος διέφυγε πρώτα στη Μικρά Ασία, μετά στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στη Μακεδονία για να διδάξει ήθος και αρετή στον Αλέξανδρο τον Μέγα. Το 335 π.Χ. ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθήνα και όταν ο μαθητής του, αυτοκράτορας της οικουμένης Αλέξανδρος ο Μέγας, πληροφορήθηκε τα σχέδιά του να ιδρύσει εκεί στην Αθήνα, αυτός ο μη Αθηναίος, ένα δεύτερο πανεπιστήμιο, κοντά στο πάρκο όπου βρισκόταν ο ναός του Λυκείου Απόλλωνα, του έστειλε απλόχερα τη χορηγία του. Προίκισε τον δάσκαλό του, ως ευεργέτης των γραμμάτων ο Μακεδόνας στατηλάτης, έστειλε στον Αριστοτέλη τα έξοδα για να κτισθούν οι εγκαταστάσεις του Λυκείου Πανεπιστημίου, όπου διδάσκονταν οι επιστήμες της φιλοσοφίας, της λογικής, ποίησης, ρητορικής, ηθικής, πολιτικών επιστημών, φυσικών επιστημών, μεταφυσικής και βιολογίας. Παρέθετε εκεί στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις του Λυκείου επιτηδευμένα συμπόσια, περιπάτους γόνιμους και πάντα ο μέγας δάσκαλος ήταν καλοντυμένος. Στον ανύπαντρο δάσκαλό του τον Πλάτωνα κάποτε είχε πει ο Αριστοτέλης: «Δάσκαλε, αν είσαι ανύπαντρος δεν μπορείς να είσαι καλός φιλόσοφος». Και είχε νόημα ο λόγος του. Είχε ξεπεράσει τον δάσκαλό του ο Αριστοτέλης και στν έννοια της γνώσης. «Η γνώση, δάσκαλε, δεν είναι αρκετή. Χρειάζεται εθισμός και εφαρμογή» του είχε προτείνει.
Όπως δείξαμε, στην Αρχαία Ελλάδα με τη χορηγία και τον ευεργετισμό γεννήθηκαν o ελληνικός πολιτισμός, η ελληνική σκέψη, η ποίηση, η φιλοσοφία, οι επιστήμες και τα πρώτα πανεπιστήμια. Αργότερα στην εποχή της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης, από το 13ο αιώνα και μετά, ήταν και πάλι οι αυλές των μεγάλων χορηγών, των μεγάλων ευεργετών της Ιταλίας που δέχθηκαν τους μεγάλους ποιητές, δασκάλους, διανοητές, καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, τα παιδιά του ουμανισμού, τους διωγμένους Φαναριώτες από την Κωνσταντινούπολη, που μετέφεραν στις βαλίτσες τους την αρχαία ελληνική γραμματεία, τις σημειώσεις του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα. Στις αυλές των χορηγών και στις αίθουσες των Πανεπιστημίων που λειτούργησαν, με χρήματα των μαικήνων διαμορφώθηκε το κίνημα της επιστροφής στην αρχαία Ελλάδα, στην αναγέννηση της ελληνικής σκέψης και νόησης, στην αναγέννηση τνς ελληνικής παιδείας, ένα κίνημα τροφός του δυτικού πολιτισμού, της σημερινής Ευρώπης.
Και στη διάρκεια του 18ου αιώνα με την ανάδυση του νεο-ουμανισμού και πάλι ήσαν οι χορηγοί, οι προστάτες των γραμμάτων και των επιστημών που γέννησαν τα μεγάλα κινήματα του διαφωτισμού. Οι ευεργέτες στήριξαν την ελληνική επανάσταση, οι ευεργέτες στόλισαν την Αθήνα και τις μεγάλες ελληνικές πόλεις με στάδια και κτήρια και μνημεία, οι ευεργέτες χάρισαν τα σχολεία, τα ορφανοτροφεία, τα υποβρύχια και και θωρηκτά στη μεγάλη μικρή μας πατρίδα. Και το μέγαρα και οι επαύλεις που χρησιμοποιούνται ως κέντρα διεθνών συναθροίσεων κι αυτά έργα και στοργή χορηγών και ευεργετών είναι. Και στην περίοδο της λεγόμενης κρίσης, οι ευεργέτες είναι αυτοί που ανεγείρουν περικαλλή κτήρια ως πολιτιστικά κέντρα, ως βιβλιοθήκες, ως πανεπιστημιακές σχολές στη σύγχρονη Ελλάδα.
Και στην ελληνική Διασπορά είναι και πάλι οι χορηγοί και οι ευεργέτες που καλούνται να πουν τον τελευταίο λόγο της δράσης και της καταξίωσης. Οι ευεργέτες είναι αυτοί που θα στηρίξουν την έρευνα, τη μελέτη, τις εκδόσεις, τα νοσοκομεία, τα γηριατρεία, τα κοινοτικά κτήρια, τις βιβλιοθήκες, τις ελληνικές σπουδές. Ήταν η ανιδιοτελής και υπερήφανη γενναιοδωρία του Ζήση Δαρδάλη που είχε ως αποτέλεσμα πριν μερικά χρόνια να σημειωθεί ένας πνευματικός οργασμός στη Μελβούρνη, να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν ερευνητικά κέντρα που ζημίωσε στη συνέχεια ο λεγόμενος οικονομικός ρεσιοναλισμός και ο ανθρώπινος φθόνος, να στηριχθούν γηριατρεία, νοσοκομεία, ιατρικές έρευνες, αθλητικά σωματεία. Μέσα από τη χορηγία και τον ευεργετισμό, καλούνται οι άνθρωποι που έχουν τις ικανότητες και τις δεξιότητες να συμπαραταχθούν, να συστρατεύσουν δίπλα στους ευεργέτες και στους χορηγούς και να μεταβάλλουν την ευεργεσία σε υπηρεσία προς τον λαό, τη γενναιοδωρία τους δύναμη προς ωφέλεια του Ελληνισμού. Γιατί η Ελλάδα δεν λειτούργησε ποτέ στη Διασπορά ως έθνος-κράτος αλλά ως ιδεολογία, μια ιδεολογία που γέννησε τον ευεργετισμό και τους φιλέλληνες.
Με τη βιολογική έξοδο των Ελλήνων της πρώτης γενιάς και τη διαδικτύωση της δεύτερης και τρίτης, η ίδρυση και λειτουργία ενός Κέντρου Σπουδής και Μελέτης του Ελληνισμού κρίνεται ως προοπτική άμεσης στρατηγικής. Ένα τέτοιο Κέντρο, που θα λειτουργεί μέσα στην Ομογένεια, από την Ομογένεια, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις, με κύριο μοχλό στήριξης την ευεργεσία, θα αποτελέσει τη κραταιά δύναμη έρευνας, μελέτης, σπουδής όλων των εκφάσεων που συναποτελούν και συναρπατίζουν τον Ελληνισμό, ήτοι τη λογοτεχνία του, τη γλώσσα του, την ιστορία και τον πολιτισμό του, τις εικαστικές τέχνες, τις επιστήμες, το θέατρο, τον χορό και τη μουσική του. Ένα Κέντρο, εργαστήριο επιστήμης, σχολείο μάθησης και δημιουργίας γνώσης. Ένα τέτοιο Κέντρο μπορούν να προικίσουν οι ευεργέτες της Αυστραλίας με την αγάπη τους, να το στερεώσουν και να το καταξιώσουν στα χρόνια που θα έρθουν.
*Ο Αναστάσιος Μ. Τάμης είναι καθηγητής.