Από την πρώτη μέρα που κυκλοφόρησε, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο «Νέος Κόσμος» αντιμετώπιζε τα μύρια όσα προβλήματα για την έκδοσή του.
Όλα ήταν δύσκολα, απαιτητικά και χρονοβόρα. Από το γράψιμο των ειδήσεων και το… ξαναγράψιμό τους από τους λινοτύπες, μέχρι την «συναρμολόγηση» των τίτλων, την σελιδοποίηση και τη μεταφορά των σελίδων στο τυπογραφείο.
Ένας πραγματικός Μαραθώνιος, που κάθε Τετάρτη και Κυριακή, δηλαδή τις μέρες που προηγούνταν της έκδοσης, άρχιζε το πρωί και τελείωνε «με τη ψυχή στα δόντια» τα ξημερώματα της επόμενης μέρας…
Όταν το 1975 άρχισα να εργάζομαι στον «Νέο Κόσμο», η τυπογραφία βρισκόταν ακόμα εκεί που την είχε αφήσει ο Γουτεμβέργιος πριν 500 χρόνια: σε εντελώς πρωτόγονη κατάσταση. Άσε που το τότε τυπογραφείο του Γουτεμβέργιου θα πρέπει να ήταν πιο οργανωμένο…
Οι δημοσιογράφοι έγραφαν με τα χέρια τις ειδήσεις και τα άρθρα τους και οι λινοτύπες έπαιρναν τα χειρόγραφα και με τη… βοήθεια του ρευστού και καυτού μετάλλου έγραφαν στις δύο λινοτυπικές μηχανές της εφημερίδας τα κείμενα.
Στη συνέχεια, η κάθε είδηση χωριστά, τυπώνονταν με μελάνι σε μια επίπεδη τυπογραφική πλάκα μαζί με τον τίτλο της, που φτιάχναμε βάζοντας ένα-ένα (και μετρημένα!) τα γράμματα και αφού τις συγκεντρώναμε όλες, τις κολλούσαμε μία-μια στις σελίδες τους και όταν τελείωνε το «εργόχειρο», στέλναμε την εφημερίδα στο τυπογραφείο.
Με δυο κουβέντες, η εφημερίδα ήταν κυριολεκτικά χειροποίητη, που σημαίνει ότι λόγω των δυσκολιών -σε τεχνικά μέσα, περιορισμένου προσωπικού, χώρου, χρόνου -και όχι μόνο- δημοσίευε τις άκρως ενδιαφέρουσες και επίκαιρες ειδήσεις και ανακοινώσεις για να εξοικονομηθεί χώρος και για τις διαφημίσεις που ήταν απαραίτητες για την επιβίωσή της.
Από τότε είχε επικρατήσει και το σλόγκαν ότι οι διαφημίσεις είναι οι καλύτερες ειδήσεις…
Μετρημένα ήταν και τα έσοδα της εφημερίδας τότε, γεγονός που δεν της έδινε την δυνατότητα να προσλάβει περισσότερους δημοσιογράφους, να αυξήσει τις σελίδες και να εμπλουτίσει την ύλη της.
Παρ’ όλα αυτά, κάλυπτε τις τότε ανάγκες των αναγνωστών της, που ενδιαφέρονταν πρωτίστως για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, την παροικία και την Αυστραλία.
Τα μεγάλα άρθρα ήταν απαγορευτικά μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όχι μόνο λόγω της έλλειψης σελίδων, αλλά, κυρίως γιατί ο αείμνηστος Γιώργος Πάρνος και η Ματίνα Παναγιωτοπούλου (οι λινοτύπες μας) δεν προλάβαιναν να τα γράψουν, μιας και έπρεπε παράλληλα να γράψουν τις μικρές αγγελίες, τις ανακοινώσεις, τις διαφημίσεις, τις επιστολές και ό,τι άλλο έπρεπε να δημοσιευθεί.
Ο Γιώργος Πάρνος, ήταν ουσιαστικά ο άτυπος αρχισυντάκτης της εφημερίδας, αφού «έκοβε και έραβε» τις ειδήσεις και ό,τι γραφόταν, δίνοντας έμφαση και προτεραιότητα στο «ζουμί» των ειδήσεων και των άρθρων, ενώ όλα τα υπόλοιπα τα θεωρούσε… περιττή πολυλογία.
Όταν τον ρωτούσα, γιατί «έκοψε» τη μισή ή το ένα τρίτο της στήλης, «Όπως τα βλέπω» που έγραφα τότε, μου έλεγε ότι: «φτάνουν αυτά που έβαλα και στο κάτω-κάτω της γραφής δεν χρειάζονταν περισσότερα, αφού κανένας άλλος, εκτός από εσένα και εμένα, δεν ξέρει ούτε τι έγραφες, ούτε τι έμεινε απ’ έξω…».
Τα χρόνια εκείνα, η ειδησεογραφική «ραχοκοκαλιά» της εφημερίδας ήταν οι ειδήσεις από την Ελλάδα μιας και ο μεγαλύτερος αριθμός των συμπαροίκων περίμεναν να ενημερωθούν σχεδόν αποκλειστικά από τον «Ν.Κ» ή από τις αθηναϊκές εφημερίδες που έφταναν εδώ αεροπορικά μετά από ένα τριήμερο.
Θυμάμαι, πως όταν άρχισα να εργάζομαι ο τότε ιστορικός αρχισυντάκτης μας, Νώντας Πεζάρος, με κάλεσε στο σπίτι του στο Reservoir και μου έδωσε ένα τεράστιο παλιό ραδιόφωνο -που ήταν σαν μικρό μπαούλο!- για να ακούω στα βραχέα κύματα το βρετανικό BBC και να γράφω κάθε Τετάρτη και Κυριακή πρωί τις τελευταίες ειδήσεις.
Να προσθέσω εδώ, ότι εκτός από το «μπαούλο» μου έδωσε και την… κεραία του, ένα ολόκληρο «συρματόσχοινο» 30 μέτρων και τις σχετικές οδηγίες, που συνοψίζονταν στο ότι, πρέπει καλύτερα να το βγάζω στον… κήπο, να απλώνω την κεραία και να μετακινώ όταν χρειαζόταν το ραδιόφωνο για να έχει καλύτερη λήψη…
Το πήρα λοιπόν και την Κυριακή στις έξι το πρωί –που επειδή ήταν χειμώνας δεν είχε ξημερώσει- βγήκα στον κήπο με το ραδιόφωνο των 20 κιλών αγκαλιά, άπλωσα το «συρματόσχοινο» εντόπισα το σταθμό και περίμενα να ακούσω και να σημειώνω κρυπτογραφικά τις ειδήσεις που θα άκουγα, για να τις καθαρογράψω αργότερα…
Τα παράσιτα όμως ήταν τόσα πολλά που μόνο εδώ και εκεί άκουσα δυο τρεις λέξεις. Μετακίνησα το «μπαούλο» και την… κεραία τέσσερες πέντε φορές από εδώ και από εκεί, αλλά, τα παράσιτα επέμεναν και η λήψη δεν βελτιωνόταν.
Όταν ήλθε ο Νώντας στο γραφείο και του είπα τα μαντάτα γέλασε και μου είπε: «εντάξει, σήμερα θα τα βολέψουμε τα πράγματα και θα βάλουμε μόνο τις ειδήσεις που θα πάρουμε τηλεφωνικά. Με τον καιρό όμως θα μάθεις να φτιάχνεις ειδήσεις από τις σκόρπιες λέξεις που θα ακούς. Ολόκληρες ειδήσεις έγραφα εγώ επί χούντας από μερικές φράσεις και λέξεις».
Η ταλαιπωρία μου κράτησε κανένα εξάμηνο, μέχρι που απελπίστηκα και εγώ και ο Νώντας με τις… ειδήσεις που του έγραφα, οπότε και αρκεστήκαμε αποκλειστικά στις ειδήσεις που παίρναμε μέσω τηλεφώνου και τις απομαγνητοφωνούσαμε.
Και οι ειδήσεις αυτές ήταν μια άλλη ταλαιπωρία, επειδή πολλές φορές, οι τηλεφωνικές γραμμές τότε ήταν για κλάματα και «έχανες» πάντα πολλές λέξεις και ενίοτε ολόκληρες φράσεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 αρχίσαμε να παίρνουμε τις ειδήσεις με fax, το οποίο επίσης μας ταλαιπωρούσε περισσότερο από το τηλέφωνο, γιατί οι ειδήσεις που επέλεγε ο ανταποκριτής μας από την Αθήνα, προέρχονταν από αποκόμματα των τελευταίων αθηναϊκών εφημερίδων, με αποτέλεσμα είτε να βγαίνουν «κατάμαυρες» είτε τα γράμματα να ήταν τόσο ξεθωριασμένα που δεν διαβάζονταν.
Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται από το 1990 και έπειτα, όταν αρχίσαμε να επικοινωνούμε με την Ελλάδα ηλεκτρονικά και να παίρνουμε τις ειδήσεις.
Η τεχνολογία, βέβαια, έφερε τα πάνω κάτω και στις εφημερίδες και στην τυπογραφία πριν το 1980, αλλά όλα αυτά έφταναν και στην Ελλάδα και τον «Ν.Κ» με κάποια καθυστέρηση.
Τις ντόπιες ειδήσεις τις γράφαμε αποκλειστικά από μεταφράσεις των αυστραλιανών εφημερίδων, αφού βεβαίως τις «προσαρμόζαμε» στις δικές μας ιδεολογικές ανάγκες, δίνοντας πάντα προτεραιότητα στην προβολή των πολιτικών θέσεων του Εργατικού Κόμματος και των εργατικών συνδικάτων.
Μεταξύ των άλλων συμβουλών που μου έδινε τότε ο Νώντας Πεζάρος ήταν ότι «εμείς είμαστε πάντα υπέρ της Αριστεράς, του Εργατικού Κόμματος, των συνδικάτων και των απεργιών, άσχετα αν συμφωνούμε ή θεωρούμε παρατραβηγμένα τα αιτήματα των απεργών».
Τις διεθνείς ειδήσεις τις παίρναμε σχεδόν αποκλειστικά από την Ελλάδα και μόνο όταν υπήρχαν εξελίξεις τις συμπληρώναμε ή γράφαμε και εμείς κάτι για να ενημερώνουμε τους αναγνώστες μας.
Αποκλειστικά δικές μας ειδήσεις ήταν ό,τι συνέβαινε στην παροικία μας και σχετιζόταν, με τις Κοινότητες, τις Αδελφότητες και τους υπάρχοντες Συλλόγους που «φύτρωναν» κάθε τόσο, ενώ ένα από τα θέματα που μόνιμα σχεδόν μας απασχολούσε ήταν οι… αγώνες του «Κοινοτικού Θεσμού», οι εσωτερικές διαμάχες στην Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και το… «Εκκλησιαστικό».
Το «Εκκλησιαστικό», ο «Κοινοτικός Θεσμός» και η Κοινότητα Μελβούρνης ήταν τα… αγαπημένα θέματα του αείμνηστου Χρήστου Μουρίκη, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να γράψει και να αναφερθεί σε αυτά, περιμένοντας και… προφητεύοντας ότι «όπου να είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης θα απομακρύνει από την Αυστραλία τον Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό».
Η είδηση όμως που μας απασχολούσε και μας «βασάνιζε» για πολλές δεκαετίες ήταν τα αθλητικά και κυρίως τα αποτελέσματα του ελληνικού πρωταθλήματος.
Εκατοντάδες ξενύχτια κάναμε επί σειράν ετών με τον Ηλία Ντωνούδη για να έχει κάθε Δευτέρα πρωί ο «Ν.Κ.» τα αποτελέσματα του ελληνικού πρωταθλήματος και κάποια σύντομη περιγραφή των μεγάλων ντέρμπι.
Και όσα λιγότερα γράφαμε -μιας και τα παιχνίδια, λόγω της διαφοράς της ώρας, τελείωναν τα ξημερώματα της Δευτέρας και μόνο δύο ώρες πριν κυκλοφορήσει η εφημερίδα, τόσο περισσότερο άνοιγε η όρεξη των εδώ φιλάθλων.
Πιστεύω, ότι οι φίλαθλοι ήταν οι πιο απαιτητικοί και φανατικοί αναγνώστες της εφημερίδες.
Φτάνει να σας πω, ότι από την μία μετά τα μεσάνυχτα μέχρι και τις πέντε τα ξημερώματα που πηγαίναμε την τελευταία σελίδα στο τυπογραφείο, τα τηλέφωνα δεν έπαυαν να χτυπούν για να πληροφορηθούν οι φανατικοί, όχι μόνο αποτελέσματα της ομάδας τους, αλλά και ποιος έβαλε τα γκολ.
Άσε που ορισμένοι, όταν τους έλεγες το σκορ χωρίς να τους πληροφορήσεις σε πιο λεπτό μπήκαν τα γκολ και ποιος τα έβαλε, σε έβριζαν χυδαία…
Μιλάμε για… καλλιεργημένους ανθρώπους, με αυθεντική ποδοσφαιρική ευγένεια και παιδεία…
Άλλος κόσμος, άλλα ήθη, άλλη εποχή και άλλοι άνθρωποι…