Από τη στήλη αυτή στο παρελθόν είχα κάνει κάποιες αναφορές στον όρο ‘Νεοφιλελευθερισμός’, στο πλαίσιο άλλων οικονομικών θεμάτων. Επειδή όμως στα μέσα ενημέρωσης, ελληνικά και αγγλικά, ο όρος ‘νεοφιλελευθερισμός’ (neoliberalism) χρησιμοποιείται συχνά, χωρίς όμως επεξηγηματικά σχόλια, και ως εκ τούτου συγχέεται με τον όρο ‘φιλελευθερισμός’ (liberalism), σκέφτηκα να αναφερθώ στην έννοιά του, και στη σχέση του με την οικονομική ανισότητα, η οποία βρίσκεται σε άνοδο τα τελευταία χρόνια.

Εισαγωγικά αναφέρω πως, σύμφωνα με το Λεξικό του Γιώργου Μπαμπινιώτη, ‘φιλελευθερισμός’ είναι η οικονομική αντίληψη που υποστηρίζει ότι η αγορά και οι δυνάμεις της πρέπει να αφήνονται να λειτουργούν ελεύθερες, και ότι ο ρόλος του κράτους πρέπει να περιορίζεται στη διαμόρφωση του πλαισίου, στο οποίο διεξάγεται ο οικονομικός ανταγωνισμός, καθώς και στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.

Κατά την περίοδο μετά από τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, τέθηκαν οι βάσεις του κράτους πρόνοιας, με τη γενική έννοια ότι το κράτος αποσκοπούσε στη χαλιναγώγηση των ακραίων κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων που παράγει η ελεύθερη αγορά. Μέσω του κράτους πρόνοιας, μέρος του οικονομικού πλούτου αναδιανεμόταν προς όφελος των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτή ήταν η περίοδος της επικράτησης του φιλελευθερισμού.

Από τα μέσα του 1980, στο όνομα του νεοφιλελευθερισμού, άρχισε να περιορίζεται ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους στην οικονομία, προκειμένου να ‘απελευθερωθεί’ το κεφάλαιο, με συνέπεια τη σταδιακή αποδόμηση του κράτους πρόνοιας, καθώς και των δημόσιων μέτρων που αποσκοπούσαν στην προστασία των εργαζομένων, των συνταξιούχων και των αναξιοπαθούντων.

Επιπρόσθετα, οι υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού πρόβαλλαν, και συνεχίζουν να προβάλλουν, το παράλογο επιχείρημα πως ένα ορισμένο ποσοστό ανεργίας είναι απαραίτητο για την δήθεν ‘εύρυθμη’ λειτουργία της οικονομίας, ούτως ώστε να κρατηθούν σε χαμηλά επίπεδα τα ημερομίσθια και οι μισθοί, για να αυξηθούν οι επενδύσεις από τους κατόχους του κεφαλαίου. Παράλληλα, ο νεοφιλελευθερισμός χαρακτήριζε στο παρελθόν, και συνεχίζει να χαρακτηρίζει μέχρι τώρα, ως ‘αντιπαραγωγικό’ το κράτος πρόνοιας.

Οι ακόλουθοι είναι μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους ο νεοφιλελευθερισμός επιβλήθηκε στις διάφορες ανεπτυγμένες χώρες τις τελευταίες δεκαετίες.

*Με ιδιωτικοποιήσεις τομέων της οικονομίας και υπηρεσιών, που παραδοσιακά ανήκαν στο κράτος, όπως η παιδεία, η υγεία, τα δημόσια μέσα συγκοινωνίας, τα δημόσια έργα, οι υποδομές, η ενέργεια, κ.ά.

*Με χαμηλότερη φορολογία του κεφαλαίου, με πρόσχημα το κίνητρο για επενδύσεις.

*Με την απρόσκοπτη μετακίνηση του κεφαλαίου από κράτος σε κράτος, με αποτέλεσμα την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας.

*Με τη συγκράτηση στην αύξηση των ημερομισθίων, τη μείωση των συντάξεων, και την αύξηση των ετών εργασίας για συνταξιοδότηση.

Στο βιβλίο της «Σύγχρονος καπιταλισμός και παγκοσμιοποίηση» η Σοφία Αντωνοπούλου, καθηγήτρια πανεπιστημίου, μεταξύ άλλων κάνει και τις ακόλουθες παρατηρήσεις αναφορικά με το νεοφιλελευθερισμό:

{…} Είναι φανερό ότι ο νεοφιλελευθερισμός, καταργώντας πολλές από τις κρατικές ρυθμίσεις στην οικονομία και ανοίγοντας τον δρόμο στην ανεξέλεγκτη δράση των δυνάμεων της αγοράς, τόσο εντός των εθνικών συνόρων, όσο και διεθνώς, λειτουργεί σε όφελος του πολυεθνικού και εν γένει του μεγάλου κεφαλαίου, σε βάρος της εργασίας και σε βάρος των ασθενέστερων χωρών διεθνώς», σελ. 139.

ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

Σύγχρονοι, και διεθνώς αναγνωρισμένοι πανεπιστημιακοί οικονομολόγοι, όπως ο Γάλλος Τομά Πικετί και ο Αμερικανός Τζόζεφ Στίγκλιτς, έχουν ερευνήσει εις βάθος τις αιτίες της ανισότητας, η οποία αυξάνεται συνεχώς, και προειδοποιούν ότι θα προκαλέσει σημαντική μείωση στην κατανάλωση από την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού.

Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις μεταφέρουν στους ‘φορολογικούς παραδείσους’ τις οικονομικές τους δραστηριότητες, για να αποκομίσουν μεγαλύτερα οφέλη από την μειωμένη φορολογία και τα χαμηλά ημερομίσθια. Με αυτόν όμως τον τρόπο αποστερούν τις ανεπτυγμένες χώρες από ένα σημαντικό ποσοστό των φόρων που θα εισέπρατταν, ενώ ταυτόχρονα καταδικάζουν έναν μεγάλο αριθμό των πολιτών τους στην ανεργία, ή σε χαμηλόμισθες εργασίες απασχόλησης.

Ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός χαρακτηρίζεται ως ‘κοινωνικός δαρβινισμός’, καθότι πρεσβεύει την αντίληψη ότι ο αξιότερος είναι αυτός που θα ανελιχθεί κοινωνικά, ενώ όσοι αποτύχουν φέρουν οι ίδιοι αποκλειστικά την ευθύνη.

Επηρεασμένοι από τη θεωρία του Δαρβίνου, για τους μηχανισμούς και τις δυνάμεις που ωθούν την εξέλιξη στη φύση, και συγκεκριμένα στα έμβια όντα, οι θεωρητικοί του κοινωνικού δαρβινισμού, με άλλα λόγια του νεοφιλελευθερισμού, πιστεύουν ότι με παρόμοιο τρόπο συγκροτείται και εξελίσσεται η κοινωνική ζωή και των ανθρώπων.

Ο κοινωνικός δαρβινισμός είναι μια προσπάθεια να μετατραπεί η φράση «επιβίωση του ισχυρότερου», η οποία ισχύει στο φυσικό περιβάλλον, σε ένα είδος ‘επιστημονικού’, υποτίθεται, κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού δόγματος. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, οι πιο οικονομικά επιτυχημένοι άνθρωποι έχουν περισσότερα δικαιώματα για να επιβιώσουν στη σύγκρουση ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες, αφού είναι και οι πιο καλά εξοπλισμένοι για να την αντιμετωπίσουν.

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, δεν υπάρχει τίποτα το επιλήψιμο οι ισχυρότεροι και οι ικανότεροι να επιβιώνουν και να ευημερούν στην κοινωνία, ενώ αντίθετα οι αδύναμοι ή μη προσαρμοσμένοι στο κοινωνικό και οικονομικό τους περιβάλλον, είναι άξιοι της κακοδαιμονίας τους, και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται η κρατική παρέμβαση για την προστασία τους.

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ

Σε άρθρο του με τίτλο «Η νέα παγκόσμια αναταραχή», δημοσιευμένο στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 19/4/17, ο διεθνώς αναγνωρισμένος οικονομολόγος και διανοητής Κώστας Βεργόπουλος, μεταξύ άλλων, αναφέρει και τα ακόλουθα: «Η παγκοσμιοποίηση είχε διαβάλει και καταστείλει την έννοια της ‘εθνικής κυριαρχίας’, κυρίως της δυνατότητας κάθε χώρας, έθνους, κοινωνίας και κάθε κοινωνικού χώρου να επιλέγουν τον τρόπο προσαρμογής τους στον διεθνή περίγυρό τους. Υπό το άγρυπνο βλέμμα των διεθνών χρηματιστικών αγορών και των αξιολογικών οίκων, τα κράτη αφοπλίστηκαν, απεμπολώντας κάθε δυνατότητα άσκησης πολιτικής, είτε νομισματικής είτε δημοσιονομικής, ακόμη και πολιτιστικής, αδρανοποιήθηκαν, και αντί να προστατεύουν τους πολίτες τους από τους κινδύνους των αγορών του χρήματος, τους παραδίδουν σε αυτές με παραπλανητικές επαγγελίες που σήμερα διαψεύδονται».

Εδώ ισχύει η ρήση του Άγγλου φιλοσόφου Isaiah Berlin ότι «η αχαλίνωτη ελευθερία για τους λύκους θα σήμαινε θάνατο για τα πρόβατα». Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να αφήνονται στην τύχη τους οι ευπαθείς και λιγότερο ευνοημένοι πολίτες, αλλά να τυγχάνουν της προστασίας ενός δικτύου ασφάλειας, που μόνο το κράτος μπορεί να προσφέρει.

Αυτό μπορεί να γίνει στο πλαίσιο ενός κοινωνικού φιλελευθερισμού, σε αντίθεση με τον αντικοινωνικό νεοφιλελευθερισμό, που στο όνομα του κεφαλαίου καταδυναστεύει τους αδύναμους και απροστάτευτους από το κράτος πολίτες.

Δυστυχώς, σε αντίθεση με τον μεταπολεμικό φιλελευθερισμό, που είχε αποδεχθεί μέχρι ένα βαθμό τις αρχές του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής συνοχής, ο νεοφιλελευθερισμός τις απεμπολεί, και στο κενό τους εισβάλλει το διαβρωτικό έργο του ανεξέλεγκτου κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους.

Η συνεχής ασυδοσία του νεοφιλελευθερισμού έφτασε σε τέτοιο σημείο που, αν δεν περιοριστεί από ένα παρεμβατικό κράτος κοινωνικού δικαίου, αναπόφευκτα θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο οι οικονομικές ανισότητες και οι κοινωνικές αδικίες που έχει ήδη δημιουργήσει.

Οι πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα σε πολλές χώρες, συχνά συγκεντρώνουν μια οικονομική και πολιτική δύναμη μεγαλύτερη από εκείνην ενός συγκεκριμένου κράτους. Έτσι αναπτύσσουν στρατηγικές κυριαρχίας που επηρεάζουν και μετασχηματίζουν τις λειτουργίες τόσο του κράτους, όσο και της αγοράς.

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι το πρόθεμα ‘νέο’ στον όρο ‘φιλελευθερισμός’ άλλαξε ριζικά την έννοιά του. Όπως προανάφερα, στο παρελθόν η βασική θέση του φιλελευθερισμού ήταν ότι η οργάνωση των κοινωνιών σε κράτη πρέπει να βασίζεται στην ελευθερία και στην ισότητα όλων των πολιτών, και ότι η ελευθερία της αγοράς πρέπει να περιορίζεται από ένα παρεμβατικό κράτος, ούτως ώστε να αμβλύνονται οι ανισότητες και οι κοινωνικές αδικίες από τη λειτουργία του κεφαλαίου.

Σε αντίθεση, στη θεωρία του νεοφιλελευθερισμού η αγορά θεωρείται πως είναι ηθικά και πρακτικά ανώτερη από τη διακυβέρνηση μιας χώρας, και ως εκ τούτου πρέπει να βρίσκεται εκτός κάθε μορφής πολιτικού και οικονομικού ελέγχου.

Για τον νεοφιλελευθερισμό ελευθερία σημαίνει, πριν από όλα, άρση των περιορισμών και των αποκλεισμών που χαρακτήριζαν τις κοινωνίες πριν από λίγες δεκαετίες, τόσο σε επίπεδο συμμετοχής στα κοινά, όσο και σε επίπεδο οικονομικών ή άλλων δραστηριοτήτων.

Κατά την άποψή μου, από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα πως η συνεχής επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού θα έχει ως πιθανή συνέπεια το κράτος να καταστεί ένας ανίσχυρος, αν όχι αδιάφορος, θεατής των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων που θα λαμβάνουν χώρα στην επικράτειά του.