Μπερδεύομαι. Έχω διαλέξει ένα θέμα στο κεφάλι μου, το παλεύω, το μελετάω και ετοιμάζομαι να ξεκινήσω το γράψιμο. Πολλές φορές, για να είμαι ειλικρινής, γκρινιάζω με το θέμα που διάλεξα και ψάχνω στο κουτί του μυαλού να βρω κάτι άλλο. Βλέπω την τηλεόραση και είμαι έτοιμος να γράψω άλλα αντί άλλων.
Έλεγε το χαζοκούτι για ένα πάρτι μεριών χιλιάδων νεαρών και νεανίδων σημερινής κοπής και που μερικές εκατοντάδες αστυνομικοί προσπαθούσαν, ματαίως, να φέρουν την άγρια κατάσταση σε λογαριασμό. Μετά έδειξε όγκους σκουπιδιών που άφησαν οι καθωσπρέπει νέοι και νέες και τους καθαριστές του Δήμου να παλεύουν, χρονιάρα μέρα, να συνεφέρουν το… απερίγραφτο χάλι.
Σκέφτηκα να γράψω για τα πάρτι και τα μικρά γλέντια που κάναμε το ’50 και το ’60 στις μεγάλες γιορτές και κάποιες άλλες από τις γνωστές ονομαστικές γιορτές. Ξεχνάω τα πάρτι και θα ξεκινήσω με τις παραμονές, τις γιορτινές ημέρες, κάποιες μέρες χιονισμένες στη πατρίδα, στην Αθήνα.
Αν με ρωτήσετε γιατί σε τούτη εδώ τη στήλη γράφω κάποιες μικρές ιστορίες από την πατρίδα και άλλες φορές αναφέρομαι σε δύσκολες στιγμές που πέρασαν και περνούν άτομα μιας κάποιας ηλικίας, η απάντησή μου θα είναι πως τους το «χρωστάω». Χρωστάω στην πατρίδα και στη δική μου Αθήνα λίγη από την σκέψη και την αγάπη μου και μερικές εικόνες μνήμης. Όσο για την αναφορά μου, με περιγραφές, σε άτομα μιας κάποιας ηλικίας και περιστατικά που συνδέονται με τα στερνά τους, αυτά είναι δώρο από μένα σε μένα.
Με ρώτησαν κάποτε αν πιστεύω στα θαύματα. Απάντησα ότι, κατά τη γνώμη μου, θαύματα γίνονται πολλά, μικρά και μεγάλα, καθημερινά, μια και το κάθε τι στη ζωή μας είναι το πώς ο καθένας από μας το εκλαμβάνει και πως το ερμηνεύει.
Ας μιλήσουμε λίγο για τον φίλο τον Βαγγέλη. Μιλάμε για τις αρχές του ’70 και η ιστορία ξεκινά από την Αθήνα. Περίεργος τύπος ανθρώπου. Ας ξεκινήσουμε από το ότι ήταν ένας εκπληκτικός, στην κυριολεξία, πωλητής. Το γραφείο του δίπλα στο δικό μου στον έκτο όροφο στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων στην Αθήνα, μικρή πλατεία δίπλα στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Έκανε εισαγωγές από την Τσεχοσλοβακία, σίδερα και σκούπες ηλεκτρικές.
Είχε καταφέρει να πουλήσει ηλεκτρικά σίδερα και σκούπες σε περιοχή της Ελλάδος που δεν είχε ρεύμα. Είχε βρει μια ανακοίνωση, ένα δημοσίευμα σε εφημερίδα, ότι η συγκεκριμένη περιοχή θα ηλεκτροδοτηθεί το ερχόμενο εξάμηνο και κατάφερε να γεμίσει τα μαγαζιά της πρωτεύουσας του Νομού με τα είδη του. Πίνοντας καφέ στη μικρή πλατεία μας, μου μίλαγε για τον εαυτό του, γελώντας και διανθίζοντας την εξιστόρηση με το ανεξάντλητο χιούμορ του, έλεγε. «Όπου να δουλέψω, σαν πωλητής, σκίζω. Μόλις αποφασίσω να κάνω την ίδια δουλειά για τον εαυτό μου, κολλάει με ψαρόκολλα. Θα μου πεις ότι υπάρχει μια μικρή, ανεπαίσθητη διαφορά.
Αυτοί είχαν και έχουν κεφάλαια και εγώ έχω την ικανότητα να πουλήσω το προϊόν και για κεφάλαιο την… ομορφιά μου.» Θυμάμαι πως κάπου πριν τα μέσα του Δεκέμβρη, το 70, έφυγε για την επαρχία. Πριν φύγει ήρθε δίπλα, μου έφερε τα κλειδιά του γραφείου του, αν συμβεί κάτι, αν χρειαστεί κάτι και με σοβαρό ύφος είπε: «Έχω γεμίσει το αυτοκίνητο εμπόρευμα. Πρέπει να μαζέψω χρήματα ν’ ανοίξω την πίστωση. Οι Τσεχοσλοβάκοι δεν αστειεύονται. Μόλις ανοίξω την πίστωση θα θυμηθώ την Ελένη τα παιδιά και τα Χριστούγεννα. Θα σου τηλεφωνώ κάπου-κάπου. Εδώ είναι η λίστα με τα ξενοδοχεία που θα μείνω σε κάθε πόλη. Έχω πει της γυναίκας μου αν χρειαστεί κάτι να σε πάρει».
Έμαθε πως ό,τι μάζεψε, λιγότερα απ’ ότι υπολόγιζε, τα έστειλε στην Τσεχοσλοβακία.
Άρχισε να γυρίζει, παραμονές, τα μαγαζιά στις συνοικίες της Αθήνας, που είχε δώσει εμπόρευμα, για να εισπράξει κάποια υπόλοιπα και να στείλει στον προμηθευτή το οφειλόμενο υπόλοιπο. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, ήταν 22 του Δεκέμβρη πρωί. Μπήκε μέσα στο γραφείο με χαμόγελο.
«Τα κατάφερα Κωνσταντή. Τους έστειλα τα χρήματα. Τώρα μένει το σπίτι. Πετρέλαιο, κάνει κρύο, τρόφιμα και τα υπόλοιπα γιορτινά και θα ρίξουμε τα δώρα των παιδιών και της Ελένης για την Πρωτοχρονιά. Κι έχω και τους γονείς της Ελένης στο γιορτινό τραπέζι τα Χριστούγεννα. Πιστεύεις στα θαύματα Κωνσταντή; »
Προσπάθησα να του πω κάτι. Να τον καθησυχάσω. Χαμογέλασε κι έφυγε. Δεν πέρασε μία ώρα και μπαίνει ξανά στο γραφείο, στέκεται μπροστά μου χαμογελαστός, με πρόσωπο που λαμποκοπούσε και άρχισε να μιλάει κοιτάζοντας το… άπειρο.
«Σε ρώτησα αν πιστεύεις στα θαύματα. Πριν από λίγο στην πόρτα μου εμφανίστηκε ο μικρός μου αδελφός. Τον είχα δανείσει 5 ολόκληρες χιλιάδες, εδώ και έξι ολόκληρους μήνες. Έχτιζε και είχε ανάγκη. Πριν δύο ημέρες του τηλεφώνησα και του είπα ότι έχω ανάγκη, μεγάλη. Μου πέταξε ένα ξερό… θα δω τι μπορώ να κάνω. Δεν ήλπιζα. Γύρισα στο Χριστό, έχω μια εικόνα στο γραφείο και ζήτησα να με βοηθήσει. Πιστεύω δυνατά.
Όταν χτύπησε η πόρτα μου φάνηκε ότι είδα τον αδελφό μου που μου πέταξε στο γραφείο ένα φάκελο, είπε μισό ευχαριστώ και άλλο μισό χρόνια πολλά κι έφυγε. Όταν πρόσεξα καλά είδα ότι δεν ήταν ο αδελφός μου. Αυτός που στεκόταν στην πόρτα μου φορούσε χιτώνα, είχε χωρίστρα στη μέση στα μαλλιά, μάτια όμορφα, δυνατά και γλυκά. Ακούμπησε κάτι στο γραφείο μου και είπε: «Αν πιστεύεις, όπως πιστεύεις, μη φοβάσαι τίποτα».
Πιστεύεις στα θαύματα Κωνσταντή; Πιστεύεις στο Χριστό;»