Ο «Νέος Κόσμος» γεννήθηκε από την ανάγκη της πρώτης γενιάς των μεταναστών να μοιραστούν την καθημερινότητά τους, τα προβλήματά τους, τις πολιτικές και κοινωνικές τους ανησυχίες, προσφέροντάς τους παράλληλα τη δυνατότητα να ενημερωθούν στην δική τους γλώσσα, αλλά κυρίως να διεκδικήσουν από την πολιτική και κοινωνική ελίτ της Αυστραλίας ή της Ελλάδας τα δικαιώματά τους.
Για ένα σημαντικό ποσοστό των ατόμων της δεύτερης γενιά, όμως, η εφημερίδα που κρατάτε στα χέρια σας, έστω και αν έχει μία μόνιμη θέση στις εικόνες της παιδικής τους ηλικίας, δεν υπήρξε ποτέ η εφημερίδα που γεννήθηκε για να καλύψει κάποιες ανάγκες τους. Ήταν πάντα η εφημερίδα των γονιών τους, την αντιλαμβάνονταν ως την εφημερίδα του παλιού που καθόταν στο τραπεζάκι του καθιστικού για να πληροφορεί τους γηραιότερους της οικογένειας για τα… «δικά» τους και, βεβαίως, για τα μνημόσυνα και τις κηδείες.
Ο «Νέος Κόσμος» στα χρόνια της νιότης τους, τότε που περνούσαν τη φάση που περνούν όλοι οι νέοι -και εννοώ την φάση στην οποία κυριαρχεί το σύνθημα «οι γονείς μας και ό,τι έχει σχέση με τον κόσμο τους είναι παράδειγμα προς αποφυγή»- και λόγω γλώσσας, τους άφηνε εν ολίγοις αδιάφορους.
Ποτέ τους δεν φαντάζονταν ότι θα ερχόταν μία μέρα που εκείνη η εφημερίδα «των παλιών» θα μπορούσε να καλύψει και κάποιες δικές τους ανάγκες, ανάγκες την ύπαρξη των οποίων ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να φανταστούν ότι έχουν. Και όμως, όπως μας εκμυστηρεύονται τρεις επιτυχημένοι ομογενείς παρακάτω, ο «Νέος Κόσμος», η εικόνα και η φήμη του οποίου «φυτεύτηκε», λόγω των γονιών τους, στις παιδικές τους αναμνήσεις, χωρίς καν να το καταλάβουν, μετατράπηκε από το «βιβλίο των νεκρών», στο «βιβλίο» που τους καταξίωσε στα μάτια των γονιών και της οικογένειάς τους, στο «βιβλίο» όπου δοκιμάστηκαν οι προσωπικές τους επιλογές και το θάρρος τους, αλλά και στο «βιβλίο» που τους έκανε γνωστούς πέρα από τα σύνορα της Αυστραλίας.
Η επιλογή της Μαρίας Κατσώνη, του Μερκούριου Μεγαλούδη και της Ελένης Μάρκου που μας μιλούν για τη δική τους «νεοκοσμική» εμπειρία ήταν επιμελώς τυχαία.
Λέω επιμελώς, γιατί επιδίωξα να μιλήσω με τρεις ανθρώπους το έργο των οποίων έχει αναγνωριστεί σε όλη την Αυστραλία και έχουν πολλές φορές απασχολήσει τον αυστραλιανό Τύπο και, γενικότερα, τα αγγλόφωνα ΜΜΕ.
Το τυχαίο αφορά την εμπειρία που είχαν από την έκθεσή τους στο «βιβλίο των παλιών» την οποία σας παραθέτω παρακάτω ατόφια και γεμάτη από την συναισθηματική φόρτιση που συνήθως συνοδεύει τέτοιου είδους «βουτιές» στις ενδόμυχες σκέψεις μας και τις ιδιαίτερα προσωπικές μας εμπειρίες.
ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΩΝΗ: ΕΝΟΙΩΣΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΑΓΧΩΜΕΝΗ
Στην επαγγελματική της ζωή είναι η διευθύντρια του φορέα που έχει αναλάβει την υλοποίηση του Προγράμματος των Αλλαγών για την Καταπολέμηση της Ενδοοικογενειακής Βίας. Στην προσωπική της ζωή είναι συγγραφέας, αλλά και μία γυναίκα που όχι μόνο τόλμησε να μιλήσει δημόσια για τα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει για χρόνια τώρα, αλλά και για την σεξουαλική της ταυτότητα. Η Μαρία Κατσώνη ή «Καλή Ελληνοπούλα» (The Good Greek Girl) -ο τίτλος του πρώτου της βιβλίου- δεν σταμάτησε, όμως, μόνο στα λόγια και στις λέξεις που έβαλε σε ένα βιβλίο. Συνεργάζεται με τον οργανισμό beyondblue και είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη του οργανισμού Open Minds που έχει αναλάβει το έργο ευαισθητοποίησης και πληροφόρησης της ευρύτερης κοινωνίας για τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα άτομα που πάσχουν από ψυχικές παθήσεις. Το 2016 η Μαρία λόγω του έργου της μπήκε στον κατάλογο που συντάσσει κάθε χρόνο η Financial Review με τις 100 Σημαντικότερες Γυναίκες της χώρας.
-«Μεγάλωσα σε ένα παραδοσιακό ελληνικό σπίτι» – έτσι περιγράφεις τα παιδικά σου χρόνια. Πιστεύω ότι εκείνα τα χρόνια παραδοσιακό ελληνικό σπίτι στη Μελβούρνη κυρίως, και «Νέος Κόσμος» ήταν αλληλένδετα. Ισχύει αυτό και αν ναι περιέγραψέ μου την σχέση σου με αυτή.
Οι παιδικές μου αναμνήσεις για το «Νέο Κόσμο» είναι ποτισμένες με πολύ νοσταλγία. Ο «Νέος Κόσμος» όντως δεν έλειπε ποτέ από το σπίτι μας. Η γιαγιά μου δεν ήξερε αγγλικά και ήταν η εφημερίδα της. Θυμάμαι ότι όταν άρχισα το Γυμνάσιο όποτε πήγαινα στο κέντρο της πόλης μόνη μου, περνούσα από το Lonsdale Street που τότε έσφυζε από ελληνισμό για να της αγοράσω από το Σαλαπάτα την εφημερίδα και το «Ελληνίς». Ο «Νέος Κόσμος» ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της οικογενειακής μου καθημερινότητας. Το έβλεπα σαν ένα δημιούργημα της ελληνικής παροικίας. Βέβαια εγώ δεν διάβαζα ελληνικά οπότε προσωπικά με άφηνε αδιάφορη. Πάντως, έριχνα πού και πού μία ματιά στις σελίδες με τα μνημόσυνα. Όλοι το κάναμε αυτό. Ήταν και η μητέρα μου που δούλευε στο Προξενείο οπότε καταλαβαίνεις, ο «Νέος Κόσμος» ήταν απαραίτητος, κρατούσε την οικογένεια ενήμερη για τα όσα γίνονταν στην ελληνική παροικία. Θα το περιέγραφα σαν την κόλλα που συνέδεε την ελληνική παροικία. Η πρώτη μου ουσιαστική επαφή με την εφημερίδα ήρθε όταν άρχισε την αγγλική της έκδοση αλλά και πάλι ήταν πολύ σπάνια.
Ποιες ήταν οι πρώτες σου σκέψεις όταν ο «Νέος Κόσμος» επικοινώνησε μαζί σου για συνέντευξη;
Είμαι της άποψης ότι δεν υπάρχει μία ελληνική παροικία αλλά πολλές μικρότερες και όλες μαζί συνθέτουν αυτό που λέμε ελληνική κοινότητα. Θες λόγω της επανάστασής μου και προσωπικής μου πορείας ένοιωθα πάντα εκτός αυτό που γενικά ονομάζεται ελληνική παροικία αλλά όταν μου ζητήθηκε να δώσω συνέντευξη ομολογώ ότι αυτό ήταν κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Το είδα σαν έναν τρόπο να επανασυνδεθώ με αυτήν την κοινότητα και την εφημερίδα που είχε μία τόσο σημαντική θέση στην οικογένειά μου εκείνα τα σημαντικά, για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου, χρόνια.
Σε εκείνη την συνέντευξη μας μίλησες για το βιβλίο σου, μία αυτοβιογραφία στην οποία αναφέρεις τα ψυχικά τραύματα που σου δημιούργησαν οι πολλοί δικοί σου άνθρωποι επειδή ήσουν ομοφυλόφιλη. Είμαστε μία κατά βάθος συντηρητική παροικία. Πώς ένιωσες μιλώντας για το στίγμα της ψυχασθένειας και της ομοφυλοφιλίας γνωρίζοντας ότι μιλάς σε αυτό το κοινό;
Ένοιωσα τρομερό άγχος και αυτό γιατί γνώριζα ότι το άρθρο δεν θα δημοσιευόταν μόνο στα αγγλικά αλλά και στην ελληνική έκδοση και θα διαβαζόταν από τους σύγχρονους των γονιών μου. Κατά κάποιο τρόπο και εντελώς ασυνείδητα, άρχισα να ανησυχώ μήπως σπιλώσω το όνομα της οικογένειάς μου. Έπρεπε όμως να μπω σ’ αυτήν την δοκιμασία. Έπρεπε να το κάνω. Στο βιβλίο μου προσπάθησα να είμαι αυθεντική και ο «Νέος Κόσμος» ήταν η νέα μου πρόκληση. Αν ήθελα να είναι αυθεντική έπρεπε να τολμήσω να πω στους συνομηλίκους των γονιών μου ποια ήμουν. Να μιλήσω για το στίγμα της ομοφυλοφιλίας και της ψυχασθένειας. Για να σου δώσω να καταλάβεις το πόσο ανησυχούσα θα σου πω μόνο ότι έβαλα την προοδευτική μου θεία να τηλεφωνήσει την θεία μου την Δέσποινα που είναι πιο παραδοσιακή και να την προειδοποιήσει για την συνέντευξη. Ήταν σαν να σπάω ένα ακόμα φράγμα με τη συνέντευξή μου στο «Νέο Κόσμο».
H Μαρία Κατσώνη (στο κέντρο) με τις θείες της Μάχη και Δέσποινα
Απογοητεύτηκες από τις αντιδράσεις;
Το αντίθετο, ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που συνέβη. Πέρα από το γεγονός ότι δημιούργησα νέους δεσμούς με την ελληνική παροικία, που, ναι, συνεχίζει να είναι συντηρητική ή πιο συντηρητική από την ευρύτερη κοινωνία, διαπίστωσα ότι μεταμορφώθηκα σε ένα είδους προτύπου για πολλά άτομα ελληνικής καταγωγής που είτε είναι ομοφυλόφιλοι είτε έχουν ψυχολογικά προβλήματα οι ίδιοι ή δικοί τους άνθρωποι. Άρχισαν να επικοινωνούν μαζί μου και σε κάποιες περιπτώσεις που αναγνώστες μου είπαν ότι η εξομολόγησή μου άλλαξε ακόμα και την αντίληψή τους για την ομοφυλοφιλία. Ήταν κάτι πραγματικά αναπάντεχο.
Η αντίδραση της θείας;
Ήρθε στην επίσημη παρουσίαση του βιβλίου μου λίγες μέρες μετά, οπότε όλα καλά. Η προοδευτική μου θεία Μάχη, και η συντηρητική μου θεία Δέσποινα, είναι οι μόνοι στενοί συγγενείς που μου έχουν απομείνει, εκτός από την άμεση οικογένειά μου και βιώνοντας αυτήν την άνευ όρων αγάπη τους είναι κάτι πολύτιμο για μένα. Και τώρα που θα με δουν και σ’ αυτήν την ιστορική έκδοση ξέρω ότι θα νοιώσουν περήφανες.
ΕΛΕΝΗ ΜΑΡΚΟΥ: Ο «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ» ΚΑΤΑΞΙΩΣΕ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΜΟΥ
Είναι η γυναίκα που πέρασε στην ιστορία της Αυστραλίας ως αυτή που κατάφερε να οργανώσει τη μεγαλύτερη πολιτιστική συγκέντρωση διαμαρτυρίας που έχει γίνει μέχρι σήμερα. Η Ελένη Μάρκου ήταν ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του κινήματος Save Live Australia’s Music, ενός κινήματος που στην κυριολεξία «έσωσε» πολλούς χώρους διασκέδασης της Μελβούρνης από βέβαιη καταστροφή.
Από τότε η Ελένη, από το Fitzroy της Μελβούρνης, κατάφερε να δρομολογήσει μία σειρά σημαντικών αλλαγών στον χώρο της ζωντανής μουσικής, αλλαγών που είχαν να κάνουν με την επίσημη αναγνώριση της προσφοράς της ζωντανής μουσικής στην οικονομία της χώρας αλλά και την προώθηση πολιτικών για την καταπολέμηση φαινομένων σεξουαλικής παρενόχλησης σε χώρους διασκέδασης.
Το έργο της, αλλά και η συνεχόμενη αφοσίωσή της στον κόσμο της ντόπιας μουσικής σκηνής, αναγνωρίστηκε από το παγκοσμίου φήμης μουσικό περιοδικό Rolling Stones που το 2010 την κατέταξε ανάμεσα στις 100 σημαντικότερες γυναίκες της Αυστραλίας, την εφημερίδα The Age που την ίδια χρονιά της έδωσε το πρώτο βραβείο στο πλαίσιο του θεσμού των Μουσικών της Βραβείων, ενώ πριν από μερικούς μήνες η Πολιτεία την κατέταξε στον κατάλογο με τις 20 σημαντικότερες γυναίκες της Βικτώριας. Παρά το γεγονός ότι η Ελένη είναι πλέον από τις πιο διάσημες προσωπικότητες της Αυστραλίας και έχει δώσει δεκάδες συνεντεύξεις σε μεγάλα έντυπα της χώρας, η επαφή της με τον «Νέο Κόσμο» ήταν και παραμένει μία ξεχωριστή εμπειρία.
Πώς θυμάσαι τον «Νέο Κόσμο» στα παιδικά και εφηβικά σου χρόνια;
Ήταν η εφημερίδα των γονιών μου που βρισκόταν πάντα στο σπίτι μας. Εγώ βέβαια και επειδή δεν διάβαζα ελληνικά την αντιμετώπιζα πάντα σαν την εφημερίδα του «παλιού» κόσμου. Την αντιλαμβανόμουν ως μία εφημερίδα συντηρητική, κυρίως λόγω του αναγνωστικού της κοινού που ασχολείτο με ντόπιες ειδήσεις, προσπαθούσε να διατηρήσει τους δεσμούς των εδώ μεταναστών με την Ελλάδα και το χωριό τους και ωραιοποιούσε κάθε τι που είχε σχέση με τους μετανάστες και τη ζωή τους εδώ. Υπήρχαν, επίσης, οι κηδείες και τα μνημόσυνα που ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της εφημερίδας. Την ήξερα αλλά δεν την διάβαζα.
Πώς αντέδρασες όταν ο «Νέος Κόσμος επικοινώνησε μαζί σου και σου ζήτησε να παραχωρήσεις συνέντευξη;
Κοίτα, δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθώ ποτέ συνέντευξη στον «Νέο Κόσμο». Και δεν υπήρχε περίπτωση να την αρνηθώ γιατί ήξερα την χαρά που θα ένιωθαν οι γονείς μου όταν θα έβλεπαν την κόρη τους στην εφημερίδα. Εκείνο που δεν γνώριζα ήταν η έκπληξη που ένοιωσα εγώ, γιατί διαπίστωσα ότι η άποψη που είχα για πολλά χρόνια για τον «Νέο Κόσμο» -ότι ήταν δηλαδή μία «επαρχιώτικη» εφημερίδα- ήταν λάθος. Μίλησα τότε με την Πένυ Παππά που γνώριζε από μουσική, καταλάβαινε από τέχνη, ήταν ενημερωμένη και ενώ αρχικά όπως είπα η απόφασή μου να μιλήσω στον «Νέο Κόσμο» πάρθηκε με γνώμονα την σημασία που αυτό θα είχε για τους γονείς μου, τελικά ήταν μία πολύ ευχάριστη εμπειρία και για μένα.
Η Ελένη Μάρκου με τους γονείς της, Μαρία και Γιώργο
Και ποια ήταν η αντίδραση των γονιών σου, όταν τελικά δημοσιεύθηκε αυτή η συνέντευξη;
Μέχρι τότε είχα δώσει δεκάδες συνεντεύξεις σε εφημερίδες όπως η The Age, η Australian, στο δίκτυο ABC και αλλού. Η συνέντευξη, όμως, που καταξίωσε τη δουλειά μου στους γονείς μου, ήταν αυτή που έδωσα στον «Νέο Κόσμο». Θυμάμαι με πολύ ζεστασιά και κάμποσο πόνο, τον πατέρα μου, που τον έχασα πριν από ένα περίπου χρόνο, με το που πήρε την εφημερίδα στα χέρια του εκείνο το Σάββατο πήγε κατευθείαν στο καφενείο για να την δείξει στην παρέα του και να παινέψει την κόρη του. «Είναι όμορφη και έξυπνη» έτσι τους είπε. Γι’ αυτόν εκείνο το άρθρο ήταν η απόδειξη της καριέρας μου.
Από τότε άλλαξε η αντίληψή σου για την εφημερίδα;
Και, βέβαια, άλλαξε και αυτό δεν οφείλεται μόνο σε συναισθηματικούς λόγους. Μετά την έκπληξη που ένοιωσα όταν έδωσα την πρώτη μου συνέντευξη στον «Νέο Κόσμο», διαπίστωσα ότι η θετική εντύπωσα που δημιούργησα τότε δεν ήταν τυχαία. Από τότε μίλησα και με άλλους δημοσιογράφους σας, όπως τον Νίκο Φωτάκη, την Νέλλυ Σκουφάτογλου και διαπιστώνω ότι οι γνώσεις και η σφαιρική αντίληψη των δημοσιογράφων σας είναι υψηλής ποιότητας. Η κρίση στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι να εγκατασταθούν στην Αυστραλία και να εμπλουτίσουν την εφημερίδα. Μάλιστα, επειδή μοιράζομαι πλέον πολλά άρθρα του «Νέου Κόσμου» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαπίστωσα επίσης ότι πολλοί φιλέλληνες φίλοι και γενικότερα γνωστοί μου από τον καλλιτεχνικό χώρο που αγαπούν την Ελλάδα, τα βρίσκουν ενδιαφέροντα, τα μοιράζονται, τα σχολιάζουν. Εγώ βλέπω τον «Νέο Κόσμο» σήμερα και αναφέρομαι, κυρίως, στην αγγλική έκδοση, που μεταμορφώνεται σε ένα εργαλείο για την προώθηση της ελληνικής σκέψης στην αυστραλιανή κοινωνία. Με έχει πλέον κερδίσει και με εντυπωσιάζει.
ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥΔΗΣ: Η ΦΗΜΗ ΤΟΥ ΞΕΠΕΡΝΑ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ
Με την φωτογραφική του μηχανή και το ταλέντο του, ο Μερκούριος Μεγαλούδης έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να κερδίσει 34 συνολικά βραβεία, έχοντας αναδειχθεί πάνω από έξι φορές ο καλύτερος επαγγελματίας φωτογράφος της Αυστραλίας.
Κάποια από τα βραβεία του -10 για την ακρίβεια- αφορούν παγκόσμιους διαγωνισμούς, ενώ θεωρείται πλέον ένας από τους πλέον χαρισματικούς δασκάλους Φωτογραφίας στην Αυστραλία στις διαλέξεις του οποίου δεν πέφτει καρφίτσα,
Ο Μερκούριος είναι όμως και ο ομογενής φωτογράφος που το 2011 κατάφερε με μία σειρά γαμήλιων φωτογραφιών ενός παραδοσιακού ελληνικού γάμου στην Μακεδονία να κερδίσει τον πρώτο βραβείο γαμήλιας φωτογραφίας στην Αυστραλία.
Στα 30 χρόνια της καριέρας του, ο Μερκούριος Μεγαλούδης δεν κατάφερε μόνο να θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους επαγγελματίες φωτογράφους της Αυστραλίας, αλλά και ένας από τους πλέον περιζήτητους.
Μεγάλωσε σε ένα ελληνικό σπίτι, αλλά η σχέση του με την ελληνική του καταγωγή δεν ήταν κάτι που το αποζητούσε ή προσπάθησε να το καλλιεργήσει. Ανακάλυψε την ελληνική του «φλέβα» πολύ αργότερα, όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα, κάτι που από τότε κάνει συχνά. Όπως μου λέει, ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε η σχέση του με τον «Νέο Κόσμο» δεν διαφέρει και πολύ από αυτόν με τον οποίο εξελίχθηκε και μία άλλη πολύ προσωπική και σημαντική συνάμα σχέση της ζωής του.
Οικία Μεγαλούδη δεκαετία του ’70 και «Νέος Κόσμος». Σχολίασέ το…
Ο «Νέος Κόσμος» ήταν το απαραίτητο αντικείμενο που δεν έλειπε ποτέ από το πατρικό μου σπίτι. Βρίσκεται σε όλες τις παιδικές μου αναμνήσεις με εικόνες από το καθιστικό μας. Δεν μιλούσα ελληνικά, δεν πήγαινα ελληνικό σχολείο, οπότε το μόνο πράγμα που με «έδενε» πρακτικά με την εφημερίδα ήταν οπτικής φύσης. Την έβλεπα στο τραπέζι και έβλεπα τις εικόνες της. Κοιτούσα τις σελίδες με τα νυκτερινά κέντρα, τον κόσμο που πόζαρε κατά τις βραδινές του εξόδους και μέχρι εκεί.
Οι πρώτες σου σκέψεις όταν δέχθηκες το τηλεφώνημα για να παραχωρήσεις συνέντευξη για την δουλειά σου στο «Νέο Κόσμο»;
Μόλις είχα κερδίσει το βραβείο γαμήλιας φωτογραφίας το 2011 με μία σειρά από φωτογραφίες που είχα τραβήξει σε έναν παραδοσιακό γάμο στην Μακεδονία. Για χρόνια ήμουν ξεκομμένος από αυτό που λέμε ελληνική ταυτότητα, αλλά λίγα χρόνια πριν, το 2011, είχα ταξιδέψει στην Ελλάδα και αυτή η ελληνική μου πλευρά είχε αρχίσει να διεκδικεί μαχητικά μία ξεχωριστή θέση στη ζωή μου και αυτό μου άρεσε. Τότε ήρθε και το τηλεφώνημα από τον «Νέο Κόσμο» και ήταν σαν να επισφράγισε αυτήν τη στροφή μου. Ένοιωσα περήφανος που θα έμπαινα στην εφημερίδα. Πάντα παρομοίαζα την ελληνική παροικία με ένα παζλ. Μία συλλογή από πολλά μικρά κομμάτια διαφορετικών χρωμάτων που ενώ φαίνονται άσχετα μεταξύ τους που μόνο όταν τοποθετηθούν το ένα δίπλα στο άλλο αποκτούν νόημα. Και εγώ ήμουν ένα από αυτά τα πολύχρωμα κομμάτια. Ένοιωσα ότι η συνέντευξή μου στον «Νέο Κόσμο» ήταν μέρος αυτής της διαδικασίας ένταξής μου στην ελληνική παροικία.
Ο Μερκούριος με τον γνωστό στην παροικία μας κηπουρό από τη Μελβούρνη, Βασίλη Κανιδιάδη
Η προβολή σου στον «Νέο Κόσμο» άλλαξε την εικόνα που είχαν οι άλλοι για τη δουλειά σου;
Βέβαια και την άλλαξε. Για πολλούς γνωστούς των γονιών μου η καριέρα μου αναγνωρίστηκε μόνο όταν με είδαν στις σελίδες του «Νέου Κόσμου». Επίσης, έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην επαγγελματική μου καριέρα. Επειδή τότε έκανα πολλές φωτογραφήσεις γάμων μετά το άρθρο στην εφημερίδα ήμουν αναγνωρίσιμος και από τους καλεσμένους. Εκείνο, όμως, που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η απήχηση που είχε το άρθρο στους Έλληνες συναδέλφους μου, στην Ελλάδα. Το να ασχοληθεί με τη δουλειά μου ο «Νέος Κόσμος» ήταν κάτι πολύ σημαντικό, γιατί, όπως διαπίστωσα, στην Ελλάδα η εφημερίδα αυτή χαίρει της εκτίμησης πολλών. Ακόμα και η εικόνα που είχα ο ίδιος για τον «Νέο Κόσμο» άλλαξε μετά από αυτή μου την εμπειρία. Αν θες, κατάλαβα τον σημαντικό ρόλο που έπαιζε και παίζει στο να παρουσιάζει αυτό το παζλ που αποκαλούμε ελληνική παροικία. Είναι ένα από τα σημεία αναφοράς της.