ΟΣΟ μεγαλώνω, μαθαίνω και εξελίσσομαι, για να προσαρμοστώ στα νέα ήθη και στον πολιτικά ορθό γλωσσικό κώδικα της εποχής μας, τόσο περισσότερο μπερδεύομαι.

ΑΝΑΡΩΤΙΩΜΑΙ, ρε παιδιά, μήπως οι αρχαίοι Έλληνες δεν κατάγονταν όλοι από την Ελλάδα, αλλά από διάφορες άλλες φυλές και ήταν μια πολυεθνική Βαβέλ;

ΛΕΤΕ ο Αχιλλέας να ήταν πιο σκούρος και από το κατράμι και τα μαλλιά του να μην ήταν ξανθά που τα ήθελε ο Όμηρος, που έπασχε από «αχρωματοψία», αλλά κατάμαυρα;

ΜΗΠΩΣ, δηλαδή, από την αρχαϊκή εποχή ο κόσμος ήταν ένας πολιτισμικός και φυλετικός αχταρμάς και ήταν κατ’ εικόνα και ομοίωση ίδιος σαν τον σημερινό κόσμο που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα;

ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ, μήπως ο ισοπεδωτικός πολυεθνικός πολυπολιτισμός, που βιώνουμε όλοι σε αυτή την φεστιβαλόπληκτη χώρα, είναι αρχαιοελληνική εφεύρεση και προϋπήρχε χιλιετίες πριν τον ορθολογισμό του διαφωτισμού, που διαμόρφωσε με τη βοήθεια της Νέας Αριστεράς τα καλούπια της πολιτικής ορθότητας.

ΓΙΑΤΙ αν είναι έτσι, καλό είναι να το ξέρει και ο Κώστας Βίτκος, που στο προχθεσινό του άρθρο στον «Νέο Κόσμο» έγραψε μεταξύ άλλων ότι:

ΤΟ «έθνος» μπορεί να ορισθεί ως ένα σύνολο ανθρώπων που το χαρακτηρίζει το «όμαιμον», το «ομόγλωσσο», το «ομόγλωσσον», το «ομόθρησκον» και το «ομότροπον».

ΑΥΤΟ σημαίνει, τουλάχιστον όπως το καταλαβαίνω εγώ με τα λίγα κολλυβογράμματα που ξέρω, ότι αν δεν προέρχεσαι πάππου προς πάππου από το ελληνικό γένος -από τις ίδιες δηλαδή ελληνικότατες ρίζες που προέρχονταν και τα τρισέγγονα του Πελασγού, του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα- και αν…

ΔΕΝ έχεις την ίδια γλώσσα, θρησκεία και κουλτούρα και ακόμα, την ίδια συμπεριφορά, δεν μπορείς να χαρακτηρίζεσαι Έλληνας.

ΚΑΙ ενώ ο φίλος μου ο Κώστας κατέφυγε στην ελληνική Γραμματεία για να αντλήσει επιχειρήματα από τον Ηρόδοτο, τον Ευριπίδη, τον Πλάτωνα τον Λάκωνα Λυκούργο, παρέλειψε να αναφερθεί στον αντίλογο που κάθε τόσο δεν ξεχνά να μνημονεύει.

ΤΗΝ ίδια (πάνω-κάτω) εποχή με τους προηγούμενους που επικαλείται, έζησε και Ισοκράτης (433-338π.X) ο οποίος υποστήριζε και διαλαλούσε ότι «Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας». Τελεία και παύλα…

ΤΩΡΑ, αναρωτιέμαι πόσο Έλληνες μπορεί να είμαστε όλοι εμείς εδώ, που όχι μόνο ζούμε μεταξύ «αλλοεθνών», «αλλόθρησκων» και «αλλότροπων», αλλά και οι σχέσεις μας με την ελληνική παιδεία είναι από ανύπαρκτη μέχρι φρικτά περιορισμένη.

ΜΗΠΩΣ, δηλαδή, έχει δίκιο ο Κώστας Βίτκος και στην προσπάθειά του να μας κάνει Έλληνες έγραψε ό,τι έγραψε την περασμένη Πέμπτη;

ΟΛΑ τα πιο πάνω ερωτηματικά -και όχι μόνο- πέρασαν από το μυαλό μου, διαβάζοντας στη σχετική αρθρογραφία τον χαμό που προκάλεσε στους σημερινούς Νεοέλληνες, οι οποίοι και είναι όντως… απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, μια τηλεοπτική σειρά που χρηματοδοτήθηκε από το γνωστό BBC.

Η σειρά, αναφέρεται στην άλωση της Τροίας και τον Αχιλλέα, τον Πάτροκλο και τον Δία υποδύονται στην τηλεοπτική οθόνη, όχι μόνο ηθοποιοί που δεν ανήκουν στην άρια φυλή, αλλά που είναι και πιο μαύροι και από την… πίσσα.

ΜΕ το που πληροφορήθηκαν την αφοριστική αυτή ιεροσυλία οι δικοί μας, έγιναν θηρία ανήμερα και πλημμύρισαν το διαδίκτυο κατάρες, ύβρεις, αναθέματα και απειλές, που η σχετική νομοθεσία στη χώρα που ζούμε, όχι μόνο δεν επιτρέπει σε μένα να αναδημοσιεύσω, αλλά και σ’εσάς να διαβάσετε…

ΣΥΝΕΠΩΣ, προς το παρόν τουλάχιστον και όσο η καλπάζουσα τεχνολογία δεν έχει σώσει ακόμα τη δυνατότητα στις… δημοκρατικές μας κυβερνήσεις να ανιχνεύουν και να καταγράφουν και τις σκέψεις μας, μπορείτε να σκεφτείτε ό,τι θέλετε φτάνει να μην εξωτερικεύετε τις σκέψεις σας.

ΜΕ το που διάβασα ότι ο Αχιλλέας, όχι μόνο δεν ήταν ξανθός, αλλά μπορεί να ήταν και μαύρος, άρχισα να σκέπτομαι ότι κανείς πια δεν μπορεί να είναι βέβαιος, όχι μόνο για το χρώμα των προγόνων του, αλλά και για τα όσα έμαθε διαβάζοντας.

ΕΤΣΙ και μιας και δεν υπάρχουν φωτογραφίες, ξανάνοιξα την Ιλιάδα και διάβασα τον σχετικό στίχο όπου ο Όμηρος αναφέρεται στο χρώμα των μαλλιών του Αχιλλέα. Είναι από τη μετάφραση του Ιάκωβου Πολυλά -την καλύτερη κατά τη γνώμη μου μετάφραση της Ιλιάδας- και αναφέρεται στη στιγμή που ο Αχιλλέας ήταν έτοιμος να αποκεφαλίσει τον Αγαμέμνονα και η Ήρα έστειλε από τον Όλυμπο την Αθηνά να τον εμποδίσει. Να πως έχει:

Και αυτά ως διαλογίζονταν στον νου και από την θήκην

το μέγα ξίφος έσερνε, κατέβηκε ουρανόθεν

η Αθηνά, την έστελνεν η Ήρα η λευκοχέρα,

οπού αγαπούσε ολόψυχα παρόμοια και τους δύο.

Του εστήθη οπίσω κι έπιασε τα ολόξανθα μαλλιά του,

σ’ εκείνον μόνον φανερή και αθώρητη στους άλλους.

ΑΝ, λοιπόν, δεν μπορείς στις μέρες μας να αποδεχθείς, πέρα κάθε αμφιβολίας ως αποδεδειγμένα ψέματα, ούτε τις μυθοπλασίες της μυθολογίας, ποιες βεβαιότητες σου έχουν απομείνει;

ΕΤΣΙ μάλιστα και αποδειχθεί μια μέρα ότι ο Τρωικός Πόλεμος έγινε στ’ αλήθεια και όσα αναφέρει ο Όμηρος -που λατρεύω ως ποιητή και όχι ως ιστορικό και πολεμικό ανταποκριτή- θα κλονιστεί η πίστη μου ακόμα και στη φαντασιακή και σουρεαλιστική ποίηση.

ΑΥΤΟ που θέλω να πω, είναι ότι στις μέρες μας για τίποτα δεν μπορείς πια να είσαι βέβαιος. Δεν υπάρχουν ούτε ψέματα ούτε αλήθειες, μόνο εκδοχές τους.

ΣΤΗΝ προσπάθειά μου, λοιπόν, να βρω μια άκρη για το ποιος είμαι, από πού προέρχομαι και πού το πάει ο κόσμος μας και να δραπετεύσω από το αδιέξοδο που βρίσκομαι εγκλωβισμένος, αποφάσισα για άλλη μια φορά να στραφώ στον παππού μου και να του ζητήσω να με βοηθήσει να λύσω τον γόρδιο δεσμό που με βασανίζει, ρωτώντας τον και παραφράζοντας ένα τραγούδι του Άκη Πάνου:

ΠΕΣ μου παππού, πες μου παππού αυτός ο κόσμος που πάει που να τον συλλάβω δεν μπορώ μυαλό δεν έχω κοφτερό γιατί ήμουνα και έμεινα μωρό και γρι πια δεν χαμπαριάζω.

ΚΑΙ μιας από τον γέροντα απάντηση που θα ‘θελα δεν πήρα, στράφηκα στη γιαγιά μου που μου έλεγε ότι τις παραδόσεις μας αν δεν κρατήσουμε σαν τα μερμήγκια που έβγαλαν φτερά με τη σειρά μας θα χαθούμε. Οπότε και τη ρώτησα:

ΠΕΣ μου γιαγιά, πες μου γιαγιά γιατί αν δεν έχουμε μαγιά ό,τι και αν κάνουμε γιαγιά η ζύμη δεν φουσκώνει Και πες μου σε παρακαλώ όταν το αλεύρι είναι καλό πώς αυγαταίνει το κιλό και βγαίνουνε δυο τόνοι.

ΚΑΙ όταν από την απάντηση της γιαγιάς πείστηκα, ότι καλός είναι ο ορθολογισμός και η πολιτική ορθότητα, αλλά αν δεν ξέρεις από πού έρχεσαι δεν θα ξέρεις και πού πηγαίνεις.

ΤΟΝ πατέρα μου δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω μιας και πέθανε όταν ήμουν ακόμα μωρό, αλλά έθεσα στη μάνα μου την πιο κάτω σχετική ερώτηση:

ΠΕΣ μου μαμά, πες μου μαμά γιατί όταν πάω σινεμά ενώ αλλάζω σινεμά το έργο δεν αλλάζει γιατί τα ίδια ξαναζώ με πιότερο ορθολογισμό φεστιβάλ… πολιτισμό και σουβλακοπανηγύρια.

ΑΥΤΑ και πολλά άλλα παρόμοια περνούν από το μυαλό μου, σε μια εποχή που όσο και αν προσπαθώ δεν μπορώ να βρω τον βηματισμό μου.