ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ: Μια διαχρονική τραγωδία πίστης, σφαγών, αφανισμού και συνύπαρξης.
ΣΗΜΕΙΟ αναφοράς δύο λαών και τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, που η κάθε μια τη διεκδικεί αποκλειστικά για τον εαυτό της.
ΜΙΑ πόλη με ιστορία τριών χιλιάδων ετών, που καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε πολλές φορές.
ΩΣ ένα βαθμό, η Ιερουσαλήμ συμπυκνώνει την ανθρώπινη ιστορία, μιας και από εκεί δεν πέρασαν μόνο κατακτητές, αλλά και γνωστοί προφήτες που θεμελίωσαν τον Ιουδαϊσμό, τον Χριστιανισμό και τον Ισλαμισμό.
ΜΙΛΑΜΕ δηλαδή για μια «ιερή» πόλη, που δεν έχει ρίζες μόνο στην Παλαιστίνη, αλλά και στον «άλλο κόσμο», μιας και στην Ιερουσαλήμ θα κληθούμε όλοι να παραβρεθούμε στη… Δευτέρα Παρουσία.
ΟΛΟΥΣ αυτούς τους βιαστικούς, που ανυπομονούν να δώσουν το παρών τους στη Δευτέρα Παρουσία, είχε υπόψη του ο Ντόναλντ Τραμπ «ανακηρύσσοντας» την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του Ισραήλ.
ΑΝ δηλαδή ο διπλωματικός αυτός βανδαλισμός του Αμερικανού προέδρου απέβλεπε σε κάποιους, αυτό δεν ήταν το Ισραήλ, αλλά τα εκατομμύρια των «τρελαμένων» Αμερικανών Ευαγγελιστών, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ψηφοφόροι του Τραμπ.
ΠΡΙΝ όμως αναδημοσιεύσω ένα άρθρο του Βρετανού ιστορικού και καθηγητή Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μπάκιγχαμ, Σάιμον Μοντεφιόρε, ο οποίος αναφέρεται στην «ιερή» αυτή πόλη, θα αναφερθώ με δύο λόγια στην ιστορία της Ιερουσαλήμ.
Η Ιερουσαλήμ έκανε την εμφάνισή της στον ιστορικό «χάρτη της εποχής εκείνης γύρω στο 1000 π.Χ. όταν διασπάστηκαν οι Ισραηλίτες και ιδρύθηκε το Βασίλειο του Ιούδα.
ΤΗΝ Ιερουσαλήμ επέλεξε ο Δαβίδ ως πρωτεύουσα του κράτους του και εκεί έχτισε ο Σολόμωντας τον ξακουστό ναό, που ακόμα ονειρεύονται να ξαναχτίσουν οι Εβραίοι.
ΤΟ 586 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι κατέστρεψαν την πόλη και το ναό του Σολόμωντα και εξόρισαν τους Εβραίους.
ΣΤΗ συνέχεια την Ιερουσαλήμ την κατέκτησαν διαδοχικά οι Πέρσες, οι Έλληνες και οι Πτολεμαίοι, μέχρι που το 70 π.Χ. ήλθε η σειρά των Ρωμαίων να βάλουν τη σφραγίδα τους, καταστρέφοντας πάλι συθέμελα την πόλη και γκρεμίζοντας για δεύτερη φορά το ναό του Σολομώντα που είχαν ξαναχτίσει οι Εβραίοι.
ΤΟ 1637 μ.Χ. ήλθε η σειρά των Αράβων να την κατακτήσουν και να χτίσουν 54 χρόνια αργότερα το τέμενος Ομάρ που ακόμα υπάρχει δίπλα στο «τείχος των δακρύων», που ακόμα χρησιμοποιούν ο Εβραίοι για να προσεύχονται μιας και δεν έχει χτιστεί ακόμα ο Ναός του Σολομώντα.
ΤΟ 1099 την πόλη κατέκτησαν οι Σταυροφόροι της Δύσης, οι οποίοι και την κατείχαν μέχρι το 1187 που την ξαναπήραν οι Άραβες.
ΑΠΟ το μενού δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι Τούρκοι που την κατέκτησαν το 1571 μ.Χ., ενώ το 1917 ολόκληρη η Παλαιστίνη πέρασε στην κυριαρχία των Βρετανών, μέχρι και το 1947 που ιδρύθηκε το σημερινό κράτος του Ισραήλ.
ΣΤΗ συνέχεια αναδημοσιεύω το άρθρο του Σάιμον Μοντεφιόρε, επειδή μου άρεσε περισσότερο απ’ όσα σχεδίαζα εγώ να γράψω:
«H ιστορία της Ιερουσαλήμ είναι η ιστορία του κόσμου, είναι όμως επίσης και το χρονικό μιας συχνά πάμπτωχης επαρχιακής πόλης ανάμεσα στους λόφους της Ιουδαίας.
H Ιερουσαλήμ θεωρείτο κάποτε κέντρο του κόσμου και σήμερα αυτό ισχύει περισσότερο από κάθε άλλη φορά: η πόλη είναι το επίκεντρο της σύγκρουσης ανάμεσα στις αβρααμικές θρησκείες, το ιερό για τον όλο και πιο δημοφιλή χριστιανικό, εβραϊκό και ισλαμικό φονταμενταλισμό, το στρατηγικό πεδίο μάχης συγκρουόμενων πολιτισμών.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, είναι η πρώτη γραμμή στην αντιπαράθεση ανάμεσα στον αθεϊσμό και την πίστη, το σημείο που ασκεί μια κοσμική γοητεία, το αντικείμενο επιπόλαιων συνωμοσιολογιών και διαδικτυακών μύθων, και η κατάφωτη σκηνή για τις κάμερες του κόσμου στην εποχή των εικοσιτετράωρων ειδήσεων.
ΤΟ θρησκευτικό, πολιτικό και μιντιακό ενδιαφέρον αλληλοτροφοδοτούνται, με αποτέλεσμα η Ιερουσαλήμ να είναι σήμερα στο μικροσκόπιο περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Η Ιερουσαλήμ είναι η Αγία Πόλη, ωστόσο πάντα ήταν άντρο δεισιδαιμονίας, τσαρλατανισμού και μισαλλοδοξίας. Πόθος και έπαθλο αυτοκρατοριών, δίχως ωστόσο καμιά στρατηγική αξία· κοσμοπολίτικη πατρίδα πολλών θρησκειών, που καθεμία θεωρεί ότι η πόλη της ανήκει αποκλειστικά.
ΜΙΑ πόλη με πολλά ονόματα – πάντως, η κάθε παράδοση είναι τόσο σεχταριστική, που αποκλείει οποιαδήποτε άλλη. Ο τόπος αυτός δίνει την αίσθηση τόσης γοητείας, που, στην ιερή εβραϊκή λογοτεχνία, είναι γένους θηλυκού – περιγράφεται σαν μια αισθησιακή, ζωντανή γυναίκα, πάντα καλλονή, άλλοτε όμως σαν ξεδιάντροπη πόρνη και άλλοτε, πάλι, σαν πληγωμένη πριγκίπισσα που την εγκατέλειψαν οι εραστές της.
Η Ιερουσαλήμ είναι ο οίκος του μοναδικού Θεού, η πρωτεύουσα δύο λαών, ο ναός τριών θρησκειών, και είναι η μόνη πόλη που υπάρχει δύο φορές – στον ουρανό και στη γη: η ασύγκριτη χάρη της γήινης ύπαρξής της δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη δόξα της ουράνιας.
ΤΟ γεγονός και μόνον ότι η Ιερουσαλήμ είναι γήινη όσο και ουράνια, σημαίνει ότι η πόλη μπορεί να υπάρχει οπουδήποτε: νέες Ιερουσαλήμ ιδρύθηκαν σ’ όλο τον κόσμο και κάθε άνθρωπος έχει το δικό του όραμα της Ιερουσαλήμ.
ΠΡΟΦΗΤΕΣ και πατριάρχες, ο Αβραάμ, ο Δαβίδ, ο Ιησούς και ο Μωάμεθ λέγεται ότι περπάτησαν σ’ αυτές τις πέτρες. Οι αβρααμικές θρησκείες γεννήθηκαν εκεί και ο κόσμος θα τελειώσει επίσης εκεί την Ημέρα της Κρίσεως.
Η Ιερουσαλήμ, ιερή για τους Λαούς της Βίβλου, είναι η πόλη της Βίβλου: η Βίβλος είναι, από πολλές απόψεις, το χρονικό της Ιερουσαλήμ, και οι αναγνώστες της, από τους Εβραίους και τους πρώτους χριστιανούς μέσω των μουσουλμάνων κατακτητών και των σταυροφόρων έως τους ευαγγελικούς της σημερινής Αμερικής, αλλοίωσαν επανειλημμένα την ιστορία της ώστε να εκπληρώσει τις βιβλικές προφητείες.
ΟΤΑΝ η Βίβλος μεταφράστηκε στα ελληνικά κι έπειτα στα λατινικά και στα αγγλικά, έγινε παγκόσμιο βιβλίο κι έκανε την Ιερουσαλήμ παγκόσμια πόλη.
ΚΑΘΕ μεγάλος βασιλιάς γινόταν ένας Δαβίδ, κάθε ιδιαίτερος λαός ήταν οι νέοι Ισραηλίτες, και κάθε ευγενής πολιτισμός μια νέα Ιερουσαλήμ, η πόλη που δεν ανήκει σε κανέναν και υπάρχει για όλους στη φαντασία τους.
ΚΙ αυτή είναι η τραγωδία της, όσο και η μαγεία της: όλοι όσοι ονειρεύονται την Ιερουσαλήμ, οι επισκέπτες όλων των εποχών, από τους Αποστόλους του Ιησού έως τους στρατιώτες του Σαλαδίνου, από τους βικτοριανούς προσκυνητές έως τους σημερινούς τουρίστες και δημοσιογράφους, πηγαίνουν εκεί με το όραμα μιας αυθεντικής Ιερουσαλήμ κι έπειτα απογοητεύονται πικρά απ’ αυτό που βρίσκουν, μια πόλη που αλλάζει διαρκώς, που άκμασε και συρρικνώθηκε, που ξαναχτίστηκε και καταστράφηκε πολλές φορές.
ΑΦΟΥ όμως αυτή είναι η Ιερουσαλήμ, κτήμα όλων, μόνο η δική τους εικόνα είναι η σωστή· η μολυσμένη, συνθετική πραγματικότητα πρέπει ν’ αλλάξει· όλοι έχουν το δικαίωμα να επιβάλουν τη δική τους «Ιερουσαλήμ» στην Ιερουσαλήμ – και, διά πυρός και σιδήρου, συχνά αυτό έκαναν.
ΕΙΝΑΙ αδύνατο να γράψει κανείς μια ιστορία της πόλης αυτής δίχως ν’ αναγνωρίσει ότι η Ιερουσαλήμ είναι επίσης θέμα, υπομόχλιο, ακόμα και ραχοκοκαλιά της παγκόσμιας ιστορίας.
ΣΕ μια εποχή που η δύναμη της διαδικτυακής μυθολογίας σημαίνει ότι το «ποντίκι» υψηλής τεχνολογίας και το κυρτό γιαταγάνι έχουν και τα δύο τη δυνατότητα να αποτελούν όπλα του ίδιου φονταμενταλιστικού οπλοστασίου, η αναζήτηση ιστορικών γεγονότων είναι ακόμα πιο σημαντική τώρα απ’ ό,τι ήταν κάποτε.
ΜΙΑ ιστορία της Ιερουσαλήμ πρέπει να είναι μια μελέτη της φύσης της ιερότητας. Η φράση «Αγία Πόλη» χρησιμοποιείται συνεχώς για να περιγραφεί ο σεβασμός για τα ιερά της, αυτό που σημαίνει όμως στην πραγματικότητα είναι ότι η Ιερουσαλήμ έχει γίνει ο κατεξοχήν τόπος στη γη για την επικοινωνία ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο.
Πρεπει, επίσης, να απαντήσουμε στην ερώτηση: Απ’ όλα τα μέρη στον κόσμο γιατί η Ιερουσαλήμ; Ο τόπος ήταν μακριά από τις εμπορικές οδούς των μεσογειακών ακτών· υπέφερε από λειψυδρία, ψηνόταν από τον καλοκαιρινό ήλιο, πάγωνε από τους χειμωνιάτικους ανέμους, τα απόκρημνα βράχια της ήταν εντελώς αφιλόξενα.
Η επιλογή όμως της Ιερουσαλήμ ως πόλης του Ναού ήταν εν μέρει αποφασιστική και προσωπική, εν μέρει οργανική και εξελικτική: η αγιότητα γινόταν ακόμα πιο έντονη επειδή ήταν ιερή για τόσο πολύ καιρό. Η αγιότητα απαιτεί όχι μόνο πνευματικότητα και πίστη αλλά επίσης νομιμότητα και παράδοση.
ΕΝΑΣ ριζοσπάστης προφήτης που παρουσιάζει ένα νέο όραμα πρέπει να ερμηνεύσει τους αιώνες που πέρασαν και να δικαιολογήσει τη δική του αποκάλυψη στην αποδεκτή γλώσσα και γεωγραφία της αγιοσύνης – τις προφητείες προηγούμενων αποκαλύψεων και τους τόπους που ήδη είναι χώροι λατρείας από καιρό.
ΤΙΠΟΤΑ δεν κάνει ένα μέρος πιο ιερό από τον ανταγωνισμό μιας άλλης θρησκείας».