Φαντάζομαι πως τις εορταστικές ημέρες φιλάρχαιοι και μη τίμησαν τον Διόνυσο και τον «παυσίλυπον οίνον» που απλόχερα μας χάρισε ο γελαστός θεός. Να ξεκαθαρίσουμε δύο λέξεις: «κύλικας» και «κρατήρας». Η πρώτη σημαίνει «κούπα κρασιού», η δεύτερη «μεγάλο πλατύστομο αγγείο», όπου γινόταν η ανάμειξη οίνου με νερό κι έβγαινε το κράμα που σήμερα ονομάζουμε «κρασί». Άρα: «επικυλίκειοι λόγοι» είναι «λόγια πάνω στην κούπα του κρασιού» ή, γενικότερα, λόγια χαλαρά πάνω στο φαγοπότι.
Σήμερα τέτοια λόγια θα σας πω, γιατί ο φιλάμπελος θεός τρύπωσε στο σκοτεινό υπόγειο του μυαλού μου κι ανακάτεψε το πνεύμα με το οινόπνευμα! Έτσι με μπόλικη ποιητική άδεια και ύφος προσωπικό θα ξεστομίσω οινόπνευστους (και θεόπνευστους) επικυλίκειους λόγους. Πηγή: «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου.
ΚΡΕΑΣ Ή ΨΑΡΙ;
Ο θρασύστομος κωμωδιογράφος Εύβουλος, χαριτολογώντας, λέει:
«Μα πού το λέει ο Όμηρος πως κάποιος απ’ τους Αχαιούς έφαγε τάχα ψάρια; Κρέας μονάχα έψηναν, αφού κανείς δεν φάνηκε τα κρέατα να βράζει. Και ούτε ένας απ’ αυτούς δεν είδε μια εταίρα: μόνοι τους μαλακίζονταν («εαυτούς έδεφον») σ’ αυτά τα δέκα χρόνια.
Πολύ πικρός ο Τρωικός ο πόλεμος τους βγήκε, αφού με ζόρι πήρανε του Πρίαμου την πόλη και στην πατρίδα γύρισαν με πιο ευρύχωρους πρωκτούς, από τα τείχη τα φαρδιά της αλωμένης πόλης» (1.46).
Και μιας και αναφέραμε πιο πάνω τις εταίρες, που οι Αχαιοί πολεμιστές δεν έβλεπαν για χρόνια, παραπονιέται ο Εύβουλος και πικραμένος λέει: «Σωστό δεν είναι να ζητούν παλιό κρασί οι γυναίκες, κι όταν με άντρες θα βρεθούν δεν προτιμούνε τον παλιό, αλλά τον νέο θέλουν!».
ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΕΑΣ ΣΤΟ ΚΡΑΣΙ
Ο ίδιος αυθαδόστομος κωμωδιογράφος για μια στιγμή παριστάνει τον Διόνυσο, που τον βάζει να λέει σε κάποιον οινοπότη:
«Για σένα που ορθά φρονείς, τρεις έχω εγώ κρατήρες που ανακατεύω το κρασί: Ο πρώτος πάει για την υγειά κι όλοι από δαύτον πίνουν. Ο δεύτερος για έρωτα και ηδονή μαζί, κι ο τρίτος πάει για ύπνο βαθύ, που οι καλεσμένοι πίνοντας, στο σπίτι τους γυρίζουνε σαν άνθρωποι σοφοί. Αν πούμε για τον τέταρτο, δεν είναι ο δικός μας: αυτός ανήκει στις βρισιές, και ο πέμπτος σ’ άγριες φωνές. Για μωροτράγουδο και τρέκλισμα ο έκτος ο κρατήρας, και ο έβδομος για τον καβγά σπινθήρας. Ο όγδοος σε δικαστήριο σε πάει, και ο ένατος μαύρη χολή ξερνάει. Ο δέκατος στην τρέλα οδηγεί, που χάμω σε πετά στη γη, γιατί όταν άφθονο κρασί σε κύλικα μικρό χυθεί, με μιας βάζει τρικλοποδιά σ’ αυτόν που το ‘χει πιει» (2.3).
Αλλά ο ανοιχτόκαρδος θεός δεν έφερε μονάχα το αμπέλι στους θνητούς: έφερε κι άλλα δώρα. Να πώς παραθέτει μερικά από αυτά ο ετερόφθαλμος κωμικός ποιητής Έρμιππος:
«Ω Μούσες, εσείς που έχετε πάνω στου Ολύμπου τις κορφές τα σπίτια σας στημένα, πείτε μου: Ύστερα από ταξίδια του σ’ ακένωτα πελάγη, πόσα καλά ο Διόνυσος μάς έφερε εδώ πέρα, σαν πίσω πάλι γύρισε, στο μαύρο πλοίο επάνω; – Απ’ την Κυρήνη έφερε καυλό και δέρμα βοδινό.
Απ’ τον Ελλήσποντο σκουμπριά και χίλια δυό παστά. Από Ιταλία έφερε πάλλευκο σιμιγδάλι, μέχρι και πλάτες βοδινές. Ψώρα απ’ τον Σιτάλκη έφερε για το στρατό της Σπάρτης, και απ’ τον Περδίκκα έφερε πλοία πολλά, που με ψευτιές ως πάνω ήσαν γεμάτα» (1.49).
Επεξήγηση: Εδώ ο Έρμιππος με ευτράπελο υπονοούμενο λέει πως το μόνο κέρδος των Λακεδαιμονίων από την εκστρατεία τους στη Θράκη (κατόπιν αίτησης του βασιλιά Σιτάλκη) ήταν η ψώρα που κόλλησε στους άμοιρους στρατιώτες!
Όσο για τη γαργαλιστική φράση, «εκ μεν Κυρήνης καυλόν», η φαντασία σας μπορεί να ορθώσει πράγματα, αλλά εδώ η λέξη «καυλός» σημαίνει «κοτσάνι». Έτσι αν πάτε ν’ αγοράσετε λ.χ. ένα μαρούλι, να ζητήσετε «πλατύκαυλο» (με πλατύ κοτσάνι) ή «στρογγυλόκαυλο» (με στρογγυλό κοτσάνι).
ΠΙΚΡΑ ΔΕΙΠΝΟΛΟΓΑ
Όμως έχουμε και τα παραπονεμένα λόγια μιας φτωχής γριούλας, που λέει:
«Πέντε ψυχές είμαστε εμείς: ο άντρας μου πού ‘ναι φτωχός, εγώ πού ‘μαι γριούλα, το κοριτσάκι μου και ο γιος, κι αυτή εδώ η δούλα. Από αυτούς μόνο οι τρεις δειπνούμε στο τραπέζι, κι απ’ το ψωμί το λιγοστό δίνουμε και στους άλλους δυό.
Κι όταν δεν έχουμε ψωμί, μια ψίχα, για να φάμε, χωρίς τη λύρα κλαίμε εμείς κι αβάσταχτα πονάμε. Κι αφού περνούμε νηστικοί χωρίς μπουκιά στο στόμα, σταφίδιασε το πρόσωπο κι έχει ωχρό το χρώμα.
Όλη η ζωή μας πέρασε με λούπινα και με κουκιά, λαθούρι και γογγύλια, με βελανίδι κι αρακά, ρεβίθι και τζιτζίκι, βολβό, αχλάδι και σύκο ξερό που δεν μπορώ να βγάλω από το νου μου. Αυτό μου το φανέρωσε η μάνα μου μια μέρα – Παιδί μου, αυτό ‘ναι εύρημα συκιάς, που Φρυγική τη λέμε» (2.44).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όσο πικρά δειπνόλογα κι αν είπε η γριούλα, εμείς μια χούφτα λόγια ορθά, με ταπεινή φωνούλα, στέλνουμε στο θεό μας: Ω συ, θεέ Διόνυσε, πόσο γλυκός μας είσαι! Όταν πονούμε κι έχουμε τα φρύδια ζαρωμένα, γέλιο μας φέρνεις τρανταχτό και βάσανο κανένα!
Κι ενώ εμείς αδειάζαμε τις κούπες με κρασί, και απ’ της Σοφίας τρώγαμε το ελληνικό καρβέλι, ξένη ακούστηκε φωνή: «Ξεχάστε τον Διόνυσο! Τώρα για εσάς θε να ‘μαι εγώ το αληθινό τ’ αμπέλι…».