Τέτοιες ημέρες, σχεδόν κάθε χρόνο, μνήμες ξεδιπλώνονται και τρέχουν με κινηματογραφική ταχύτητα, στα περασμένα, τα ξεχωριστά, τα σημαδιακά. Ξεκινώντας από τα παιδιά και τα εγγόνια που ζουν και μεγαλώνουν στην Ελλάδα κι έχουν προτεραιότητα στη σκέψη, καταλήγεις να θυμηθείς στιγμές δικές σου, ευχάριστες, πικρές, χαρούμενες κι αστείες.
Ηγουμενίτσα –Κέρκυρα με τον φίλο Δημήτρη για να φτιάξει κάποια σκηνικά θεάτρου και η αφεντιά μου να δώσω προσφορά σε κάποια πόλη του νησιού για μια αντλία νερού. Θα μπορούσα να στείλω την προσφορά ταχυδρομικώς και να γλιτώσω το ταξίδι και τα έξοδα. Άλλο όμως να είσαι παρών και να μπορείς να ελιχθείς, να αλλάξεις τιμές, να… προσφέρεις κάτι και άλλο να στέλνεις μία άψυχη επιστολή που θα ανοιχτεί την ώρα του διαγωνισμού και μπορεί να είναι η καλύτερη προσφορά από πλευράς τιμής αλλά να… απορριφθεί λόγω… ελλιπών τεχνικών προδιαγραφών.
Η χρονική περίοδος τοποθετείται γύρω στο 1970, περίοδο της δικτατορίας, και τα πράγματα για όσους είχαν κάποιο στίγμα, μικρό ή μεγάλο, δεν ήταν ό,τι το καλύτερο. Ο φίλος μου ξεκίνησε με τη συνάντηση του παραγωγού, του σεναριογράφου και της όμορφης σκηνοθέτιδας του έργου. Στο όμορφο μικρό ξενοδοχείο κλείσαμε δύο δωμάτια μήπως και έπεφτε… δουλειά στο Δημήτρη που είχε, εκτός των άλλων, να ζωγραφίσει τα σκηνικά, να τα έχει σε μικρογραφία και κάποια κλίμακα, προκειμένου να αγοραστούν τα υλικά. Δώσαμε τις ταυτότητες μας στον ξενοδόχο και για να κάνω το μακρύ κοντό, το απόγευμα που επέστρεψα στο ξενοδοχείο να φρεσκαριστώ με περίμενε μία… έκπληξη.
Ο ξενοδόχος με πλησίασε και μου είπε, χαμηλόφωνα και με συνωμοτικό ύφος: «Εμείς δίνουμε στην αστυνομία τα ονόματα αυτών που διανυκτερεύουν στο ξενοδοχείο μας. Ήρθαν και ζητούσαν το φίλο σας και μου είπαν πως τον θέλουν γιατί χρωστάει στην Εφορία. Παραμύθια. Είναι αριστερός το παλικάρι, το κατάλαβα. Και εγώ αριστερός είμαι. Θα ξανάρθουν. Θα τον στείλω να κοιμηθεί σ’ ένα δικό μου σπίτι. Θα τους πω πως ξενοκοιμήθηκε, έμπλεξε. Το πρωί πες του να φύγει με το πρώτο, προσεκτικά γιατί μπορεί να του την έχουν στήσει». Ειδοποίησα τον Δημήτρη, ο οποίος το επόμενο πρωί με την όμορφη σκηνοθέτιδα αγκαζέ, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, και προσεγμένο μουστάκι, πέρασε τον έλεγχο των εισιτηρίων με άνεση, χαμογελώντας στον… αστυνομικό που έψαχνε με πάθος και προσοχή όποιον άρρενα επιβάτη έβλεπε να βαδίζει μόνος του ή αγκαζέ με τη βαλίτσα του. Δεν ξέρω αν την έχω ξαναπεί αυτή την ιστοριούλα. Μεγάλωσα και άρχισα να ξεχνάω. Παραμονές Χριστουγέννων, νωρίς απόγευμα, μ’ ένα παλιό Σιτροέν – το βάτραχο που λέγαμε – ξεκίνησα από Σπάρτη για Καλαμάτα, μέσω Ταΰγετου, και μετά Αθήνα. Τότε δε μ’ ένοιαζαν οι ώρες και οι νύχτες. Το αυτοκίνητο είχε το πλεονέκτημα της ανάρτησης, με άλλα λόγια μπορούσες να το σηκώσεις και άνετα να περνάς μέσα από χιόνι ή πλημμύρες, χωρίς να κινδυνεύεις να σου σβήσει η μηχανή. Άρχισε να σουρουπώνει. Αργά, χωρίς να ξεφεύγω από τις ζωγραφισμένες ροδιές των προηγουμένων αυτοκινήτων, ονειροπολούσα προσέχοντας. Ξαφνικά, μέσα στο θαμπό δειλινό, φάνηκε μια ανθρώπινη μορφή, καρφωμένη στη μέση του δρόμου. Μια σκιά με χακί χλαίνη κουνούσε τα χέρια, επιβάλλοντάς σου να σταματήσεις. Σταμάτησα. Άνοιξε την πόρτα και ρώτησε: «Πας Καλαμάτα;» Έγνεψα ναι, προσπαθώντας να ξεχωρίσω χαρακτηριστικά στο αξύριστο και αναμαλλιασμένο πρόσωπο. «Να μπω;» Έγνεψα ναι. Κάθισε δίπλα μου αμίλητος. Του πρόσφερα τσιγάρο και το άναψε μόνος του με κάποια σπίρτα που έβγαλε από τη τσέπη του. Μηλιά, άχνα. Κάποια στιγμή που του ξαναέδωσα τσιγάρο το άναψε με τον ίδιο τρόπο, έβγαλε έναν αναστεναγμό, γύρισε το πρόσωπό του προς το παράθυρο, το άνοιξε μέχρι τη μέση και άρχισε να… κλαίει με αναφιλητά. Έκλεισε το παράθυρο, σκούπισε τη μύτη και το υπόλοιπο πρόσωπό του μ’ ένα πανί που έβγαλε από την τσέπη της χλαίνης, με κοίταξε φευγαλέα, και μουρμούρισε ένα… «συγχώρα με».
Τα πρώτα λιγοστά φώτα της πόλης άρχισαν να διακρίνονται στο μισόφωτο. Του πρόσφερα άλλο ένα τσιγάρο, το άναψε και το κάπνισε με τον ίδιο αγχωμένο τρόπο και ξαφνικά γύρισε το κεφάλι του και είπε: «Σταμάτα εδώ.» Είμαστε έξω από το νοσοκομείο. Άνοιξε την πόρτα, την έσπρωξε δυνατά να κλείσει και με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε προς την είσοδο του νοσοκομείου. Τον παρακολούθησα για λίγο σταματημένος, όταν ξαφνικά τον είδα να κάνει μεταβολή και να κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο. Θα ξέχασε κάτι σκέφτηκα και έριξα μια ματιά στη θέση που καθόταν και στο πάτωμα του αυτοκινήτου μήπως φαινόταν κάτι. Άνοιξε την πόρτα. Έβαλε το κεφάλι του μέσα και με φωνή πληγωμένη είπε: «Αν δω το παλικάρι μου ζωντανό θα το χρωστάω σε σένα. Αν υπάρχει Θεός, να σε φυλάει από το κακό και απ’ άδικο. Καλό δρόμο».