Όταν το 1975 άρχισα να εργάζομαι στην εφημερίδα, είχα την αίσθηση ότι ο «Νέος Κόσμος» και η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης ήταν το ίδιο πράγμα: δηλαδή, ο ίδιος οργανισμός με δύο διαφορετικές ταυτότητες…

Και δεν θα μπορούσε, βέβαια, να γίνει διαφορετικά, αφού δύο από τα πιο υψηλόβαθμα στελέχη της εφημερίδας, βρίσκονταν παράλληλα και στις κορυφαίες θέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Κοινότητας: ο Ανδρέας Σκρινής που ήταν πρόεδρος και ο Χρήστος Μουρίκης που ήταν γενικός γραμματέας.

Έτσι, οι τότε άνθρωποι της εφημερίδας έβλεπαν την Κοινότητα ως «σάρκα από τη σάρκα τους» και οι κοινοτικοί τον «Ν.Κ» ως… δική τους εφημερίδα.

Οι άνθρωποι της εφημερίδας, ασχολούνταν και ενδιαφέρονταν για την Κοινότητα, τουλάχιστον για 20 χρόνια πριν εγώ πληροφορηθώ την ύπαρξή της και γίνω μέλος της.

Ο Χρήστος Μουρίκης, ήταν αυτός που με παρακινούσε πιεστικά, όχι μόνο να εργαστώ για την εφημερίδα, αλλά να γίνω και μέλος της Κοινότητας και η συνέχεια έδειξε ότι είχε τους λόγους του…

Αυτό το κατάλαβα λίγους μήνες αργότερα, όταν μου πρότεινε να θέσω υποψηφιότητα για το Διοικητικό Συμβούλιο, στις εκλογές του 1976 που έγινε το «έλα να δεις».

Χρειάστηκε σχεδόν ένας χρόνος καθημερινών «φροντιστηριακών» μαθημάτων, να εμπεδώσω το τι αντιπροσώπευε για τη συνοχή και την ενότητα της παροικίας μας το «εκκλησιαστικό πρόβλημα» και ο «Κοινοτικός Θεσμός», σημαιοφόρος του οποίου ήταν από το 1957 ο «Νέος Κόσμος».

Για τον Χρήστο Μουρίκη και όλους τους κομμουνιστές και αριστερούς παλαιάς κοπής, καθώς επίσης και για όλους τους γνήσιους δημοκράτες και πατριώτες, ο «Κοινοτικός Θεσμός» ήταν το «ιερό δισκοπότηρο» της πραγματικής Λαϊκής Δημοκρατίας…

Ως εκ τούτου, το «εκκλησιαστικό πρόβλημα», που «ύφαινε» κρυφά στον αργαλειό της η Αρχιεπισκοπή, με τη βοήθεια των δεξιών και αντιδραστικών δυνάμεων -σύμφωνα με τους κοινοτικούς- απέβλεπε κυρίως στην εφαρμογή και στην Αυστραλία του συστήματος της Αμερικής και την απόλυτη κυριαρχία της Εκκλησίας.

Συνεπώς, το πρωταρχικό καθήκον όλων των κομμουνιστών και δημοκρατών, ήταν να συνταχθούν κάτω από το λάβαρο του «Κοινοτικού Θεσμού» και να μην επιτρέψουν ούτε με… σφαίρες στην Αρχιεπισκοπή να εφαρμόσει το αμερικανικό σύστημα και να… δεκαπλασιάσει τις χρεώσεις για γάμους, βαφτίσεις και άλλα μυστήρια…

Για όσους αγωνίστηκαν τότε για τον «Κοινοτικό Θεσμό», χωρίς στην πραγματικότητα να ξέρουν τι αντιπροσώπευε ο θεσμός αυτός, να πω με δύο λέξεις, ότι ήταν κάτι σαν τη δημογεροντία κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.

Δημογέροντες ονομάζονταν οι κοινοτικοί άρχοντες στον ελλαδικό χώρο που αποτελούσαν την πρώτη βαθμίδα αυτοδιοίκησης σε επίπεδο χωριού, όχι μόνο την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821.

Ο οθωμανικός ουσιαστικά αυτός θεσμός, καταργήθηκε από τον Βασιλιά Όθωνα το 1833 και αντικαταστήθηκε από τα Δημοτικά Συμβούλια.

Και ενώ, λοιπόν, ο θεσμός αυτός είχε τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία, οι εδώ άρχοντες της παροικίας κατέφυγαν κυρίως σε αυτόν, με απώτερο στόχο να προστατέψουν -όπως έλεγαν- τις εδώ κοινοτικές περιουσίες, πριν αυτές, μέσω της Αρχιεπισκοπής και Οικουμενικού Πατριαρχείου που αυτή υπάγεται, καταλήξουν στο… καταραμένο τουρκικό κράτος.

Για τον ίδιο λόγο και όχι μόνο από πατριωτισμό, η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης προσπαθούσε από το 1897 που ιδρύθηκε, να φέρει ιερέα από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας, ενώ στη συνέχεια προσπάθησε ανεπιτυχώς να ενταχθεί στην ίδια θρησκευτική αρχή.

Η απέχθεια κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, διατηρήθηκε ζωντανή μέχρι που ο αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Κουρτέσης –κατ’ εξοχήν κληρικός του Οικουμενικού Πατριαρχείου- στα τέλη της δεκαετίας του 1980, κατέφυγε για να «σώσει» την εδώ περιουσία της Κοινότητάς του (και τον ιερατικό του τίτλο) στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, όταν τα «έσπασε» με τον Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό.

Να προσθέσω εδώ, ότι η γνωστή κόντρα μεταξύ της Αρχιεπισκοπής και των παλαιών Κοινοτήτων της Αυστραλίας, που άρχισε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 με τη μαζική μετανάστευση από την Ελλάδα προς την Αυστραλία, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Κάθε άλλο…

Όλα άρχισαν με τη θεμελίωση του Ευαγγελισμού, δηλαδή της πρώτης εκκλησίας και, συγκεκριμένα, από τη στιγμή που η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης προσέλαβε για να την λειτουργεί τον πρώτο ιερέα.

Με το που πάτησε το πόδι του εδώ ο πρώτος ιερέας και οι ηγέτες της Κοινότητας διαπίστωσαν από πρώτο χέρι τη μεγάλη επιρροή που είχε στους εκκλησιαζόμενους λόγω του σχήματός του, προσπαθούσαν να τον προσεταιριστούν και να τον κάνουν σύμμαχό τους.

Ό,τι κατάλαβαν όμως οι κοινοτικοί κάπως καθυστερημένα, οι ιερείς το ήξεραν πριν ακόμα χειροτονηθούν, γι’ αυτό προσπαθούσαν και αυτοί με τη σειρά τους να αποκτήσουν συμμάχους ανάμεσα στα μέλη της Κοινότητας και το Διοικητικό Συμβούλιο, όχι μόνο για να εξασφαλίσουν τη θέση τους, αλλά και για να πάρουν και κάποια αύξηση μισθού, που ήταν και παραμένει το πρώτο τους μέλημα.

Στον μισό αιώνα που μεσολάβησε, μέχρι να ανοίξουν οι κρουνοί της μαζικής μετανάστευσης το 1950 και ιδιαίτερα μετά το 1924 που το Οικουμενικό Πατριαρχείο ίδρυσε στην Αυστραλία Μητρόπολη, η Κοινότητα Μελβούρνης βρισκόταν σε διαρκή αντιπαράθεση με τους ιερείς της, ενώ παράλληλα δεν έλειψαν και οι δικαστικές προσφυγές για να διευθετηθούν οι διαφορές τους.

Να σημειώσουμε εδώ, ότι πολλές φορές οι ιερείς της Κοινότητας λάμβαναν μέρος στις προεκλογικές εκστρατείες των υποψήφιων κοινοτικών συμβούλων, υποστηρίζοντας κατά βάση για την προεδρία ή τη γραμματεία κάποιον «δικό τους».

Οι πρόεδροι και οι γραμματείς καθόριζαν συνήθως, όχι μόνο τις προεκλογικές συμμαχίες, αλλά και τις εσωτερικές εξελίξεις του οργανισμού, γι’ αυτό και δίνονταν ομηρικές μάχες από τους διεκδικητές των αξιωμάτων αυτών.

Οι περισσότεροι πρόεδροι και γραμματείς θεωρούσαν την Κοινότητα προσωπικό τους αμπελοχώραφο, γι’ αυτό και δεν εγκατέλειπαν το πόστο τους με κανέναν… θεό.

Αυτή η παράδοση, που άρχισε στην Κοινότητα πριν 120 χρόνια, συνεχίζεται έως ένα βαθμό και μέχρι τις μέρες μας, ενώ μια άλλη, εξίσου ισχυρή παράδοση, έχει περάσει στα αζήτητα εδώ και μια δεκαετία…

Αναφέρομαι στην παράδοση που ήθελε τους κοινοτικούς αξιωματούχους, που… αντλούσαν την εξουσία τους από τον «Κοινοτικό Θεσμό», όχι μόνο να αλλάζουν τους ιερείς σαν τα πουκαμισά τους, αλλά να καθορίζουν λεπτομερειακά και τα… εκκλησιαστικά τους καθήκοντα και να τους λένε πώς να… διαβάζουν και ερμηνεύουν το Ευαγγέλιο.

Σήμερα, η μόνη Ελληνική Κοινότητα στην Αυστραλία, που διατηρεί ακόμα την ιστορική παράδοση του «Κοινοτικού Θεσμού» και ανήκει σε όποια Αυτοκέφαλη Εκκλησία βρίσκει διαθέσιμο ιερέα, είναι η Κοινότητα Αδελαΐδας.

Κάπως έτσι είχαν τα εκκλησιαστικά δρώμενα στην Αυστραλία, μέχρι που άρχισε η μαζική μετανάστευση, οπότε και… ξαναμοιράστηκε η τράπουλα για το μεγάλο «ντέρμπι» της εδώ εκκλησιαστικής περιουσίας και τόσο οι παλιές Κοινότητες όσο και η Αρχιεπισκοπή, κατάλαβαν ότι όποιος καταφέρει και «μαντρώσει» τις αγέλες των νεοφερμένων μεταναστών, που συνωστίζονταν εδώ κατά δεκάδες χιλιάδες τη δεκαετία του 1950 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, θα επικρατούσε. Τελεία και παύλα…

Η Κοινότητα Μελβούρνης, ναι μεν, άρχισε τότε να ιδρύει νέους ναούς για να εκκλησιάζονται τα πλήθη, να παντρεύονται, να βαφτίζουν τα παιδιά τους και πού και πού να ανάβουν το Πάσχα και ένα κεράκι για να μην ξεχνούν τα έθιμά τους, αλλά αυτό από μόνο του δεν έφτανε.

Η Κοινότητα δεν διέθετε ούτε το εκκλησιαστικό know how που είχε η Αρχιεπισκοπή ούτε κατάλληλο προσωπικό για μια τέτοια απαιτητική οργάνωση για την προσφορά των τότε ζητούμενων υπηρεσιών ούτε βέβαια και την κατάλληλη ηγεσία που θα μπορούσε να επωμισθεί μια τέτοια αποστολή.

Από την άλλη πλευρά, η Αρχιεπισκοπή είχε μια εκκλησιαστική και οργανωτική παράδοση 17 αιώνων, απευθυνόταν σε μια «πελατεία» που γνώριζε πολύ καλά τι θέλει και τι περιμένει από αυτή και είχε μια ολόκληρη… βιομηχανία παραγωγής εκκλησιαστικών κανόνων, πιστών, στελεχών, αξιωματούχων και ιερέων…

Η Κοινότητα, για παράδειγμα, αν ήθελε έναν παπά για κάποιον ναό της, θα έπρεπε να τον ζητήσει από την Αρχιεπισκοπή, η οποία, βέβαια, όχι μόνο ήξερε ποιον δίνει στον «αντίπαλο», αλλά και γιατί τον δίνει…

Την ίδια περίοδο, η Αρχιεπισκοπή είχε πίσω της όχι μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στρατιές αρχιερέων και ιερέων, αλλά και μια στημένη «αλυσίδα» παραγωγής τους, στην οποία ήταν υποχρεωμένη να καταφεύγει και η Κοινότητα για να εξυπηρετεί τους πιστούς και να κάνει τη δουλειά της.

Αν κοντά σε αυτά προσθέσουμε ότι το ελληνικό κράτος και οι εδώ διπλωμάτες του στήριζαν την Αρχιεπισκοπή που εκπροσωπούσε την επίσημη Εκκλησία, τους κοινοτικούς δεν μπορούσε να τους σώσει ούτε ο Θεός…

Με δύο απλές κουβέντες, η Κοινότητα περίμενε ένα θαύμα για να κερδίσει την κρίσιμη αυτή μάχη, ενώ η Αρχιεπισκοπή περίμενε το χρόνο να τη δικαιώσει…

Όταν λοιπόν με το καλημέρα της έκδοσής του το 1957, ο «Νέος Κόσμος» πρόβαλε ως σημαιοφόρος του «Κοινοτικού Θεσμού» και έγινε καταφύγιο των κοινοτικών δημοκρατικών δυνάμεων, το «παιχνίδι» είχε ήδη χαθεί.

Μόνο που χρειάστηκαν καμιά τριανταριά χρόνια ακόμα, μέχρι να αρχίσουν να καταθέτουν τα άρματά τους και οι τελευταίοι… ανδραγαθήσαντες πρόμαχοι του «Κοινοτικού Θεσμού» και να υποστείλει σιγά-σιγά τη σημαία του αγώνα και ο «Ν.Κ.».

Ορισμένοι βέβαια, μεταξύ των οποίων, τα μέλη και η ηγεσία της Κοινότητας Αδελαΐδας και κάτι «ξεχασμένοι» εδώ και εκεί, να μην έχουν καταλάβει ακόμα ότι η μάχη είχε χαθεί πριν δοθεί, αλλά, γι’ αυτούς δεν ενδιαφέρεται η ιστορία…

Να τονίσω εδώ, πως όταν άρχισα το 1975 να εργάζομαι στο «Ν.Κ», δεν είχα ιδέα για το τι ήταν ο «Κοινοτικός Θεσμός» και δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για την κόντρα της Κοινότητας με την Αρχιεπισκοπή παρά, το γεγονός ότι διάβαζα την εφημερίδα. Ναι, τόσο πολύ με ενδιέφερε η… σφοδρή εκκλησιαστική διαμάχη…

Τα έμαθα όμως όλα αυτά καλύτερα από τον καθένα και μάλιστα σε λίγο χρονικό διάστημα, γιατί είχα τους καλύτερους «δάσκαλους» σε εκκλησιαστικά ζητήματα και τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις: τον Χρήστο Μουρίκη, από τη μια πλευρά, και τον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό, από την άλλη.

Τον Στυλιανό τον είχα γνωρίσει το 1975, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την ανάληψη των εδώ καθηκόντων του και έκτοτε –λόγω της αγάπης μας στην ποίηση- τα λέγαμε πού και πού όταν Από αυτόν έμαθα για την Εκκλησία, τα Πατριαρχεία και τι τέλος πάντων πρεσβεύουν οι «ιεροί κανόνες» τους οποίους συχνά επικαλούνταν και, επιπλέον, τι εκπροσωπούσε για την Εκκλησία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο ο απόδημος ελληνισμός και οι Κοινότητες.

Όλα αυτά για μένα τότε ήταν καινούργια πράγματα, μιας και είχα αποφασίσει να ασχοληθώ αποκλειστικά με την… επανάσταση και τον ερχομό του σοσιαλισμού. Άσε που ήμουν άθεος και «αναθρεμμένος» με τσιτάτα του στιλ «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Τα τσιτάτα τότε, ήταν ακόμα η μόνη μας θεωρητική κατάρτιση…

Παράλληλα, επειδή η Κοινότητα τότε ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με τις εκκλησίες της, τα κεριά, τα λιβάνια και τους παπαδο-καυγάδες που τελειωμό δεν είχαν, δέχθηκα με τα χίλια ζόρια να θέσω υποψηφιότητα για το Συμβούλιο.

Όταν το 1976 εκλέχθηκα στο Συμβούλιο, από την πρώτη κιόλας συνεδρίαση ξέχασα όσα ήξερα και όσα είχα ακούσει ή διαβάσει. Η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο χειρότερη απ’ όσο υποπτευόμουν.

Στις περισσότερες συνεδριάσεις του το Δ.Σ ασχολούνταν με τα κεριά, τις εκδηλώσεις των εκκλησιών να συγκεντρωθούν χρήματα, τις διάφορες μικροεπισκευές των ναών και, πάνω απ’ όλα, με τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι ιερείς. Η μόνιμη πληγή της Κοινότητας…

Ο Μουρίκης στο μεταξύ είχε εκλεγεί και πρόεδρος, παραγκωνίζοντας στην ψύχρα τον Σκρινή και όταν μετά ένα δίμηνο του είπα ότι ήθελα να παραιτηθώ, με παρακαλούσε να μείνω γιατί ο επιλαχών που θα με αντικαθιστούσε ήταν από το στρατόπεδο της αντιπολίτευσης και φοβόταν φοβόνταν μήπως τον ανατρέψουν από την προεδρία.

Τα χρόνια εκείνα η Κοινότητα είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης των… δημοκρατικών δυνάμεων. Συγκεκριμένα, από το 1970 μέχρι και το 82 διεξάγονταν ένας αριστερός εμφύλιος πόλεμος εντός και εκτός των τειχών της, μεταξύ των εδώ υποστηριχτών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας που στεγάζονταν στον «Δημόκριτο» και των φίλων του ΚΚΕ (εσωτερικού) γύρω από το Κομουνιστικό Κόμμα Αυστραλίας και τον «Ν.Κ».

Η αντιπαράθεση μεταξύ τους ήταν σκληρή και γινόταν αποκλειστικά και μόνο για τα ποια παράταξη θα ελέγχει στο ΔΣ της Κοινότητας, προκειμένου να έχει και μεγαλύτερη πολιτική και ιδεολογική επιρροή στην παροικία.

Μην ξεχνάμε, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συμπαροίκων κατάγονταν από χωριά και ήταν γενικά συντηρητικοί άνθρωποι, που μετανάστευαν εδώ για μια καλύτερη και πιο ήσυχη ζωή.

Αυτό σημαίνει ότι απέφευγαν όπως ο διάβολος το λιβάνι τις εδώ υπάρχοντες πολιτικές οργανώσεις και κυρίως αυτές της αριστεράς, για να μην τους «φακελώσουν» οι εδώ προξενικές αρχές, που μέχρι και το 1980 ακόμα θεωρούσαν τον «Ν.Κ», ως «κουμμουνιστική» και «αντεθνική» εφημερίδα.

Οι αριστερές οργανώσεις με τη σειρά τους, για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους και την επιβίωσή τους, έψαχναν απεγνωσμένα να βρουν οπαδούς και συμμάχους, γι’ αυτό και ασχολούνταν με την Κοινότητα, και τα εκκλησιαστικά της προβλήματα. Άσε που και οι περισσότεροι κομμουνιστές που μετανάστευσαν εδώ ήταν και θρησκευόμενοι…

Τα Δ.Σ της Κοινότητας, από το 1970 έως και το 1985, θα έλεγα ότι εκλεγόταν από τον «Ν.Κ» και στα γραφεία του γίνονταν οι μυστικές συνεδριάσεις των στελεχών που ηγούνταν των συνδυασμών που κέρδιζαν τις εκλογές.

Να τονίσουμε εδώ ότι από το 1957 ο «Ν.Κ» στήριζε την παράταξη που αγωνιζόταν κατά της Αρχιεπισκοπής και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο, όχι μόνο το 1963 που η Κοινότητα αποχώρησε από την τελευταία και προσχώρησε στην Αυτοκέφαλο Εκκλησία, άλλα και όταν επέστρεψε στην Αρχιεπισκοπή επί προεδρίας Δημήτρη Ελεφάντη, το 1970.

Κατά τη διάρκεια της επταετίας που μεσολάβησε, εκτός της επίσημης Εκκλησίας, οι έξι ναοί της Κοινότητας υπέστησαν μεγάλες απώλειες, αφού τις εγκατέλειψαν οι περισσότεροι εκκλησιαζόμενοι, κυρίως λόγω του ότι τα μυστήρια που τελούνταν εκεί δεν τα αναγνώριζε ούτε η εδώ Αρχιεπισκοπή ούτε το ελληνικό Κράτος.

Στο μεταξύ, ο αγώνας για την επικράτηση του «Κοινοτικού Θεσμού» συνεχιζόταν και από την εφημερίδα μας μέχρι το 1994 που έφυγε ο Μουρίκης και από τα Δ.Σ της Κοινότητας -σε πιο χαμηλούς τόνους- μέχρι το 2007 που αποχώρησε από την προεδρία του οργανισμού ο Γιώργος Φουντάς.

Η πλήρης αποκατάσταση των σχέσεων της Κοινότητας με την Αρχιεπισκοπή έλαβε χώρα το 2007, όταν επικράτησε η παράταξη του σημερινού προέδρου, Βασίλη Παπαστεργιάδη.

Τώρα αν με ρωτήσετε, γιατί έγιναν όσα έγιναν, το μόνο που έχω να σας πω είναι ότι αν δεν γίνονταν, δεν θα είχαμε τίποτα να θυμόμαστε και να γράφουμε…