Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 έφθασα στην Αυστραλία, θυμάμαι ότι όποιους συναντούσα σε φιλικά σπίτια, στο γήπεδο, στην αγορά, στα καφενεία ή τον κινηματογράφο και τους έλεγα ότι είμαι νεοφερμένος, μου έκαναν συνήθως μια ερώτηση και καπάκι μια δήλωση που δεν επιδέχονταν αμφισβήτησης.
Η ερώτηση σχετιζόταν με το «πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα» και η δήλωση, ότι «και εγώ προσωρινά έχω έλθει και ετοιμάζομαι όπου να ‘ναι να επιστρέψω…».
Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1980, το μεγάλο όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα παρέμενε ακόμα ζωντανό, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι είχαν συμπληρώσει πάνω από 30 χρόνια παραμονής εδώ.
Το όνειρο της επιστροφής στη χώρα της επαγγελίας -του παιδικού τους δηλαδή παραδείσου- άρχισε σιγά-σιγά να ξεθωριάζει όσο περνούσαν τα χρόνια και αφού ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς, είτε είχε επισκεφθεί την προγονική γη για διακοπές είτε δοκίμασε να παλιννοστήσει μετά το 1975 που παρέδωσε το πνεύμα και η χούντα των συνταγματαρχών.
Έτσι, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε μεγαλύτερη «αμαρτία» από να χαλάσεις στους συμπάροικους το όνειρο της επιστροφής. Ήταν σαν να κλέβεις εκκλησία…
Έτσι και τολμούσες να αμφισβητήσεις ότι το όνειρο της επιστροφής δεν είναι πραγματοποιήσιμο, «μαύρο φίδι που σε έφαγε».
Και εγώ το τόλμησα σε σειρά άρθρων που είχα γράψει το 1986 και εδώ και από την Ελλάδα στο περιοδικό «Παροικία», που τόλμησε να πει πράγματα έτσι όπως δεν είχαν μέχρι τότε ειπωθεί και έγραψε τη δική του ιστορία…
Έχοντας πριν λίγα χρόνια επισκεφθεί τρεις-τέσσερις φορές την πατρίδα και ζήσει το όνειρο της παλιννόστησης και τις δυσκολίες της προσαρμογής στην Ελλάδα στο τομάρι μου, έγραψα σε διάστημα ενός τριμήνου δύο ρεπορτάζ με φωτογραφίες, για τον επαναπατρισμό που απασχολούσε τους πάντες.
Μίλησα και φωτογράφισα στα αεροδρόμια της Μελβούρνης και της Αθήνας, ανθρώπους με τις βαλίτσες τους, που άλλοι έφυγαν για να εγκατασταθούν μόνιμα στην πατρίδα και άλλοι που εγκατέλειπαν για δεύτερη και τρίτη φορά την προσπάθεια της παλιννόστησης και επέστρεφαν «ζεματισμένοι» στην Αυστραλία.
Στην πρώτη σελίδα του περιοδικού είχα βάλει τον τίτλο: «Με οικονομική καταστροφή απειλούνται οι παλιννοστούντες στην Ελλάδα» και τον στήριζα σε μαρτυρίες και φωτογραφίες ονειροπόλων και παθόντων και από τα δύο αεροδρόμια.
Ο γνωστός συμπάροικος επιχειρηματίας και καλός μου φίλος, Χρήστος Μπαμπατζιάς, από το Όκλι, έκανε σε διάστημα δύο χρόνων (1986 και 1987) τρεις απόπειρες να εγκατασταθεί στην Ελλάδα!
Είχε τόση κάψα να επιστρέψει στην πατρίδα μετά από 17 χρόνια παραμονής του στη Μελβούρνη, που έστελνε τα πράγματά του με κοντέινερ πάνω-κάτω.
Φτάνοντας εκεί, μετά από λίγο καιρό -και κατόπιν της πίεσης παιδιών και συζύγου- τα έστελνε με το καράβι πίσω στη Μελβούρνη και όταν έφταναν μετά από κανένα τετράμηνο είχε μετανιώσει και τα έστελνε πίσω στον Πειραιά, ακολουθώντας τα…
Την τρίτη και «φαρμακερή» φορά, αποφάσισε να αφήσει τις αποσκευές του στην Ελλάδα και έστειλε το κοντέινερ στο χωριό του για να μην το… ταλαιπωρεί η θάλασσα. Έκτοτε βρίσκεται στη Μεγάρχη Τρικάλων…
Για να μην ξεστρατίσουμε, όμως, από την ουσία της ιστορίας, να προσθέσω ότι, τα ρεπορτάζ εκείνα της «Παροικίας» ξεσήκωσαν θύελλα διαμαρτυριών εναντίον μου και βοήθησαν να εκτιναχθεί στα ύψη η κυκλοφορία του περιοδικού.
Με την κυκλοφορία των τευχών με τα επίμαχα ρεπορτάζ, «άναβαν» τα τηλέφωνα, όχι μόνο του περιοδικού, αλλά και του «Νέου Κόσμου» και κατέφθαναν δεκάδες επιστολές αγανακτισμένων αναγνωστών που διαμαρτύρονταν.
Μεγαλύτερος χαμός είχε γίνει μόνο με δύο άλλα άρθρα που είχα γράψει το 1984 -συνοδευόμενα και αυτά από πολλές φωτογραφίες- από τους λόφους σκουπιδιών στην Αθήνα.
Σε τρεις συνεχόμενες εκδόσεις του, ο «Ν.Κ» είχε δημοσιεύσει πάνω από 30 επιστολές που μου καταλόγιζαν «τα μύρια όσα» και με κατηγορούσαν ως… ανθέλληνα.
Έκτοτε τα σκουπίδια έγιναν το αισθητικό «σήμα κατατεθέν» της χώρας και το… άρωμά τους ταλαιπωρεί ακόμα όλα τα αστικά κέντρα της Ελλάδας και όχι μόνο.
Όσο για το όνειρο του επαναπατρισμού, για τους περισσότερους, το μόνο που απέμεινε είναι μια ανάμνηση, κοντά στις τόσες άλλες αναμνήσεις, από τα παιδικά μας χρόνια…
Έτσι είναι, όμως, ο κόσμος και τα όνειρα είναι μια απαραίτητη καύσιμη ύλη της ζωής, για να συντηρούνται οι ελπίδες προκειμένου να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε όσα δεν μπορούμε ή δεν προλαβαίνουμε να ζήσουμε…
Στο μεγάλο όνειρο του επαναπατρισμού -που για τους απόδημους ισοδυναμούσε με την ιδέα της Μεγάλης Ελλάδας- οφειλόταν το ενδιαφέρον και η «κάψα» των αναγνωστών μας για τις ειδήσεις από την πατρίδα και τις πολιτικές εξελίξεις στη μητρόπολη.
Γι’ αυτό και η «στάθμη» του ενδιαφέροντος ανέβαινε κατά τη διάρκεια των σκληρών κομματικών αντιπαραθέσεων και των προεκλογικών εκστρατειών και κορυφωνόταν με την τελική αναμέτρηση των μονομάχων την ημέρα των εκλογών.
Από τις συζητήσεις που λάμβαναν χώρα σε φιλικά σπίτια, γήπεδα, καφενεία και παροικιακές εκδηλώσεις, καταλάβαινες ότι η παροικία μας συγχρονιζόταν με το «καυτό» πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στην πατρίδα την εποχή εκείνη.
Αυτό ήταν πιο ευδιάκριτο να το διαπιστώσεις κάνοντας μια βόλτα στην Lonsdale Street και περνώντας από το κατάστημα του Γιώργου Σαλαπάτα και από τα άλλα ελληνικά μαγαζιά που μεσουρανούσαν τότε στη γωνιά αυτή της Μελβούρνης.
Στου Σαλαπάτα που πήγαινε κόσμος και κοσμάκης να αγοράσει αθηναϊκές εφημερίδες, οι εκλογές στην Ελλάδα και τα «προγνωστικά» των πελατών ήταν στο επίκεντρο όλων των συζητήσεων.
Οι μόνοι που δεν λάμβαναν μέρος σε αυτές ήταν οι φανατικοί φίλαθλοι, που έρχονταν να πάρουν τις εφημερίδες τους και συζητούσαν πάντα μεγαλόφωνα για τα «ντέρμπι» και την βαθμολογική πορεία των ομάδων τους στο πρωτάθλημα.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, που ο Σαλαπάτας πωλούσε πάνω από 2.000 χιλιάδες ελληνικές εφημερίδες, η «Ομάδα» πωλούσε περισσότερες εφημερίδες από «Τα Νέα», που ήταν μακράν η πιο δημοφιλής πολιτική εφημερίδα από όσες έρχονταν εδώ.
Παράλληλα, ένα μήνα πριν τις εκλογές, αυξανόταν κατά μερικές εκατοντάδες φύλλα και η κυκλοφορία του «Νέου Κόσμου», ενώ αργά τις Δευτέρες που είχαμε και τα εκλογικά αποτελέσματα τυπώναμε 5.000 περισσότερα φύλλα που γίνονταν ανάρπαστα.
Λόγω, μάλιστα, του μεγάλου ενδιαφέροντος και της ζήτησης, πολλές φορές βγάζαμε δύο εκδόσεις: τη Δευτέρα και την Τρίτη.
Το πραγματικό, όμως, «πανηγύρι», όπου «έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα» γινόταν τις Κυριακές των εκλογών και ιδιαίτερα μετά τα μεσάνυχτα που άρχισαν να φτάνουν… τηλεφωνικά τα εκλογικά αποτελέσματα.
Από το πρωί της Κυριακής, άρχισαν να περνούν από τα γραφεία μας, όχι μόνο οι «συνήθεις ύποπτοι» -που δεν ήταν και λίγοι- αλλά και άλλοι αναγνώστες που μας ρωτούσαν «πώς πάνε τα πράγματα, πότε θα αρχίσουν να έρχονται τα αποτελέσματα», ενώ οι πιο ανυπόμονοι μας ρωτούσαν να τους πούμε «ποιο κόμμα θα κερδίσει».
Μέχρι το 1979, που ο «Νέος Κόσμος» αγόρασε την «Νέα Ελλάδα», με τα αποτελέσματα των εκλογών ασχολούνταν ο Νώντας Πεζάρος, ο Χρήστος Μουρίκης και εγώ -οι μόνοι δηλαδή… πολιτικοί συντάκτες της εφημερίδας- ενώ από τις εκλογές του 1981, τις οποίες κέρδισε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, άρχισε να μην κατεβαίνει το βράδυ των εκλογών ο Πεζάρος και έκτοτε μέχρι και τώρα ερχόταν ο Σωτήρης Χατζημανώλης.
Το πρωί κάθε Κυριακής, ο Μουρίκης, ο Σωτήρης και εγώ, αφού τακτοποιούσαμε την ύλη της Δευτεριάτικης έκδοσης, αφήναμε δύο-τρεις σελίδες κενές για τα αποτελέσματα και επιστρέφαμε μετά τα μεσάνυχτα για να προετοιμαστούμε για τα αποτελέσματα.
Με το που έκλειναν οι κάλπες στην Ελλάδα και έρχονταν τα πρώτα αποτελέσματα, άρχιζε να μας τηλεφωνεί ο ανταποκριτής μας από την Αθήνα και να μας τα λέει.
Και ενώ εγώ και ο Σωτήρης «με την ψυχή στα δόντια» προσπαθούσαμε να αποκρυπτογραφήσουμε τα τηλεφωνήματα που δεν ακούγονταν για να γράψουμε τα αποτελέσματα, τα τηλέφωνα δεν σταματούσαν να χτυπούν από αναγνώστες που ήθελαν να πληροφορηθούν ποιο κόμμα κέρδισε.
Και πάνω σε αυτόν τον χαλασμό και τη γενικευμένη σύγχυση, για το μόνο που ενδιαφερόταν ο Χρήστος Μουρίκης ήταν για το τι έκανε σε διάφορα εκλογικά τμήματα που τον ενδιέφεραν το ΚΚΕ (εσωτερικού)…
Μέχρι και στην «Αυγή» τηλεφωνούσε για να μάθει για το κόμμα του, ενώ κάποια στιγμή λέει του Σωτήρη που ανέβαζε τα χειρόγραφα που γράφαμε από τον δεύτερο στον τρίτο όροφο, για να τα «χτυπήσει» στην λινοτυπική μηχανή ο Γιώργος Πάρνος: «Σωτηράκη, αν έλθουν αποτελέσματα από το 382ο Εκλογικό Τμήμα Αμπελοκήπων να μου φέρεις το χειρόγραφο πριν τα πας στον Πάρνο!…».
Όταν μετά τρεις-τέσσερις ώρες, που έφταναν τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα ο Χρήστος συνειδητοποίησε ότι το ποσοστό του ΚΚΕ (εσωτ.) δεν θα ξεπερνούσε ούτε τότε το 4,5%, απογοητεύτηκε εντελώς, γιατί περίμενε ότι το κόμμα θα ξεπερνούσε το φράγμα του 10%…
Και ενώ ο Σωτήρης και εγώ συνεχίζαμε την καταγραφή και όλα άρχισαν να δείχνουν ότι το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ θα ξεπερνούσε το 48%, ακριβώς απέναντι από τα γραφεία του «Ν.Κ», στον τρίτο όροφο του τότε… αρχαίου κτιρίου της Κοινότητας είχαν συγκεντρωθεί οι εδώ οπαδοί του ΠΑΣΟΚ με σημαίες και ζητωκραύγαζαν.
Και όσο οι πανηγυρισμοί και τα γλέντια των εδώ «πρασινοφρουρών» κορυφώνονταν τόσο ο Μουρίκης σιωπούσε, μαράζωνε και δεν μιλιόταν…