Πρόσφατα αναφέρθηκα σε τρεις μεγάλες μορφές των ελληνικών Γραμμάτων, τον Αδαμάντιο Κοραή, τον Γεώργιο Ψυχάρη και τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, η συμβολή των οποίων στη διαμόρφωση της νεοελληνικής γλώσσας υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική, παρά το γεγονός ότι οι δύο πρώτοι έζησαν, και δραστηριοποιήθηκαν, στη Γαλλία.

Αυτή τη φορά, όπως και την ερχόμενη εβδομάδα, θα κλείσω την αναφορά σε διαπρεπείς Έλληνες ανθρώπους των Γραμμάτων, οι οποίοι συνέβαλαν σημαντικά στη διαμόρφωση της Νεοελληνικής γλώσσας. Αναμφίβολα υπάρχουν και πολλοί άλλοι Έλληνες, οι οποίοι με τον δικό τους τρόπο συνέβαλαν στη διαμόρφωση και τον εμπλουτισμό της γλώσσας μας.

Το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία» του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, το Σαββατοκύριακο 2-3 Δεκεμβρίου, διοργάνωσε ένα διεθνές συνέδριο με θέμα «Η κοινωνική και πολιτική σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη, 20 χρόνια μετά», εννοώντας 20 χρόνια μετά το θάνατό του. Το συνέδριο είχε ως στόχο να υπογραμμίσει την επικαιρότητα της σκέψης του Κορνήλιου Καστοριάδη, και να αξιολογήσει τη συμβολή του σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που σχετίζονται στην εποχή μας.

Προτού ασχοληθώ, στο επικείμενο άρθρο μου, με αναφορές που έγιναν κατά τη διάρκεια του συνεδρίου στην κοινωνική και πολιτική σκέψη του Κ. Καστοριάδη, σκέφθηκα να δώσω, σε γενικές γραμμές, μια εικόνα από τη ζωή και το έργο του, για να γίνουν πληρέστερα κατανοητές οι απόψεις που εκφράστηκαν στο συνέδριο.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου 1922 στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά του, για λόγους ασφάλειας, μετοίκησε στην Αθήνα. Ο πατέρας του Κορνήλιου, Καίσαρας Καστοριάδης, τον ανέθρεψε σύμφωνα με τα γαλλικά πρότυπα μόρφωσης, ενώ η μητέρα του Σοφία, του μετέδωσε την αγάπη της για τις τέχνες και για το πιάνο.

Στη συνέχεια ο Καστοριάδης σπούδασε Νομικά, Φιλοσοφία και Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σπουδές τις οποίες συνέχισε αργότερα στο Παρίσι σε μεταπτυχιακό επίπεδο, με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου.

Σε ηλικία μόλις 13 ετών ο Καστοριάδης είχε έρθει σε επαφή με τη μαρξιστική σκέψη, μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου που αγόρασε σε υπαίθριο βιβλιοπωλείο της Αθήνας. Έτσι, ιδεολογικά, από νεαρή ηλικία είχε ενταχθεί στο κίνημα της αριστεράς, με αποτέλεσμα τη σύλληψη και φυλάκισή του για ένα διάστημα από το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά.

Το 1944, σε ηλικία μόνο 22 ετών, δημοσίευσε το πρώτο του δοκίμιο για τον Μαξ Βέμπερ, Γερμανό κοινωνιολόγο, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του εικοστού αιώνα στον χώρο των κοινωνικών επιστημών.

Ο ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
Το 1945 ο Κ. Καστοριάδης μετέβη στο Παρίσι με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης.

Έκτοτε, η πρωτεύουσα της Γαλλίας αποτέλεσε το επίκεντρο της ζωής και των δραστηριοτήτων του. Την Ελλάδα την επισκεπτόταν τα καλοκαίρια.
Στο Παρίσι, παράλληλα με τις μεταπτυχιακές σπουδές του, συνέβαλε και στη δημιουργία της ομάδας «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», η οποία άσκησε κριτική στο σοβιετικό, μαρξιστικό μοντέλο, το οποίο χαρακτήρισε ως «γραφειοκρατικό καπιταλισμό». Ο ίδιος ήταν το ηγετικό στέλεχος της εν λόγω ομάδας, και έγραφε με ψευδώνυμο τα κύρια άρθρα που δημοσιεύονταν στο ομότιτλο περιοδικό. Κάποια από τα άρθρα εκείνα αργότερα περιλήφθηκαν στα βιβλία του «Η Γραφειοκρατική Κοινωνία», «Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος», «Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού», «Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση» και «Η Γαλλική Κοινωνία».

Στη συνέχεια, ο Κ. Καστοριάδης άρχισε να διαμορφώνει την έννοια της αυτονομίας ως «αυτονομία του προλεταριάτου», καθότι, σύμφωνα με την εκτίμησή του, το εργατικό κίνημα είχε υποστεί σημαντικές διαστρεβλώσεις, οι οποίες αλλοίωναν τον ιστορικό του ρόλο. Ως εκ τούτου, για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας έκρινε πως χρειαζόταν μια αυτόνομη δράση του προλεταριάτου, το οποίο θα είχε ως απώτερο σκοπό την κατάλυση του γραφειοκρατικού δημόσιου μηχανισμού, και τη μεταβίβαση της εξουσίας σε μαζικούς οργανισμούς των παραγωγικών τάξεων.

Το 1966 η ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» έπαυσε να λειτουργεί, και το ομώνυμο περιοδικό σταμάτησε να εκδίδεται. Ωστόσο, οι κοινωνικές θεωρίες του Καστοριάδη και των συνεργατών του αποτέλεσαν βασική πηγή έμπνευσης για τους εξεγερμένους φοιτητές στο Παρίσι τον Μάιο του 1968.

Τα οδοφράγματα στο Παρίσι, και τα ευρηματικά συνθήματα των φοιτητών το 1968, βρήκαν απήχηση και σε φοιτητές άλλων χωρών, και πήραν τη μορφή αμφισβήτησης του κοινωνικού καθεστώτος την εποχή εκείνη. Οι νέοι απαιτούσαν έναν πιο παρεμβατικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή, μακριά από τους παραδοσιακούς περιορισμούς και υποχρεώσεις.

Την περίοδο εκείνη ο Κ. Καστοριάδης εργαζόταν ως οικονομολόγος στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Το 1970 απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα, και ως εκ τούτου έπαψε να υπογράφει τα διάφορα άρθρα του με ψευδώνυμα, γιατί πλέον δεν φοβόταν την απέλασή του από τη Γαλλία.

ΟΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Μετά την απόκτηση της γαλλικής υπηκοότητας ο Καστοριάδης επιδόθηκε στη μελέτη της ψυχανάλυσης, ενώ παράλληλα διετέλεσε και εκδότης του περιοδικού «Textures» από το 1971 ώς το 1975.

Η στροφή του Καστοριάδη στην ψυχανάλυση χαρακτηρίζει πλέον το σύνολο της σκέψης του, καθότι τον οδήγησε σε μια καινούργια φιλοσοφική κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτυπώνεται στο κλασικό, πλέον, έργο του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» (1975). Γύρω από αυτό το σύγγραμμα ο Καστοριάδης δόμησε το εν γένει φιλοσοφικό του σύστημα.

Στη συνέχεια ο Καστοριάδης διετέλεσε εκδότης του περιοδικού «Libre» ώς το 1980, οπότε και εξελέγη Διευθυντής Σπουδών στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (Ανώτατη Σχολή για τις Κοινωνικές Επιστήμες), του Πανεπιστημίου του Παρισιού, όπου διοργάνωσε σεμινάρια με τίτλο «Η θέσμιση της κοινωνίας και η ιστορική δημιουργία».

Το 1989 ο Καστοριάδης αναγνωρίστηκε και στην Ελλάδα, καθώς αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, και το 1993 στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Κεντρική θέση στο έργο του Καστοριάδη κατέχει η έννοια της ‘αυτονομίας’. Δεδομένου ότι ο όρος ‘αυτονομία’ σημαίνει τη δυνατότητα μιας κοινωνίας να δημιουργεί τους δικούς της νόμους και θεσμούς, ο ίδιος αποκαλέστηκε και «Φιλόσοφος της Αυτονομίας».

Σύμφωνα με τον Καστοριάδη ο όρος ‘αυτονομία’ είχε παρερμηνευτεί. Αυτό, κατά την άποψή του, συνέβη το 1975-76, όταν διάφορες αυτοονομαζόμενες ‘αυτόνομες ομάδες’ άρχισαν να προβαίνουν σε αντικοινωνικές δραστηριότητες, τις οποίες δικαιολογούσαν λέγοντας «είμαστε αυτόνομοι».

Είναι σημαντικά τα ακόλουθα που έγραψε ο Καστοριάδης για τον όρο ‘αυτονομία’:
«Ξέρετε, στη λέξη αυτονομία υπάρχουν δύο ρίζες: ‘αυτός’ (εγώ, ο ίδιος) και ‘νόμος’. Όμως οι περισσότεροι άνθρωποι σκέπτονται τη ρίζα ‘αυτός’ και ξεχνούν τη ρίζα ‘νόμος’. Αυτόνομος, λοιπόν, είναι εκείνος που δίνει στον εαυτό του έναν νόμο. Φυσικά, δεν θα αποκαλούσα αυτόνομο όποιον εκπληρώνει απλώς τις επιθυμίες του χωρίς κανένα φρένο και χωρίς κανέναν έλεγχο, όποιον θεωρεί πως νόμος είναι να κάνει ό,τι του κατεβαίνει κάθε στιγμή στο κεφάλι».

Σε μία συνέντευξη που έδωσε ο Κ. Καστοριάδης, στην ερώτηση «Τι σημαίνει ακριβώς η αυτονομία; Σας ρωτώ δεδομένου ότι η λέξη αυτονομία, ή ορθότερα ο όρος αυτός, βρίσκεται στο κέντρο του έργου και της σκέψης σας», απάντησε ως ακολούθως:
«Ναι, έτσι είναι. Θα πω αμέσως πώς εννοώ την αυτονομία και όποιος θέλει συμφωνεί, όποιος δεν θέλει ας τραβήξει το ρεβόλβερ του… Από την αρχή της δουλειάς μου, από το 1949, η λέξη αυτονομία έχει κεντρικό ρόλο σε ό,τι έχω γράψει – αυτονομία ατομική και αυτονομία κοινωνική. Αμέσως βέβαια προκύπτει ένα πρόβλημα. Έως πού πάει η ατομική αυτονομία σε σχέση με τους κοινωνικούς κανόνες και, επίσης, τι σημαίνει κοινωνική αυτονομία;
Πώς είναι δυνατόν να συμβιβαστεί η ατομική αυτονομία με την ύπαρξη κοινωνικών νόμων, καθώς και με την ύπαρξη μιας εξουσίας; Διότι σε μια πραγματική δημοκρατία -άμεση δημοκρατία- η πλειοψηφία ασφαλώς ασκεί μια εξουσία και αυτοί που δεν συμφωνούν με τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, παρά ταύτα, είναι υποχρεωμένοι να τις ακολουθούν».

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 75 ετών στις 26 Δεκεμβρίου 1997 στο Παρίσι, ύστερα από χειρουργική επέμβαση στην καρδιά του.

Δύο δεκαετίες μετά τον θάνατό του, οι φιλοσοφικές του ιδέες δεν υιοθετούνται μόνο από κοινωνικά κινήματα, αλλά αποτελούν και αντικείμενο μελέτης σε διδακτορικές διατριβές, και σχολιάζονται σε άρθρα που δημοσιεύονται σε φιλοσοφικά περιοδικά, τα οποία εξετάζουν την συνεχή επίδραση και την επιρροή των ιδεών του Κ. Καστοριάδη.

Για τη βαθυστόχαστη σκέψη του, και για τη μεγάλη συμβολή του σε θέματα που σχετίζονται με τη φιλοσοφία, την πολιτική, την ψυχανάλυση και την οικονομία, ο Κορνήλιος Καστοριάδης αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ού αιώνα.

Όπως προανέφερα, την ερχόμενη εβδομάδα θα φροντίσω να συνοψίσω κάποιες από τις απόψεις που εκφράστηκαν για το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη στο διεθνές συνέδριο στην Αθήνα στις 2-3 Δεκεμβρίου.