«Πήγα στην Αθήνα από τη Λήμνο, πέρασα από γιατρούς και σ’ ένα χρόνο έφυγα. Ακόμα θυμάμαι το τραγούδι που ακουγόταν από τα μεγάφωνα μόλις μπήκαμε στο πλοίο στον Πειραιά: “Μην κλαις μανούλα μου γλυκιά / Μη βάζεις μαύρη σκέψη / Δεν θα μπορέσει η ξενοτιά / Ποτέ να μας πλανέψει…»
Η 86χρονη Δρουσούλα Βελισσάρη αναχώρησε από τον Πειραιά σε ηλικία 25 ετών με το πλοίο «Τασμάνια» για τη μακρινή Αυστραλία τον Σεπτέμβριο του 1956. Έφτασε στη Μελβούρνη στις 29 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Πολύς κόσμος είχε βρεθεί στο λιμάνι για να υποδεχτεί τους ταξιδιώτες. Της φώναζαν «Δροσούλα, Δροσούλα, ο Μιχάλης». Εκείνη ντρεπόταν, δεν έβγαινε. Μετά ήθελε-δεν ήθελε, βγήκε. Έφτασαν στο σπίτι του Μιχάλη κι αφού τακτοποίησαν τα πράγματα, τη ρώτησε μπροστά στο σπιτονοικοκύρη: «Με θέλεις, ναι ή όχι; Θα μου απαντήσεις τώρα». Στις 2 Νοεμβρίου του 1956 έγινε ο γάμος τους…
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΡΟΣΟΥΛΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ
Είναι μια από τις είκοσι μία «νύφες με προξενιό» στην Αυστραλία που αφηγήθηκαν τις ιστορίες τους στο βιβλίο «Νύφες με προξενιό – Βιώματα και μαρτυρίες Ελληνίδων στην Αυστραλία (1950 – 1975)» της Παναγιώτας Νάζου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Περίπλους». Και οι 21 νύφες που δέχτηκαν να αφηγηθούν την ιστορία τους προέρχονταν (εκτός μιας) από την επαρχιακή Ελλάδα και τα νησιά της και δεν είχαν την ευκαιρία εξαστικοποίησης πριν μεταναστεύσουν. Νύφες από την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, τα νησιά του Αιγαίου, τη Δυτική Μακεδονία κι αλλού. Η ηλικία τους, την εποχή του προξενιού κυμαίνεται από 16 – 28 ετών – πλειοψηφούν οι ηλικίες 20 – 24. Η συντριπτική πλειοψηφία τους προερχόταν από πολύτεκνες οικογένειες, ενώ οι εννέα απ’ αυτές είχαν διαφορά ηλικίας με το γαμπρό από 8-19 χρόνια.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΡΟΞΕΝΙΟΥ
Στις περισσότερες ιστορίες αναφέρεται ότι το προξενιό ξεκινούσε με την εκδήλωση ενδιαφέροντος που εξέφραζαν οι ανύπαντροι ‘Ελληνες μετανάστες γράφοντας στους δικούς τους «να τους βρουν μια καλή κοπέλα για σπίτι» και να τους «τη στείλουν» στην Αυστραλία. Στην τελική απόφαση για την αποδοχή ή την απόρριψη του προξενιού έπαιζαν οι φωτογραφίες που αντάλλασαν μεταξύ τους οι δυο υποψήφιοι. «Παραμένοντας στις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις μπορούμε να πούμε πως η φωτογραφία λειτούργησε ως μέσο μαγείας ή αποκάλυψης της “τύχης” για κάποιες νύφες ή γαμπρούς, ενώ σε άλλες ως μέσο πλάνης, αυταπάτης, ψυχολογικού εκβιασμού, προβολής στερεότυπων αλλά και αποκάλυψης αληθειών που το συναίσθημα ή ακόμα κι η λογική εμπόδιζαν το άτομο να τις αποδεχτεί».
Η ΑΠΑΤΗ Ή Η ΜΑΓΕΙΑ ΜΙΑΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
Ο απώτερος σκοπός του εγχειρήματος ήταν ο γάμος με τον άνθρωπο της φωτογραφίας. Για το λόγο αυτό, όπως αφηγούνται οι 21 νύφες, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα από το τέλος ενός τρομερά μεγάλου και κουραστικού ταξιδιού -στη συντριπτική πλειοψηφία με πλοίο- και συγκεκριμένα από δύο ημέρες ως λίγες εβδομάδες γινόταν πρώτα ο πολιτικός και μετά ο θρησκευτικός γάμος για να μην «εκτεθεί» η νύφη και η οικογένειά της. Μάλιστα, θεωρείτο ότι μόνο ο θρησκευτικός επικύρωνε πραγματικά το γάμο. Γι’ αυτό μια νύφη που εκτέλεσε τον θρησκευτικό της γάμο ένα χρόνο μετά την άφιξή της άφησε τους γονείς της εκτεθειμένους σε πικρόχολα σχόλια συγχωριανών…
ΜΕ ΒΡΗΚΕ «ΤΙΜΙΑ» ΟΤΑΝ ΚΟΙΜΗΘΗΚΑΜΕ ΜΑΖΙ
Κάποια νύφη δεν παρέλειψε να πει πόσο σημαντικό ήταν το ότι ο άντρας της την βρήκε «τίμια» όταν κοιμήθηκαν μαζί, κάτι που έκανε τους γονείς της περήφανους, αλλά κυρίως εξασφάλιζε στην ίδια εκτίμηση κι αποδοχή από την οικογένεια του άνδρα της. «Ντύθηκα νύφη μόνη μου – έκλαιγα. Δεν είχα κανέναν – δέκα, δώδεκα οι καλεσμένοι και το γλέντι στο σπίτι» λέει μια από τις 21 που επέλεξε να κρατήσει την ανωνυμία της.
Ο ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Κι όμως, όσο σκληρό, πικρό κι ανυπόφορο φαίνεται αυτό το τεράστιο ταξίδι του αποχωρισμού από την οικογένεια προς το άγνωστο, οι περισσότερες από τις «νύφες» που έκαναν την εξομολόγησή τους αναφέρουν πως οι γάμοι με προξενιό «στέριωναν» περισσότερο γιατί λαμβανόταν υπόψη βασικές αρχές κι αξίες της «κλειστής» κοινωνίας τους. Εντούτοις, εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους κατά πόσο θα μπορούσε το προξενιό να εφαρμοστεί με θετικά αποτελέσματα σε μια πιο «ανοιχτή» κοινωνία.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟΛΜΗ
Σε κάθε περίπτωση αυτές οι γυναίκες δεν είχαν άλλη επιλογή: Οι γάμοι αυτής της μορφής ήταν θέμα επιβίωσης για εκείνες. «Όταν συζητάμε με τις φίλες μου που είναι Ελληνίδες, λέμε πως ποτέ δεν θα τολμούσαμε να το κάναμε αυτό», λέει η κόρη μιας από τις «νύφες» του βιβλίου. Άρα, αν μη τι άλλο, οι «Νύφες με προξενιό» εκείνων των δεκαετιών του 20ού αιώνα, ήταν, αν μη τι άλλο, γυναίκες με τόλμη.