Τούτο το «γερόντειο» άρθρο γράφτηκε με πολλή αγάπη για τους φίλτατους συγγέροντες που διανύουν το φθινόπωρο της ζωής τους – όπως κι εγώ. Υπερώριμα φρούτα είμαστε «επί κλωνιδίου ελαφρώς κρεμάμενα» (λαφροκλωνόπιαστα) και μ’ ένα φύσημα του Χάρου πέφτουμε από το δέντρο της ζωής στην αγκαλιά της μάνας γης . . .

Στην αρχαία Ελλάδα ο σεβασμός στους γέρους υπαγορευόταν όχι μόνο από τον άγραφο νόμο, αλλά και από τον γραπτό. Στους Δελφούς βρέθηκε ένας τέτοιος νόμος, χαραγμένος πάνω σε μια κολοβή πέτρα, που αρχίζει ως εξής: «Εάν κάποιος, με καταμήνυση στη Βουλή, αμελήσει τη φροντίδα του πατέρα του και της μητέρας του, θα δεθεί και θα πεταχτεί στη φυλακή, μέχρι που . . . » (εδώ λείπει το κομμάτι της πέτρας με το υπόλοιπο κείμενο).

Στην Αθήνα αυτοί που παραμελούσαν τους ηλικιωμένους γονείς τους τιμωρούνταν με πρόστιμο και μερική στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Ο νόμος αυτός πήγαινε πίσω στον Σόλωνα. Η υποχρέωση παροχής φροντίδας στους γέρους οριζόταν με όρους, ειδικά φτιαγμένους γι’ αυτόν τον σκοπό. Πρόκειται για τους όρους «γηροβοσκία» και «γηροτροφία» (και οι δύο όροι το ίδιο πράγμα ορίζουν).

Όμως δεν ήσαν όλοι οι γέροι τυχεροί να έχουν κάποιον «γηροβοσκό» ή «γηροτρόφο» να τους φροντίζει. Γι’ αυτό βρίσκουμε κάποιους να κλαίνε τη μοίρα τους, όπως προκύπτει από τις πιο κάτω φιλολογικές μαρτυρίες.

ΠΑΛΙΕΣ ΦΛΟΓΕΡΕΣ

Ο Αριστοφάνης, στην κωμωδία του «Αχαρνής», έχει ένα ωραίο χορικό που εκφράζει το παράπονο κάποιων γερόντων που τους λείπει ο σεβασμός και η φροντίδα:

«Εμείς οι γέροι οι παλιοί την πόλη κατακρίνουμε, γιατί αντάξια με αυτά που κάναμε όταν ναυμαχήσαμε, τώρα εσείς δεν μας γηροκομείτε («ου γηροβοσκούμεθα»). Αλλά υποφέρουμε άσχημα, αφού γέρους ανθρώπους μας μπλέκετε σε δίκες και αφήνετε να μας περιγελάνε νεαροί ρήτορες, ενώ δεν είμαστε πια τίποτα, παρά κουφοί και αφανισμένοι και φθαρμένοι σαν τις παλιές φλογέρες. [. . .]

Γεροντικά τρεκλίζοντας πάμε προς το βήμα, χωρίς να βλέπουμε τίποτα, παρά μονάχα τον ίσκιο του δικαίου. Ενώ ο νεαρός, προσπαθώντας να υπερασπισθεί τον εαυτό του, χτυπάει γοργά και απαντά, αραδιάζοντας στρογγυλά τα λόγια. Και ύστερα γυρίζει, ρωτά και περιγελά τον γέροντα, και δολερά τον ξετινάζει. Και ο γέρος τρέμει, πληρώνει και φεύγει. Ύστερα σιγοκλαίει και δακρύζει, και λέει στους φίλους του – Τα χρήματα που είχα για το φέρετρό μου, τα ξόδεψα στο πρόστιμο και φεύγω» (στ. 676-691).

Και ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης, στην τραγωδία του «Ικέτιδες», βάζει το χορό των γυναικών να θρηνεί:

«Αχ, παιδί μου, για συμφορές σε ανάστησα. Σε κρατούσα μέσα στα σωθικά μου και πόνεσα, όταν σε γεννούσα. Και τώρα για ό,τι βασανίστηκα ο Άδης μου το κρατά, της άμοιρης, κι εγώ δεν έχω ποιος να με γηροκομήσει («γηροβοσκόν ούκ έχω») και ας γέννησα, η βαριόμοιρη, παιδί» (στ. 918-924).

Αλήθεια, σήμερα πόσοι γέροντες και γερόντισσες δεν νιώθουν τον ίδιο πόνο στην καρδιά τους; Πόσοι δεν λένε, «γηροτρόφον ούκ έχω»; Σκληρό να πεθαίνεις παρατημένος και ξεχασμένος – και από Θεό και από ανθρώπους

ΤΑΦΙΚΑ

Υποχρεώσεις των νέων ήσαν και αυτές που αφορούσαν στην ταφή των γονιών τους, που γινόταν σύμφωνα με το καθιερωμένο τελετουργικό. Οι πλησιέστεροι συγγενείς του νεκρού είχαν την ευθύνη της «πρόθεσης», δηλ. τοποθέτησης της σορού πάνω σ’ ένα νεκροκρέβατο. Μετά έπρεπε να αλείψουν το σώμα με αρωματικό λάδι και να το ντύσουν με καθαρά λευκά ρούχα. Ύστερα το τύλιγαν με ένα κηρόπανο και το τοποθετούσαν στο φέρετρο, αφήνοντας το πρόσωπο ακάλυπτο και τα πόδια να «βλέπουν» προς την εξώπορτα. Στο στόμα του νεκρού τοποθετούσαν ένα νόμισμα («Χαρώνειο νόμισμα»). Πρόκειται για τον οβολό (1/6 της δραχμής) με τον οποίο η ψυχή του νεκρού θα πλήρωνε τα «πορθμεία», δηλ. το ναύλο για τη μεταφορά της στον Κάτω Κόσμο από τον βαρκάρη Χάρωνα. Ο Μένιππος δεν έχει να πληρώσει και ο Χάρων βάζει τις φωνές: «Απόδος, ω κατάρατε, τα πορθμεία!». Και ο Μένιππος ήρεμα απαντά: «Ούκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» (Λουκιανός, «Νεκρικοί διάλογοι», 22). Κάποιες φορές δίπλα στο νεκρό τοποθετούσαν μία μελόπιτα («μελιτούττα») για να καλοπιάσουν τον Κέρβερο – τον τρικέφαλο σκύλο, φύλακα του Άδη.

Οι κηδείες γίνονταν νύχτα για να μη «μολυνθούν» οι αγνές ακτίνες του ηλίου. Το νεκροκρέβατο το μετέφεραν συγγενείς (ή δούλοι) πάνω στους ώμους ή πάνω σε άμαξα. Όταν η πομπή έφτανε στο νεκροταφείο (πάντα βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλης), η σορός ή ενταφιαζόταν ή καιγόταν στην πυρά. Γι’ αυτό έχουμε τον Κρίτωνα να ρωτά τον Σωκράτη: «Με ποιον τρόπο θέλεις να σε θάψουμε;» («θάπτωμεν δε σε τίνα τρόπον;»). Και ο Σωκράτης έξυπνα απαντά: «Όπως θέλετε, αν βέβαια με βρείτε και δεν σας ξεφύγω» («Όπως αν βούλησθε, εάνπερ γε λάβητέ με και μη εκφύγω υμάς»). Σε περίπτωση αποτέφρωσης, η τέφρα και τα οστά, τυλιγμένα με ύφασμα, τοποθετούνταν σε ειδικό δοχείο ή λάρνακα.

Το ερώτημα «θάπτωμέν σε τίνα τρόπον;» τέθηκε και σε μένα. Αλλά η απάντησή μου δεν ήταν η σωκρατική. Ήταν αλλιώτικη και μονολεκτική: Αποτέφρωση. Τα αδηφάγα σκουλήκια δεν θα πανηγυρίσουν στο κορμί μου!

ΕΥΧΟΛΟΓΙΟ

Κλείνοντας, εύχομαι στους αγαπητούς συγγέροντες και γερόντισσες ηδείαν και μακαρίαν γηροβοσκίαν και γηροτροφίαν. Έτι δε και ερρώσθαι υμάς και υγιαίνειν το σώμα και άτρωτον είναι και απαθές. Να έχετε καλές γιορτές! Ο συγγέρων Κωνσταντίνος.