Θα έχετε αντιληφθεί ότι, τελικά, τίποτα ουσιαστικά δεν αλλάζει. Μπορεί να αλλάζει, ας πούμε, η μόδα και να υποστούμε για κάποια περίοδο τη μόδα του αφαλού, του τατουάζ ή του σκισμένου παντελονιού, αλλά η νοοτροπία δεν αλλάζει.

Δεν έχω το δικαίωμα να μιλήσω για συνήθειες, πιστεύω και καταστάσεις που επικρατούν σε άλλους λαούς και άλλες χώρες. Μπορεί όλοι να γνωρίζουμε τα χόμπι ορισμένων λαών, για παράδειγμα των Αμερικανών τα παιδιά αρέσκονται στα όπλα, τα πολυβόλα και τα εκρηκτικά και πολύ τους αρέσει να σκοτώνουν τους… συμμαθητές τους. Έχουμε ακούσει ότι… οι Γερμανοί δεν… κλέβουν το κράτος τους και είναι εντάξει στις υποχρεώσεις τους προς την εφορία. Ξέχασαν να μας πουν πως και το κράτος τους δεν τους κλέβει και έτσι είναι… πάτσι.

Τελικά, για να μην σας κουράζω, όλοι γνωρίζουμε ότι οι Άγγλοι είναι έτσι, οι Σουηδοί αλλιώς και οι… Κινέζοι πλούσιοι. Μιλάω για μια νοοτροπία δική μας, καθαρά ελληνική απ’ αυτές που μοιάζουν με το αν το αυγό έκανε τη κότα ή η κότα το αυγό. Το κράτος έσπρωξε τον υδραυλικό να ζητά μετρητά και να μη δίνει απόδειξη; Ή ο υδραυλικός δεν γινόταν πιστευτός όταν δήλωνε τα ακριβή έσοδά του και αποφάσισε να δουλέψει χωρίς… αποδείξεις;

Θυμάμαι, Δεκέμβρη του 1999 στην Ελλάδα, ένας πρώτος εξάδελφός μου έκανε κάποιες επισκευές στο σπίτι του. Διάλεξε Δεκέμβρη, όπως μου εξήγησε, γιατί πίστευε ότι βρίσκεις πιο εύκολα τεχνίτες και μπορείς να βρεις κάποια διαφορά στις τιμές. Τον άφησα να πιστεύει τα δικά του και τον επισκέφθηκα όταν τελείωσε τις ανακαινίσεις. Σας μεταφέρω τα λόγια του: «Τον ρώτησα πόσες ώρες χρειάζονται για να αντικαταστήσει τις σανίδες του παρκέ σε ένα δωμάτιο 4Χ4 με τα ξύλα δικά μου. Η απάντησή του κοφτή και σκέτη ότι… εξαρτάται από το τι θα βρούμε από κάτω όταν θα βγάλουμε τις παλιές σανίδες του παρκέ. Αν έβρισκε σάπια ξύλα θα είχαμε πρόβλημα. Δουλεύει, λέει, με την ώρα και εξαρτάται, πάντα, από το τι δυσκολίες θα βρει. Έτσι που μου τα έβγαζε, θα πρέπει να δουλεύει με κάπου 20.000 δραχμές την ώρα και χωρίς απόδειξη».

Και όπως έγραφε η Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου στην «Εστία», «γιατί να μην δικαιολογήσει κανείς τους γιατρούς, όταν ζητούν φακελάκια για μια εγχείρηση νεφρού; Όταν ένας που τοποθετεί σανίδες παρκέ, κάποιος που επισκευάζει θερμοσίφωνα ή τοποθετεί ένα μαρμαράκι στο μπάνιο, δουλεύοντας λίγες ώρες την εβδομάδα, βγάζει σε μια εβδομάδα τρεις και τέσσερις φορές το μηνιαίο εισόδημα ενός συνταξιούχου του ΙΚΑ, που πληρώνει και φόρους. Μιλάμε για εκατομμύρια το μήνα και δεν μιλάμε μόνο για τους δικούς μας, τους Έλληνες, υπάρχουν Πολωνοί, Αλβανοί, Πακιστανοί και άλλοι αλλοεθνείς που ακολουθούν με μαθηματική ακρίβεια, τους ρυθμούς, τις αρχές και τους νόμους των Ελλήνων συναδέλφων τους, δηλαδή του «μαύρα» και του άνευ αποδείξεως και μεταφέρουν τις χιλιάδες δραχμές στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.

Εκείνο που με ενοχλεί περισσότερο είναι το ότι ένας εργάτης, υδραυλικός, μπετατζής ή ξυλουργός σπάνια έχει ξοδέψει χρήματα για να πάει σε κάποιες σχολές. Αν δεχτούμε ότι έχει ξοδέψει λίγα χρήματα, δεν έχει πληρώσει για σπουδές ανώτερων σχολών και πανεπιστημιακών διπλωμάτων. Και βλέπεις σήμερα τον εργάτη ειδικό σε μια κάποια τέχνη να οδηγεί αυτοκίνητο ακριβό, μεγάλου κυβισμού και τον νεαρό που οι γονείς του πλήρωσαν χρήματα που… ίσως δεν είχαν, για να σπουδάσουν το παιδί τους, να του εξασφαλίσουν ένα πανεπιστημιακό πτυχίο που θα του εξασφαλίσει, τις περισσότερες φορές, μια θέση δημοσίου υπαλλήλου, καθηγητή Μέσης Εκπαίδευσης. Ενός μισθωτού, τέλος πάντων, που εργάζεται πλήρες ωράριο και αμείβεται όπως αμείβονται όλοι οι υπάλληλοι του Δημοσίου, αφαιρούμενης και της μερίδας της Εφορίας» .

Παράπονο του εξαδέλφου τον Δεκέμβρη του 99. Ίδια γεύση σήμερα και πικρή γεύση. Λένε ότι στην πατρίδα μας έχει μετριαστεί η περίπτωση των «μαύρων» και των «άνευ αποδείξεων» συναλλαγών. Το κατά πόσο έχουν μετριαστεί δεν ξέρω.

Εκείνο που είναι σίγουρο και απολύτως εξακριβωμένο είναι ότι χιλιάδες παιδιά, σπουδαγμένα, πήραν το δρόμο της ξενιτειάς, δουλεύουν σε ξένες χώρες και δεν προβλέπεται να γυρίσουν στην όμορφη πατρίδα μας. Και δεν έφυγαν μόνο τα σπουδαγμένα παιδιά μας από την πατρίδα. Πήραν των ομματιών τους και τεχνίτες, γνώστες της τέχνης τους, ζευγάρια υπαλλήλων που ο ένας έχασε τη δουλειά και με του άλλου τον πενιχρό, πετσοκομμένο μισθό, δεν… έβγαιναν. Πήραν των ομματιών τους δάσκαλοι, μηχανικοί και αγωνιστές της ζωής που αγκομαχούσαν. Γιατί;

Και κάποιοι από τους νέους μας, έγιναν δεκτοί σε ξένες χώρες… ευχαρίστως. Η μάνα τους αγωνιά και περιμένει. Είναι οι άλλοι που δουλεύουν 21 ώρες και μαθαίνουν τη γλώσσα και περιμένουν, κάθε μέρα, να… ξημερώσει. Και ξέρω και περιπτώσεις ξενιτεμένων παιδιών μας, που βρήκαν δουλειά, βολεύτηκαν στης ξενιτειάς τον αβόλευτο τρόπο ζωής και στέλνουν και λίγα χρήματα στη μάνα και στο γέρο πατέρα. Κι εκείνοι, ο γέρος κι η γριά, μαζεύουν τα χρήματα, να βγάλουν τρίτη θέση εισιτήρια, να πάνε να δούνε τα παιδιά τους στην πλανεύτρα ξενιτειά.