Η Ζυράννα Ζατέλη – η σημαντικότερη ίσως Ελληνίδα πεζογράφος, και απ’ τις καλύτερες στην Ευρώπη – αποτελεί ζώσα ενσάρκωση ποικίλων παραδοξοτήτων. Πρόκειται για έναν πραγματικό «γρίφο» που καλούμαστε να αποκρυπτογραφήσουμε. Είτε πρόκειται για το ιδιότυπο ονοματεπώνυμό της (που είναι φιλολογικό ψευδώνυμο) και τους κρυπτικούς τίτλους των βιβλίων της, είτε για την αντισυμβατική ζωή και τις ιδιορρυθμίες της (την εμφάνισή της σε φωτογραφίες, στην τηλεόραση, σε συνεντεύξεις, στο αλλόκοσμο περιβάλλον του σπιτιού της, κτλ). Όλα σ’ αυτή την εκκεντρική γυναίκα συντείνουν σ’ ένα αίνιγμα προς αποκωδικοποίηση, εξαίρεση του οποίου δεν θα μπορούσε να αποτελέσει και το τελευταίο της πόνημα «Τετράδια ονείρων» (εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2017) οι συνθήκες έκδοσης και η πρωτοτυπία του οποίου το καθιστούν – δικαίως – εκδοτικό γεγονός της χρονιάς. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ενώ το αναγνωστικό κοινό αδημονούσε να κυκλοφορήσει το τρίτο μέρος της πολύκροτης μυθιστορηματικής τριλογίας της (που πρωτοεμφανίσθηκε το 2001 με τίτλο «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους: Ο θάνατος ήρθε πρώτος», για να ακολουθήσει μετά από επτά χρόνια το δεύτερο μέρος: «Ραμάνθις Ερέβους: Το πάθος χιλιάδες φορές»), τελικά αιφνιδίασε τους πάντες με ένα απροσδόκητο μη μυθοπλαστικό βιβλίο. Πώς προέκυψε αυτό; Στις 3 Μαρτίου 2017 η συγγραφέας κατέβηκε στον οδό Ακαδημίας για να φωτοτυπήσει ορισμένες σελίδες από τα τετράδια ονείρων της (το όγδοο και το ενδέκατο) που κρατούσε για να τις συμπεριλάβει στο μυθιστόρημα που ετοίμαζε. Περνώντας από τον εκδότη της, κι ενώ συζητούσαν με τον Θανάση Καστανιώτη, σε μια στιγμή ο τελευταίος παρατήρησε ένα περίεργο σημειωματάριο (τα εξώφυλλα του οποίου ήταν εικονογραφημένα με γάτες και πουλιά) να πέφτει από την τσάντα της. Ήταν τα «Τετράδια ονείρων». Εντυπωσιασμένος, της πρότεινε να επιλέξει κάποια όνειρα για να εκδοθούν ως αυτόνομο βιβλίο, πριν κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα που ολοκλήρωνε. Κάτι που έγινε μετά τρεις μήνες, καθώς η ιδέα της συγγραφικής «ανάσας» από το μυθιστόρημα που δούλευε την δελέασε.
Επιστρέφοντας σπίτι, η Ζατέλη διαπιστώνει πως «από τις 3 Μαρτίου 1997 αποφάσισα να γράφω τα όνειρά μου σε ξεχωριστά τετράδια» (όπως λέει στην «Εισαγωγή» της). Είκοσι χρόνια αργότερα, και συνειδητοποιώντας εβρόντητη τη σύμπτωση των ημερομηνιών, ανακαλεί τη ρήση που υποστηρίζει ότι: «Οι συμπτώσεις στη ζωή ενός ανθρώπου είναι έργο αιώνων». Που σημαίνει ότι κάθε άλλο παρά αθώο είναι το τυχαίο. Στην «Εισαγωγή» αποκαλύπτεται, επίσης, ότι η καταγραφή των ονείρων της είχε αρχίσει παιδιόθεν: «Προφανώς είχα ήδη την “λόξα”, την κρυφή πετριά, κι έβρισκα πρόσφορο έδαφος στα πίσω φύλλα των σχολικών τετραδίων» (ό.π.). Στα τριάντα της παραλαμβάνει από τη μητέρα της μια κούτα που είχε βρει με σημειώσεις της «…σε ένα μεγάλο χαρτονένιο κουτί με τετράδιά μου στο Δημοτικό και των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου – ποιος ξέρει πού καταχωνιασμένο, το ανακάλυψε και μου το έδωσε η μάνα μου την δεκαετία του ’80 – βρήκα στα πίσω φύλλα αρκετών τετραδίων, σε χρονιές όπως 1958, ’59, ’60, ’62, διάφορα περίεργα γραφόμενα, άσχετα απ’ τα μαθήματα του σχολείου…» (ό.π.). Έκτοτε οι σημειώσεις αυξήθηκαν, καθώς η καταγραφή ενυπνίων συνεχίστηκε έως σήμερα. Σ’ αυτό το βιβλίο σταχυολογείται μια επιλογή αυτών των ονείρων, από τον Μάρτιο του 1997 έως τον Μάιο του 2001. «Η ουσία τους πάντως διαφυλάχτηκε στο ακέραιο, όπως και η ελλειπτικότητα – ακόμη και η έλλειψη νοήματος σε όσα απ’ αυτά», προσθέτει η συγγραφέας (ό.π.). Στην «Εισαγωγή» ξεναγούμαστε όχι μόνο στα μονοπάτια του νέου βιβλίου της Ζατέλη, αλλά και στα μυστηριώδη άδυτα γένεσης του όλου μυθοπλαστικού της έργου. Μας εκμυστηρεύεται, ακόμη, πως πέφτει να κοιμηθεί με την έντονη επιθυμία και προσδοκία να δει όνειρα: «Θυμάμαι να σκέφτομαι, και το θυμάμαι καλά: ό,τι κι αν γίνει, μα ό,τι κι αν γίνει, εγώ το βράδυ θα κοιμηθώ και θα δω όνειρα! […] Ήθελα από μικρή να βλέπω όνειρα, τα αγαπούσα, τ’ αποζητούσα, με σαγήνευαν […] Δεν ήταν απλώς ένα καταφύγιο, ήταν χαρά, προσδοκία, λαχτάρα, ήταν και λίγο φόβος βέβαια […] Είμαι συγγραφέας ενός “κόσμου” που πολλά χρωστά στη συμβολή των ονείρων». Έχει επίσης την απαίτηση από τη μνήμη της να μείνει άγρυπνη για να θυμάται όσο περισσότερα «βλέπει» το διάστημα που θα ονειρεύεται (κυρίως δύο με τρεις τα χαράματα όταν την επισκέπτονται τα συναρπαστικότερα όνειρα). Ποιο ήταν όμως το πρώτο της όνειρο που κατέγραψε; «Αφορμή στάθηκαν δυο φάλαινες που είδα να παλεύουν με πολύ άγρια κύματα… Από τα εντυπωσιακότερα ενύπνια που είχα αξιωθεί ως τότε, αλλά και μέχρι σήμερα», σημειώνει.
Πρόκειται λοιπόν για «Τετράδια ονείρων», όπως σαφώς δηλώνει ο τίτλος. Ή, καλύτερα, για ένα ημερολόγιο της κρυφής κι αθέατης νύχτας στο οποίο καταγράφονται αυτούσια και αφιλτράριστα όλα τα μαγικά και παράδοξα τεκταινόμενα της ενύπνιας ζωής της συγγραφέως, τα οποία θεωρεί εντυπωσιακά, σημαδιακά και σημαντικά για την ίδια και το έργο της. Έτσι, κάνοντας μια κατάδυση στον αχαρτογράφητο χώρο του υποσυνείδητου, και προκειμένου να εξερευνήσει την άγνωστη χώρα των ονείρων και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα τελευταία, ανασύρει απ’ το βυθό μια ποικιλόμορφη λεία από τα πιο αλλόκοτα και αλλοπρόσαλλα πρόσωπα (γνωστά και άγνωστα), πλάσματα και πράγματα. Τα τελευταία, ωστόσο, δεν στερούνται μιας εγγενούς συνοχής, καθώς αντικατοπτρίζουν τις ιδιότυπες ψυχικές διεργασίες της συγγραφέως. Διόλου περίεργο αφού, μέσω των ονείρων, διευρύνεται η συνείδηση και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να διαπιστώσουμε – ως ονειρευτές – ότι οι νόμοι του υποσυνείδητου αντιβαίνουν με αυτούς των φυσικών επιστημών. Αποτέλεσμα: ορισμένοι άνθρωποι ή γάτες (πάντα στα όνειρα) να αιωρούνται αψηφώντας τους νόμους της βαρύτητας. Ενδιαφέρον επίσης αποτελούν και τα όνειρα εκείνα όπου η συγγραφέας ονειρεύεται τον εαυτό της να… κοιμάται και να ονειρεύεται (το γνωστό “a dream within a dream” του Πόε).
Έτσι, από τον κόσμο της Ζατέλη παρελαύνουν: Άνθρωποι νεκροί αλλά και ζωντανοί (νεκροί μεν, πλην ολοζώντανοι στα όνειρα – και ζωντανοί οι οποίοι, μετά την παρέλευση των ονείρων, καταντούν νεκροί). Συγκεκριμένα: Στενοί συγγενείς (μητέρα, πατέρας, αδερφοί και αδερφές). Παλιοί εραστές. Φίλοι. Ο σύντροφός της V (που την αναστατώνει με τα λεγόμενά του). Μείζονες συγγραφείς (Σαίξπηρ, Κάφκα, Πόε, Ρεμπώ, Μπόρχες, Καμύ). Μείζονες φιλόσοφοι (Νίτσε, Βιτγκενστάιν). Κορυφαίοι ζωγράφοι (Βαν Γκογκ). Διάσημοι ηθοποιοί (Μάρλον Μπράντο, Γούντι Άλεν). Τραγουδιστές/καλλιτέχνες (Νικ Κέηβ). [Σημ.: οι ιδιότητες των διάσημων προσωπικοτήτων αντικατοπτρίζονται το ίδιο μαγικές στον ύπνο όσο και στον ξύπνο]. Επίσης: μάγοι και σαλτιμπάγκοι. Μυθιστορηματικοί ήρωες της συγγραφέως (Ιουλία, Φεβρωνία, Ησύχιος από τους «Λύκους» – όλοι γεννήματα και θρέμματα των ονείρων της). [Σημ.: Τα άτομα που παρελαύνουν στην ενύπνια ζωή της συγγραφέως έχουν κάτι το προφητικό να αρθρώσουν – ακόμη και την πρόρρηση του θανάτου τους. Στην κατηγορία των προφητικών ονείρων εντάσσονται κι εκείνα που επαληθεύουν ή διαψεύδουν τα πραγματικά γεγονότα στη ζωή της συγγραφέως, νοηματοδοτώντας τα και αποκαθιστώντας, έτσι, παλιές εκκρεμότηες]. Κι ακόμη, παρελαύνουν πλάσματα της φύσης όπως: ζωάκια (κυρίως γάτες εφτάψυχες) αλλά και λύκοι. Πουλιά, πεταλούδες, έντομα. Από τα άψυχα: σπίτια, ατέλειωτες σκάλες,, μυστικοί κήποι, λαβύρινθοι, μνήματα, βουνά, σπηλιές, δέντρα, νερά, βάλτοι. Τέλος: τετράδια, επιστολές, χρωματιστά υφάσματα, καταπληκτικά βότσαλα, παπούτσια, αερογέφυρες, ανθρώπινα μέλη, μυστικές πύλες, κλωστές, βελόνες, βαμμένα νύχια, η αύρα του ανέμου. Εν ολίγοις: ένα υφάδι ατέλειωτο, χωρίς αρχή και τέλος, που είναι η ίδια η ζωή και που περιμένει να μορφοποιηθεί και αποκτήσει νόημα.
Από τα παραπάνω μοτίβα/φετίχ, αυτά που επαναλαμβάνονται συχνότερα και κυριαρχούν περισσότερο είναι τα εξής: τα πουλιά («ένα μεγάλο πουλί, μεγάλο σαν αετός»), οι γάτες (μία μάλιστα «μιλούσε σαν άνθρωπος»), η μάνα/μαμά, τα ποτάμια («ορμητικά ποτάμια στους Δελφούς – μια δίνη νερών απερίγραπτη»), τα νερά («η σχέση μου με τα νερά είναι μυστήρια»), η ούρηση («έψαχνα μέρος να κάνω το νερό μου»), οι κυλόττες («φορούσα μια κυλόττα από κάτω – μετά κατέβασα την κυλόττα μου») και τα σώβρακα («ν’ αγοράσει ένα παράξενο σώβρακο»). Αναφορικά με τα χρώματα, επικρατεί παντού το κόκκινο («κόκκινος τοίχος»), το βαθύ κόκκινο και το κόκκινο της φωτιάς, αλλά και άλλα: το πράσινο (καταπράσινα «κλαδιά»), το μωβ («συννεφάκι»), το βαθύχρυσο, κτλ.
Ένα απ’ τα βασικότερα μοτίβα είναι και η παρουσία της πεθαμένης μητέρας της συγγραφέως η οποία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα όνειρά της. Προφανώς η τελευταία δεν έχει συμβιβαστεί με την επώδυνη απώλειά της. Γι’ αυτό και η έντονη παρουσία της μάνας στο υποσυνείδητο της ενύπνιας ζωής της κόρης της τονίζει τον άρρηκτο δεσμό τους, λειτουργώντας σαν αντιστάθιμισμα για τα όσα δεν πρόλαβαν να μοιραστούν οι δυο τους. Η μητρική φιγούρα τριγυρίζει με ρόμπα και παντούφλες, λειτουργώντας παρεμβατικά (με ενθυμήσεις, συμβουλές, προτροπές) αλλά και με ερωτήσεις όπως: «Με κλάψατε;» Για να πάρει την απάντηση: Ναι, με δύο τόνους! Σαν να ρωτά: «Μ’ αγαπήσατε;» Ένα αντιπροσωπευτικά τρυφερό και συγκινητικό παράθεμα είναι το ακόλουθο: «Πάλι σ’ ένα ταξίδι, πάλι ήταν η μάνα μου. Έδειχνε νέα κι ευχαριστημένη. Κι άλλοτε με περίμενε αυτή, άλλοτε εγώ την περίμενα. Και σαν να παίζαμε ένα παιχνίδι οι δυο μας, ανταλλάζαμε συνθηματικές λέξεις, κάτι τέτοιο. Μια θάλασσα μπροστά μας, μια παράξενη παραλία, που ήταν και πλαγιά βουνού. Και γυρνάω και της λέω κάτι αναπάντεχο: “Καιρό έχω να ονειρευτώ τον μπαμπά, θα νομίζει πως τον ξέχασα”. Και μου λέει ήσυχα: “Μπα, ο θάνατος είναι σαν τα όνειρα, το ένα σκεπάζει τ’ άλλο”».
Με τα όνειρά της αυτά, που είναι σαν να απελευθερώνoνται από κάποιο μαγικό κουτί της Πανδώρας, η συγγραφέας μάς ξεναγεί, για πρώτη φορά, στο άβατο του προσωπικού και απόκρυφου χώρου του εργαστηρίου της, για να μας αποκαλύψει τα γενεσιουργά της σύμβολα. Μέσα απ’ αυτό το αχανές χρυσωρυχείο ενυπνίων, αναδύεται επιλεκτικά και καλειδοσκοπικά η ακατέργαστη πρώτη ύλη, υπό μορφήν σπαραγμάτων, των γοτθικών μυθοπλαστικών ιστοριών της (παλαιότερων κι επικείμενων). Δεν διεξάγει την ξενάγηση αυτή μόνο για τους αναγνώστες της αλλά, πρωτίστως, για την ίδια. Διότι καταγράφοντας, φορτίζοντας, εκθέτοντας κι ερμηνεύοντας ακόμη και τα πιο φαινομενικά ασήμαντα και ακατανόητα όνειρά της, φωτίζει – κατά τον Ζίγκμουντ Φρόυντ – το υποσυνείδητό της. Όπως εξομολογείται: «Με τα χρόνια μαθαίνω να “διαβάζω” τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτά, τι γράφει εκεί που δεν φαίνομαι, με την προϋπόθεση ασφαλώς ότι υπάρχουν και σημεία “αδιάβαστα”, αδιάβαστα και ανερεύνητα – από που ξεκινούν και τι γυρεύουν και τι θέλουν να μου πουν, μόνο τα πουλιά το ξέρουν…».
Ανοίγοντας τα εσώψυχά της (δηλαδή αφηγούμενη γεγονότα της προσωπικής της ζωής, κι ερμηνεύοντας τα όνειρά της σε συνάρτηση με τα καθημερινά γεγονότα της εκάστοτε περιόδου – όπως π.χ. τον σεισμό του 1999 ή τον θάνατο της μητέρας της), η συγγραφέας μπορεί να κατανοήσει κι εξηγήσει καλύτερα πτυχές τής μη ενύπνιας ζωής της και, κατ’ επέκταση, να οδηγηθεί σε μια λύτρωση από αγιάτρευτες ενοχές. Απ’ αυτή την άποψη πρόκειται για ένα ενίοτε επώδυνο, πλην ιαματικό και λυτρωτικό οδοιπορικό, καθώς λειτουργεί και ως συμβουλευτικός, καθοδηγητικός μπούσουλας της μη ενύπνιας ζωής της. Όπως ομολογεί η ίδια: «Είναι κάτι σαν παράλληλος βίος για μένα τα όνειρα, και συνάμα μια καλλιέργεια της ψυχής – θα πω και της αντίληψης – πριν και μετά από μένα» (ό.π.). Με το ασυνήθιστο αυτό βιβλίο της, η Ζατέλη επιστρέφει τελικά στις ρίζες της («Η ρίζα λοιπόν, η ρίζα – όλη μου η προσοχή τώρα πρέπει να είναι στραμμένη στην ρίζα, να ποτιστεί καλά, σωστά η ρίζα. Η ρίζα», επαναλαμβάνει εμφατικά). Αποκαλύπτοντας αυτές τις «ρίζες» (δηλαδή τον πυρήνα του μυθοπλαστικού της σύμπαντος) προτρέπει τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει τα παλαιότερα πονήματά της που τον σημάδεψαν ανεξίτηλα, τουλάχιστον δύο φορές, γιατί όπως λέει, «Πρώτα το ξαναδιαβάζεις και τότε το διαβάζεις…» όπως φέρεται να της είπε κάποιος σε ένα όνειρο.
Πρόκειται για ένα κατ’ ουσίαν υβριδικό βιβλίο: εν μέρει αυτοβιογραφικό, κι εν μέρει μυθοπλαστικό, όπου τα δύο αλληλοεπικαλύπτονται και συμφύρονται. Συγκεκριμένα, από τη μια θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μια υπερβατική, αυτοεξομολογητική αυτοβιογραφία, με έμφαση στη γνωριμία του αναγνώστη με τον άυλο εαυτό της συγγραφέως. Από την άλλη, ως ένα πεζογραφικό, μυθοπλαστικό έργο, αποτελούμενο από σύντομες αφηγήσεις, στο οποίο πρωταγωνιστούν ήρωες παλαιότερων βιβλίων της και/ή θίγονται θέματα που ενδιαφέρουν την ίδια, και με τα οποία θα ήθελε να ασχοληθεί μελλοντικά. Υπάρχει μια ιδιότυπη πλοκή (περίπου σαν σε μυθιστόρημα) στην οποία ανατέμνεται η ιδιοσυστασία των ονείρων, το πλέγμα και η ευρύτερη διαπλοκή τους με τη συνειδητή (εξωτερική) πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι είναι σχεδόν αδύνατον να εξακριβωθεί κατά πόσο αυθεντικά ή επινοημένα (μπορεί να) είναι τα «όνειρα» της συγγραφέως. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ρευστές καταστάσεις ενυπνίων, η δυναμική της γλώσσας και της γραφής των οποίων μεταμορφώνει και καθιστά τα κείμενα εκ προοιμίου αντισυμβατικά, κατακερματισμένα, αποσπασματικά, σουρεαλιστικά και μεταμοντέρνα, ήτοι σαφώς λογοτεχνικά. Άλλωστε η ίδια η Ζατέλη διατείνεται πως: «Λέγονται πράγματα που δεν λέγονται, που μόνο στα όνειρα συμβαίνουν και είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ».
Ας μην αυταπατώμεθα λοιπόν. Τελικά στη λογοτεχνία είναι σχεδόν αδύνατον να διαχωριστεί το πραγματικό απ’ το φανταστικό, το συνειδητό απ’ το υποσυνείδητο, γιατί απλούστατα το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο. Θα μπορούσε επίσης το βιβλίο να χαρακτηρισθεί και ως υπό διαμόρφωση «σενάριο» στη μαθητεία των ονείρων. Όπως κι αν έχει το ζήτημα, γεγονός παραμένει ότι το τελευταίο πόνημα της Ζατέλη παραμένει ερεθιστικό και ακαταμάχητο. Ίσως λόγω της ειδολογικά δυσχερούς ταυτοποίησής του. Και, οπωσδήποτε, χάρη στη σαγηνευτική αύρα της «αλλόκοσμης μεθορίου» (όπως λέει η ίδια) που εκπέμπει η (μελωδικά) λεκτική και (αποκαλυπτικά) (εν)οραματική θέαση και απεικόνιση των ανοίκειων ονειρικών (ανα)παραστάσεων, κάνοντάς μας να βλέπουμε τον κόσμο υπό το πρίσμα μια ανορθόδοξης ματιάς. Στον εμπλουτισμό του βιβλίου συμβάλλει, αναμφίβολα, και η τυπογραφικά άψογη επιμέλεια και υποδειγματική αισθητική του.
*Η Ζυράννα Ζατέλη επεξηγεί: «Την φράση “γράψον ουν α είδες” την πήρα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη& έννοιωσα να ταιριάζει σ’ αυτά, στο περιεχόμενό τους – τηρουμένων, βεβαίως, των αναλογιών και… αποκαλύψεων –, και έκτοτε την αναγράφω ως προμετωπίδα σε κάθε καινούργιο που ξεκινάω».
*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, και συγγραφέας. Το νεότερο βιβλίο του, που κυκλοφορεί προσεχώς, τιτλοφορείται: «Αχαρτογράφητα νερά: Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική λογοτεχνία» (εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα).