ΘΕΟΔΩΡΑ ΜΑΪΟΥ

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη με σπουδές στην Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ο 41χρονος αρχιτέκτονας και διερμηνέας Βασίλειος Ντίνας, έφτασε στην Αυστραλία πριν από έξι χρόνια ως απεσταλμένος του αρχιτεκτονικού γραφείου στο οποίο εργάζεται στην Ελλάδα, με σκοπό να εγκαταστήσει και να εισάγει στην αυστραλιανή αγορά μια σειρά από καταστήματα ένδυσης της ισπανικής αλυσίδας ZARA που ανήκει στον Όμιλο INDITEX.

Η Αυστραλία ήταν η 78η χώρα στο κόσμο που υποδέχθηκε κάπως «καθυστερημένα» τα ισπανικά προϊόντα ένδυσης.

Το πρώτο κατάστημα ZARA στην Αυστραλία άνοιξε τις πόρτες του τον Απρίλιο του 2011 στην οδό Pitt στο Σίνδεϊ, με εκατοντάδες καταναλωτές να σχηματίζουν ουρές έξω από το κατάστημα από τις πρώτες πρωινές ώρες για να αποκτήσουν ρούχα και αξεσουάρ που έως τότε μπορούσαν να προμηθευτούν μόνο όταν ταξίδευαν στην Ευρώπη.

«Είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος με την εξέλιξη που είχαμε και την πορεία των καταστημάτων εδώ τα τελευταία χρόνια» λέει ο Βασίλειος Ντίνας στον «Νέο Κόσμο».

Από το 2012 έως σήμερα, ο νεαρός αρχιτέκτονας ήταν ουσιαστικά υπεύθυνος για το συνολικό project management των καταστημάτων ZARA στην Αυστραλία σε συνεργασία με τα κεντρικά γραφεία του Ομίλου στην Ισπανία. Σήμερα ο ομογενής βρίσκεται πλέον στην διαδικασία ολοκλήρωσης του έργου που κλήθηκε να φέρει σε πέρας στη μακρινή (για την Ευρώπη) ήπειρο.

Τα τελευταία έξι χρόνια έχουν ανοίξει τις πόρτες τους συνολικά 19 καταστήματα ZARA στην Αυστραλία και ένα στην Νέα Ζηλανδία.

«Πλέον στην Αυστραλία έχουμε ολοκληρώσει το στήσιμο όλων των καταστημάτων οπότε σκέφτομαι ήδη ποιο θα είναι το επόμενο βήμα» λέει ο κ. Ντίνας.

Το πρώτο κατάστημα ZARA άνοιξε τις πόρτες του το 1975 στην πόλη Λα Κορούνια της Ισπανίας. Σήμερα τα καταστήματα ZARA είναι πιθανότατα η πιο γοργά αναπτυσσόμενη αλυσίδα στον κόσμο, με 2000 καταστήματα σε πάνω από 80 χώρες, αποτελώντας τη μεγαλύτερη αλυσίδα λιανικής της Ευρώπης στον τομέα καταστημάτων μόδας.

Το όνομα ZARA δεν σημαίνει κάτι συγκεκριμένο στα ισπανικά ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, ο ιδιοκτήτης του Ομίλου INDITEX, Amancio Ortega, είχε ήδη «βαφτίσει» το πρώτο του κατάστημα ZORBA, εμπνευσμένος από την κλασσική κινηματογραφική ταινία Zorba the Greek και είχε, μάλιστα, παραγγείλει όλα τα γράμματα που χρειαζόταν για να χρησιμοποιηθούν για την επιγραφή του καταστήματός του, όταν την τελευταία στιγμή ανακάλυψε την ύπαρξη ενός κέντρου διασκέδασης με την ίδια ονομασία, μόλις λίγα μέτρα μακριά από το δικό του κατάστημα, με αποτέλεσμα να ζητήσει να αλλάξει η ονομασία του καταστήματος που επρόκειτο να γίνει σήμα κατατεθέν και να αποτελεί σήμερα την εντυπωσιακότερη αλυσίδα λιανικής παγκοσμίως.

«Η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος ο Ortega είχε αποφασίσει να βαφτίσει το κατάστημα ZORBA, αλλά το όνομα ήταν ήδη κατοχυρωμένο και τελικά κατέληξε στο αραβικό όνομα ZARA» επιβεβαιώνει ο Βασίλειος Ντίνας.

Σήμερα τα καταστήματα έχουν παρουσία σε 88 χώρες ενώ επιλέγουν πάντα τις πιο δημοφιλείς συνοικίες για να ανοίξουν ένα τους κατάστημα.

«Για μένα ήταν τεράστια απόφαση να έρθω στην Αυστραλία κυρίως λόγω του ότι λίγο πριν μου ανακοινώσει το γραφείο για το οποίο εργάζομαι στην Ελλάδα το σχέδιο να αναλάβω το έργο, ήμουν έτοιμος να μεταναστεύσω στο Ρίο της Βραζιλίας» λέει, ομολογώντας ότι η Βραζιλία εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των χωρών που ο ίδιος αγαπά και επιθυμεί να εξερευνήσει στο μέλλον.

«Η Βραζιλία δεν φεύγει ποτέ από το μυαλό μου. Όταν την επισκέφθηκα ανακάλυψα ότι με καλύπτει απόλυτα αφού εκεί βρήκα ό,τι έψαχνα πάντα. Είναι μακράν η αγαπημένη μου χώρα γιατί συνδυάζει πολύ καλό κλίμα με εξαιρετικά φιλόξενους και δεκτικούς ανθρώπους ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει εξαιρετικό πολιτισμικό ενδιαφέρον. Ακόμα και η διασκέδαση και η μουσική παιδεία του λαού αυτού είναι ανεξάντλητη με μια ποιότητα που ουδεμία σχέση έχει με αυτό που εμείς βλέπουμε μεμονωμένα κατά την διάρκεια του καρναβαλιού ενώ τα Πορτογαλικά που μιλούν στην Βραζιλία είναι η αγαπημένη μου γλώσσα» εξηγεί ο κ. Ντίνας, δηλώνοντας πολίτης του κόσμου, αλλά παραδέχεται πως για τον ίδιο η Αυστραλία δεν έχει υπάρξει ιδιαίτερα ελκυστική.

«Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα η Αυστραλία, είναι γεμάτη απαγορεύσεις και πέραν του μεσογειακού της κλίματος και των υπέροχων ακτών της δεν με έλκει να την εξερευνήσω περαιτέρω γιατί υπάρχουν πολλοί τομείς που δυσκολεύομαι να συνηθίσω.

«Ο χρόνος που πέρασα εδώ ήταν σίγουρα μια υπέροχη εμπειρία. Μου αρέσει η δουλειά μου γιατί ακριβώς μου δίνει την ευκαιρία να συνδυάσω τις δύο μεγάλες μου αγάπες, την αρχιτεκτονική και τις ξένες γλώσσες» εξηγεί ο 41χρονος Θεσσαλονικιός, ο οποίος έχει σπουδάσει Ισπανικά, Πορτογαλικά, Γερμανικά, Αγγλικά, Ιταλικά, Γαλλικά και Σερβικά.

«Για τον περισσότερο κόσμο μια ξένη γλώσσα είναι ένας ενοχλητικός θόρυβος, αλλά για μένα είναι μια μελωδία που λέει πολλά για το χαρακτήρα του λαού που τη μιλάει. Βέβαια, για να μάθω την κάθε γλώσσα υπήρξε διαφορετικό ερέθισμα αλλά για μένα όλα ξεκινούν από το γεγονός πως μέσα από την κάθε γλώσσα κατορθώνω να επικοινωνώ με τους άλλους λαούς και να έχω πρόσβαση σε έναν θησαυρό γνώσεων και ιστορίας.

«Για παράδειγμα, τα Γερμανικά τα έμαθα για να μπορώ να επικοινωνώ με τα ξαδέλφια μου, τα οποία ήταν παιδιά δεύτερης γενιάς μεταναστών και δεν μιλούσαν Ελληνικά, ενώ τα Σερβικά τα έμαθα γιατί όταν επισκέφθηκα την Σερβία συνειδητοποίησα ότι ήταν η μοναδική σλαβική γλώσσα που μου άρεσε να ακούω και να μιλάω.

«Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιες γλώσσες ακούγονται μελωδικές ενώ άλλες πολύ πιο τραχείς και αυστηρές. Αυτό έχει να κάνει με τα βιώματα και το χαρακτήρα ενός λαού. Επίσης, μεγάλη σημασία έχει και το συντακτικό, η γραμματική και ακόμα και ο τρόπος που οι λαοί αυτοί βάζουν τις λέξεις τους σε διαφορετική σειρά. Αν η σύνταξη τους είναι ευέλικτη ή όχι. Παραδείγματος χάριν, τα γερμανικά είναι πολύ αυστηρά και η σύνταξη τους δεν αλλάζει, δεν είναι ευέλικτη γλώσσα και σε αναγκάζει να την αποδεχθείς όπως είναι σε αντίθεση με τα Ελληνικά, τα Ιταλικά, τα Ισπανικά και τα Πορτογαλικά που είναι πολύ πιο μελωδικές και ευέλικτες γλώσσες.

Ο Βασίλειος δεν νοσταλγεί ιδιαίτερα την Ελλάδα γιατί την επισκέπτεται κάθε χρόνο, αλλά όπως ισχύει για τους περισσότερους Έλληνες, τον προβληματίζει η γενικότερη οικονομική κρίση που επικρατεί στην χώρα που γεννήθηκε.

«Ομολογώ ότι δεν θα επέστρεφα με τις παρούσες συνθήκες να αναζητήσω εργασία στην πατρίδα μας, γιατί δυστυχώς οι μισθοί έχουν φτάσει πλέον σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα και οι ευκαιρίες είναι λιγοστές.

«Βέβαια, δεν νομίζω ότι πρόκειται να μείνω στην Αυστραλία για πάντα, αλλά σίγουρα θα συνεχίσω να ταξιδεύω και να κυνηγώ τα όνειρα μου κάνοντας αυτό που αγαπώ σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη» καταλήγει ο Ντίνας.