Για εκατό και πλέον χρόνια, δηλαδή, μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 2000, το Lonsdale Street αποτελούσε το κέντρο του Ελληνισμού της Μελβούρνης.
Από το 1880 και έπειτα, που άρχισαν να φτάνουν εδώ οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες, ο δρόμος αυτός έγινε η «πιάτσα» των τότε νεοφερμένων που έψαχναν για οποιαδήποτε δουλειά στο σίτι.
Στο Lonsdale Street και τους γύρω δρόμους του κέντρου, έστησαν τις επιχειρήσεις τους οι πρώτοι συμπατριώτες μας και εκεί έβρισκαν δουλειά οι τότε νεοφερμένοι από την Ελλάδα, αρκετοί από τους οποίους στα μαγαζιά αυτά απέκτησαν το επιχειρηματικό know how για να στήσουν αργότερα τα δικά τους.
Στον ιστορικό αυτό δρόμο για εμάς τους Έλληνες τούτης της πόλης, έγιναν οι πρώτες συναντήσεις και συζητήσεις για τη δημιουργία της πρώτης ελληνικής εκκλησίας, του Ευαγγελισμού και την ίδρυση της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης το 1897 και εκεί βρίσκεται σήμερα το Πολιτιστικό Κέντρο της παροικίας μας και η έδρα της ναυαρχίδας των ελληνικών οργανώσεων της Βικτώριας.
Εκεί είχε τα γραφεία του, από την ημέρα που ξεκίνησε ο «Νέος Κόσμος», τoν Φεβρουάριο του 1957, μέχρι και τους τελευταίους μήνες του 1994, που μετακόμισε στο Nicholson Street στο Fitzroy, ενώ εκεί είχαν την έδρα τους και πολλά ιστορικά μαγαζιά της παροικίας μας που σήμερα δεν υπάρχουν.
Ορισμένα από τα μαγαζιά αυτά, όπως το βιβλιοπωλείο Σαλαπάτα, που εκτός από βιβλία και δίσκους πωλούσε και αθηναϊκές εφημερίδες, και το ταξιδιωτικό γραφείο του Νίκου Κυριακόπουλου, λειτουργούσαν και ως χώροι συνάθροισης πολλών συμπαροίκων που ενδιαφέρονταν κυρίως για τις πολιτικές εξελίξεις της Ελλάδας κατά πρώτον λόγο και αν τους έμενε λίγος χρόνος, ασχολούνταν και με την Αυστραλία.
Και όταν δεν κατάφερναν να λύσουν τις διαφορές τους και να βρουν μια άκρη στα στέκια αυτά, περνούσαν από το παντοπωλείο του Πιτσιλίδη για να αγοράσουν ξηρούς καρπούς και κουλουράκια και συνέχιζαν τις ατελείωτες και πάντα αιμορραγούσες διαφωνίες τους στο Medallion, πίνοντας καφέδες και καπνίζοντας τσιγάρα…
Στο Medallion, εκτός από τους εργαζόμενους στο Lonsdale Street και στο κέντρο της πόλης, σύχναζαν συνήθως περαστικοί, όσοι σταματούσαν να αγοράσουν γλυκά και όσοι κατέβαιναν στο σίτι από τα προάστια για να πιουν καφέ και να συναντήσουν κάποιο φίλο.
Όλα αυτά, βέβαια, κατά τη διάρκεια του εργάσιμου οκταώρου, γιατί από τη στιγμή που κούρνιαζαν οι κότες και οι μεροκαματιάρηδες των εργοστασίων την άραζαν σε κανένα καναπέ ή έπεφταν για ύπνο, η καφετέρια άλλαζε όψη και πελατεία.
Από τη στιγμή που η νύχτα έδινε τον δικό της βηματισμό και αυτοί που «ψάρευαν» στα σκοτεινά νερά της ξεπόρτιζαν αναζητώντας μια καινούργια «γνωριμία» να ξεγελάσουν την πληκτική καθημερινότητα και να ομορφύνουν τη ζωή τους, το Medallion μεταμορφωνόταν σε «νυφοπάζαρο».
Δεκάδες κοπέλες βάφονταν, στολίζονταν, καλλωπίζονταν και έβγαιναν τσάρκα στο «νυφοπάζαρο», αναζητώντας κάποιο φλερτ για να περάσουν τη βραδιά τους ή κάποια «σοβαρή» γνωριμία τέλος πάντων,
να κλείσουν το στόμα της μάνας τους, πριν μείνουν στο «ράφι»…
Ιδιαίτερα τις Παρασκευές και τα Σαββατόβραδα, που οι πιο νέοι κατέβαιναν στη πόλη για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κανένα κλαμπ του συρμού, αν πήγαινες στο Medallion μετά τις οκτώ και μέχρι την μία μετά τα μεσάνυχτα, δεν έβρισκες θέση να καθίσεις.
Οι συζητήσεις των θαμώνων του μαγαζιού δεν κάλυπταν μόνο την πολιτική, το ποδόσφαιρο, τα ημερομίσθια, τη μόδα και τους τρέχοντες κοινωνικούς «προβληματισμούς», αλλά, επεκτείνονταν φευγαλέα σε όλα τα ενδιαφέροντα για να επικεντρώσουν τελικά την κουβέντα στο φλέγον για όλους θέμα: τις «γκόμενες»…
Με σχόλια και κουτσομπολιά των δύο «αντιμαχόμενων» φύλων, για το ποιος ή ποια έμπαινε στο μαγαζί και τι «έψαχνε» να βρει, άρχιζαν οι συζητήσεις για τελειώσουν και αυτές με το «θάψιμο» όλων των υπολοίπων.
Διαφορετικής «ποιότητας» και άλλου βεληνεκούς, ήταν οι άγριες συζητήσεις που γίνονταν στο μαγαζί του Κυριακόπουλου και του Γιώργου Σαλαπάτα.
Στο ταξιδιωτικό πρακτορείο του Νίκου συγκεντρώνονταν και αντάλλασσαν «πυρά» οι… «Δημοκρατικές Δυνάμεις» και οι μάχες κυρίως δίνονταν μεταξύ των πράσινων νεο-σοσιαλιστών ΠΑΣΟΚων και της… αναθεωρητικής ομάδας των φίλων του ΚΚΕ (εσωτερικού).
Επικές ήταν οι μονομαχίες από το 1974 μέχρι το τέλος του 1977, του Διονύση Συκιώτη και του Βασίλη Κεραμά και τελείωσαν αφού ο δεύτερος επέστρεψε στην Ελλάδα και την αστυνομία -απ’ όπου τον είχε διώξει η χούντα- για να αναλάβει υπεύθυνος της προσωπικής φρουράς του Ανδρέα Παπανδρέου.
Στου Σαλαπάτα, από την άλλη πλευρά, μαζευόταν κάθε καρυδιάς καρύδι. Από ακροδεξιοί μέχρι τροτσκιστές και μαοϊκοί και όλοι οι ενδιάμεσοι που ασπάζονταν διάφορες ιδεολογίες, κόμματα, σέχτες και δόγματα.
Εκείνοι όμως που οριοθετούσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγονταν οι πιο έντονες συζητήσεις και έπαιρνε «φωτιά» το μαγαζί, ήταν όσοι είχαν άγριο κύλημα κατά των Εβραίων…
Στην αντι-εβραϊκή Συναγωγή του Σαλαπάτα, έρχονταν να αγοράσουν την «Αυριανή» που ήταν και η σημαιοφόρος του σκοτεινού εθνικιστικού ελληνικού κινήματος κατά της σιωνιστικής μάστιγας…
Ο αρχιερέας του κινήματος αυτού, που είχε πολλούς λάτρεις μεταξύ των Ελλήνων που είχαν μεταναστεύσει στην Αυστραλία, ήταν ο… εβραιο-κυνηγός Κυριάκος Διακογιάννης, που είχε γράψει πολλά βιβλία κατά των Εβραίων και αρθρογραφούσε στην «Αυριανή».
Να προσθέσω εδώ, ότι τα λιβελογραφήματα αυτά του Διακογιάννη, που έφεραν τίτλους όπως: «Το πανέρι με τις οχιές», «Οι λυκάνθρωποι» και οι «Σαρκοφάγοι του Ελληνισμού», στέφονταν αποκλειστικά και μόνο κατά των Εβραίων.
Τα… βιβλία του Διακογιάννη και πολλών άλλων που ασχολούνταν με την αντι-εβραϊκή «λογοτεχνία» φιγουράριζαν στην μόστρα του μαγαζιού και όταν ρωτούσα τον Σαλαπάτα «γιατί», μου απαντούσε: «είναι τα μόνα βιβλία που ζητούν οι πελάτες μου και τα μόνα που πωλούνται».
Τους ανθρώπους που έρχονταν στο μαγαζί του Σαλαπάτα για να αγοράσουν τις «οχιές» και τα βιβλία που αναφέρονταν σε άλλα τα αντι-εβραϊκά «ερπετά», τους αναγνώριζα με το που τους έβλεπα να μπαίνουν: στην κυριολεξία γυάλιζε το μάτι τους…
Τέτοιου είδους βιβλία και όχι τον… Όμηρο, επέλεγαν αρκετοί συμπάροικοι… αρχαιολάτρες που διάβαζαν και ήθελαν να… μορφωθούν. Γι’ αυτό και η ελληνική γλώσσα πήγε περίπατο και ακόμα σεργιανίζει…
Τώρα θα μου πείτε ότι, αν δεν… αγωνίζονταν αυτοί «υπέρ βωμών και εστιών» οι Εβραίοι θα είχαν… σκοτώσει τα παιδιά μας και θα έπιναν το αίμα του ελληνισμού με καλαμάκι…
Άφησα τελευταίο το παντοπωλείο του Πιτσιλίδη, όπου κάθε Κυριακή πρωί, που πήγαινα στο «Νέο Κόσμο» για δουλειά, με περίμενε ο Σταμάτης να τον βοηθήσω να βγάλει στο πεζοδρόμια για μόστρα τα μπαούλα που πωλούσε το ιστορικό αυτό μαγαζί.
Όταν έφτανα πριν τις οκτώ το πρωί συνήθως, τον έβλεπα απέξω καθισμένο σε μια καρέκλα να καθαρίζει μπάμιες, φασολάκια και αντίδια ή να τρώει το κουλουράκι του συνοδευόμενο με κεφαλοτύρι, σταφύλια ή με κάποιο άλλο φρούτο της εποχής.
Πού και πού, όταν είχα καιρό, καθόμουν να πιούμε μαζί έναν καφέ και να ακούσω τα κουτσομπολιά του Lonsdale Street. Κρατούσε αρχείο ο Σταμάτης…