Έκανε σύγκριση, ο φίλος Θανάσης, για τα σχολεία τότε και τώρα. Ξεκίνησε, από το χωριό και ότι είχε την ατυχία, το Δημοτικό, να βρίσκεται στο διπλανό κεφαλοχώρι, τρία τέταρτα περπάτημα, πρωί, απόγευμα, βρέξει-χιονίσει ή με τον ήλιο να λιώνει τσιμέντο. Μετά και δεν ξέρω πώς και γιατί, ξαναγύρισε στη Μελβούρνη και στην πραγματικότητα και πέταξε έτσι στο πουθενά.
«Κι έχεις την κόρη μου που άλλαξε αυτοκίνητο, επειδή ο εγγονός μου θα πάει στη Δευτέρα Δημοτικού και στο παλιό ένοιωθε στριμωγμένος… και εκτός των άλλων, τώρα η τσάντα έχει… περισσότερα γράμματα, κάτι παιχνίδια, και ένα κουτί με φαγώσιμα. Εξάλλου, σε ένα χρόνο θα πάει και η εγγονή μου στο σχολείο. Πώς να χωρέσουν δύο παιδιά σ’ ένα αυτοκίνητο που δεν είναι με κίνηση τεσσάρων ταχυτήτων; Θυμάμαι, πριν είκοσι περίπου χρόνια, τέτοιο καιρό που ήταν περίοδος ν’ αρχίσουν τα σχολεία, αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να τη στείλουμε σε ένα, όπως τα λένε, καλό σχολείο, ιδιωτικό, που ήθελε κάποιες έξτρα χιλιάδες το χρόνο.
Την πρώτη ημέρα που την πήγα στο καινούργιο… καλό σχολείο, μου ζήτησε να την αφήσω καμιά διακοσαριά μέτρα πριν την είσοδο του σχολείου. Κατάλαβα ότι ντρεπόταν για το σαραβαλάκι που κυκλοφορούσα εκείνη την περίοδο. Αργότερα, που αγοράσαμε ένα μεταχειρισμένο Μερσεντές ήθελε να την… αφήνω στην είσοδο του σχολείου. Κάθε φορά που την πήγαινα σχολείο, ο συνειρμός των αναμνήσεων κουβάλαγε μαζί του, το περπάτημά μου από το χωριό στο σχολείο βρέξει χιονίσει, μ’ ένα καντάρι λάσπη σε κάθε σκισμένο παπούτσι, χειμώνα καλοκαίρι, χιλιοφορεμένο, χιλιομπαλωμένο με τη σόλα έτοιμη να φύγει.
Τώρα που λέω αυτό θυμήθηκα ότι η κόρη μας ήλθε κλαμένη, γιατί η δασκάλα της είπε ότι είναι αφηρημένη και ότι κάπου αλλού, έξω από την τάξη, τρέχει το μυαλό της και ότι… όλες οι συμμαθήτριές της… γέλασαν. Μας ζήτησε να πάμε στον Γυμνασιάρχη να παραπονεθούμε ότι η δασκάλα έθιξε την κόρη μας, της προκάλεσε… ψυχολογικό τραύμα και θα πρέπει, να την επιπλήξει, να της κάνει την παρατήρηση.
Η μάνα της, αγριεμένη, της είπε ότι εμείς δεν πρόκειται να μιμηθούμε τους Αυστραλούς και ότι ούτε εκείνη ούτε εγώ έχουμε ψυχολογικό πρόβλημα από το ξύλο που φάγαμε, από τους δασκάλους μας, χαστούκια και ξυλιές στις παλάμες με τον χάρακα, δασκάλους που φοβόμαστε και σεβόμαστε.
Είναι αλήθεια για γέλια. Θυμήθηκα την Αννούλα. Συμμαθήτριά μου στο Δημοτικό που ζήτησε από κάποια που καθόταν πίσω της, να την ξύσει στην πλάτη.
“Ρε Σοφία. ξύσε με λίγο στην πλάτη, επάνω δεξιά, κοντά στη σπάλα. Μ’ έτριψε η μάνα με πετρέλαιο γιατί έχω κρυώσει και με τρώει η αναθεματισμένη”.
“Να σου ανάψω την πλάτη μ’ ένα σπίρτο να στεγνώσει για καλά” είπε η Σοφία και γέλασαν και οι δύο τους.
Ο δάσκαλός μας είδε τη Σοφία και την Αννούλα να γελούν, τις φώναξε, έμαθε τα διαμειφθέντα, τις έβγαλε έξω και τους ζήτησε να φέρουν την άλλη μέρα γραμμένο από εκατό φορές η μία το “Δεν θα ζητάω να με ξύσουν μέσα στην τάξη: και η άλλη το “Ό,τι και να μου πουν δεν θα γελάω μέσα στην τάξη”. Κωνσταντή, σε λίγο αρχίζουν τα σχολεία στην χώρα που ζούμε. Και τώρα που σου λέω αυτό, θυμάμαι ένα άλλο περιστατικό, της κόρης μου που δεν ήθελε να πάει σχολείο γιατί το παπούτσι της δεν είχε τακούνι.
“Σου είπα να μου πάρεις ένα παπούτσι με λίγο τακούνι. Έχω τους λόγους μου”.
Θυμήθηκα την Ειρήνη, συμμαθήτριά μου, έκτη Δημοτικού, μοναχοκόρη, όμορφη, πολύ όμορφη, φτωχή και με κομμένα τα δάχτυλα του δεξιού ποδιού από ατύχημα. Ο πατέρας της είχε σκοτωθεί στον πόλεμο και η σύνταξη θύματος πολέμου είχε αργήσει. Η μάνα, μοδίστρα, φτωχή αρχόντισσα, δεχόταν βοήθεια σε χρήματα ή τρόφιμα μόνο αν έκανε δουλειά, μια μεταποίηση, ένα ράψιμο από την αρχή, ένα στένεμα ή κάτι να φαρδύνει και να κοντύνει. Η Ειρήνη, μια μέρα που έβρεχε πολύ, έτρεξε να μπει κάτω από τη λαμαρίνα που σκέπαζε ένα κομμάτι της αυλής του σχολειού, γλίστρησε, έσπασε το λουρί του παπουτσιού της, χτύπησε το πληγωμένο πόδι και, το χειρότερο, έπεσε επάνω στον ταβλά με τα κουλούρια που πούλαγε η επιστάτησα η κυρία Ξένη. Κουλούρια και κάτι ψηλές φέτες κεφαλοτύρι στα λασπόνερα της βροχής. Η κ. Ξένη σήκωσε τον ταβλά, τον έπλυνε στη βρύση που έσταζε συνέχεια, τον σκούπισε και ακούμπησε επάνω δύο κουλούρια και μερικά τυράκια που είχαν διασωθεί, «σκαρφαλωμένα» στο λοφίσκο των μουσκεμένων κουλουριών. Η Ειρήνη έκλεγε βουβά, όσο η κ. Ξένη περιποιείτο το πληγωμένο πόδι της. Ύστερα, όταν τα σπουργίτια άρχισαν να τρώνε τη βρεμένη πραμάτεια της φτώχιας, Η κυρία Ξένη, για κάποιο λόγο δακρυσμένη, όταν τελείωσε την περιποίηση του πληγωμένου ποδιού της Ειρήνης ξεκίνησε να της φτιάχνει το σπασμένο παπούτσι. Είχε φέρει σπάγκους, σακοράφα, λουρίδες χονδρά πανιά και ότι άλλο χρειάζονται τα παλιά λιωμένα πέδιλα των φτωχών για να …διασωθούν.
Όταν τελείωσε η… τελετή περιποίησης και επιδιόρθωσης τραύματος και παπουτσιού, η κ. Ξένη, κάθισε στο στεγνό σκαλοπάτι του γραφείου του Διευθυντή, φώναξε την Ειρήνη να καθίσει δίπλα της, της έδωσε το ένα από τα δύο κουλούρια και τα δύο από τα τέσσερα ψιλοκομμένα τυράκια και της είπε: Ρηνούλα έλα να φάμε το κουλούρι μας και θα μιλήσω εγώ στο δάσκαλο για την απουσία σου.
Κωνσταντή… αρχίζουν τα σχολεία τον Φλεβάρη.