Γιατί πρέπει η Ελλάδα να συναινέσει σε μία λύση σύνθετης ονομασίας που θα συμπεριλαμβάνει τον όρο “Μακεδονία” ή παράγωγό του;
Η απάντηση είναι απλή. Το διεθνές status quo, όπως έχει διαμορφωθεί την τελευταία εικοσιπενταετία τουλάχιστον, είναι αρνητικό για τη χώρα μας και ο μόνος τρόπος να βελτιώσει η Ελλάδα τα δεδομένα αυτά, είναι να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να προωθήσει μια ρεαλιστική και βιώσιμη πρόταση.
Πάνω από 130 χώρες έχουν αναγνωρίσει επίσημα την γείτονα χώρα με την συνταγματική της ονομασία, δηλ. “Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Ακόμα και οι διεθνείς οργανισμοί ή λιγοστές χώρες (όπως π.χ. η Αυστραλία) που χρησιμοποιούν την ονομασία FYROM (ΠΓΔΜ), εξακολουθούν και αναφέρονται στους πολίτες της γείτονας χώρας ως “Μακεδόνες”, ενώ αποκαλούν τη γλώσσα τους “Μακεδονική”.
Υπάρχουν προτάσεις που είναι εφικτές και προτάσεις που είναι ανέφικτες. Η υιοθέτηση της ακραίας θέσης “καμία χρήση του όρου Μακεδονία” είναι πολιτικά ανέφικτη: στην πράξη σημαίνει ότι η Ελλάδα κλείνει όλες τις πόρτες και απομονώνεται, χάνει δηλ. την ευκαιρία να επηρεάσει θετικά το διεθνές status quo και να συνδιαμορφώσει μία λύση με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Συνεπώς, η εμμονή κάποιων στη θέση “καμία χρήση του όρου Μακεδονία”, ουσιαστικά βλάπτει την ελληνική πλευρά καθότι δημιουργεί ανέφικτες προσδοκίες και αποπροσανατολίζει τις προσπάθειες επίτευξης ενός ρεαλιστικού συμβιβασμού. Οι πολιτικοί-θιασώτες της θέσης αυτής δεν είναι λοιπόν περισσότερο πατριώτες από τους άλλους, είναι απλά καιροσκόποι, οι οποίοι –βασιζόμενοι σε μια μονόπλευρη/εθνικιστική ανάγνωση της ιστορίας της Μακεδονίας– εκμεταλλεύονται το δημόσιο συναίσθημα, δρώντας αποκλειστικά με ψηφοθηρικά κριτήρια προς ιδίον όφελος.
Τα Σκόπια έχουν επίσης να κερδίσουν πολλά μέσα από έναν “γενναίο” συμβιβασμό. Η αδιαλλαξία που έχουν επιδείξει διαχρονικά, εμμένοντας σε μία θέση η οποία εξ ορισμού μονοπωλεί τη χρήση του ονόματος “Μακεδονία”, συνέβαλε και αυτή στην άνοδο του απολυταρχικού καθεστώτος του Ν. Γκρουέφσκι το 2006. Η δεκαετής διακυβέρνηση της χώρας από το VMRO-DPMNE βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε νοθείες εκλογών, υποκλοπές δεκάδων χιλιάδων πολιτών, σκληρό έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, διαφθορά και προπαγάνδα (βλ. π.χ. εδώ). Ο εθνικιστής πρωθυπουργός θυσίασε την οικονομική ανάπτυξη και την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού του στο βωμό στήριξης ενός αλυτρωτικού/επεκτατικού ψευδοαφηγήματος που δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. Κι όλα αυτά έγιναν υπό την ανοχή ή έμμεση στήριξη Ευρωπαίων ιθυνόντων.
Δυστυχώς η κατάσταση δεν φαίνεται ότι έχει αλλάξει σήμερα στο VMRO-DPMNE, ένα κόμμα που βρίσκεται στην (αξιωματική) αντιπολίτευση αλλά κάποια στιγμή θα επανέλθει στην εξουσία. Μοναδικός υποψήφιος και τελικά νικητής στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές για τον νέο πρόεδρο του κόμματος, ήταν ο Κ. Μιτσκόσκι, στενός συνεργάτης του Ν. Γκρουέφσκι. Σε ανοιχτή επιστολή, μέλη του κόμματος και βουλευτές κατήγγειλαν ότι όσοι επιχείρησαν να κατεβούν ως συνυποψήφιοι, ή απλά αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την υποψηφιότητα του κ. Μιτσκόσκι, απειλήθηκαν είτε με αποκλεισμό από καίριες θέσεις ή με συνολική διαγραφή από το κόμμα. Ανάμεσα στους υπογράφοντες της επιστολής, συμπεριλαμβάνονται ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής, Τράικο Βελιανόσκι, καθώς και πολλοί βετεράνοι του κόμματος (βλ. εδώ).
Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη μιας “βιώσιμης” (δηλ. οριστικής) λύσης είναι η συνολική διευθέτηση του Μακεδονικού, διευθέτηση η οποία θα προβλέπει σαφή προσδιορισμό και διαφοροποίηση ανάμεσα στους δύο λαούς, σεβόμενη την ιστορία και την κληρονομιά τους.
Συνεπώς, καμία συμφωνία στο θέμα της ονομασίας δεν θα είναι από μόνη της αρκετή εφόσον δεν διευθετεί ικανοποιητικά το ζήτημα της ταυτότητας των Μακεδονοσλάβων. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν πρόκειται να χαλιναγωγηθεί ο αλυτρωτισμός/επεκτατισμός που καλλιέργησε το απολυταρχικό καθεστώς του Ν. Γκρουέφκσι επί μία ολόκληρη δεκαετία. Εξάλλου όπως έχει δηλώσει πρόσφατα ο πρώην εθνικιστής πρωθυπουργός, όταν επανέλθει το κόμμα του στην εξουσία, θα επανακατασκευαστούν και θα ανεγερθούν ξανά όλα τα μνημεία που θα έχει απομακρύνει εν τω μεταξύ η σημερινή κυβέρνηση. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί από τους Ευρωπαίους ιθύνοντες, τους εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ, και φυσικά την ελληνική πλευρά.
Συμπερασματικά, προτάσεις που περιορίζονται στην εξεύρεση λύσης στο θέμα της ονομασίας, χωρίς να προσεγγίζουν το ζήτημα της ταυτότητας, ή τουλάχιστον να εξετάζουν τις προεκτάσεις και τις επιπτώσεις που θα έχει η ονομασία σε αυτό, κρίνονται ανεπαρκείς. Παραδείγματος χάριν, μια τέτοιου είδους πρόταση που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας στην Ελλάδα είναι το “Μακεδονική Δημοκρατία των Σκοπίων”.
Στα πλαίσια αυτά, το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Μακεδονικών Σπουδών (ΑΙΜΣ) εργάζεται για την ευόδωση μιας λύσης που θα επιτρέψει στους δύο λαούς να ζήσουν σε ένα περιβάλλον αμοιβαίας ειρήνης και φιλίας, τόσο εντός των Βαλκανίων όσο και στη Διασπορά, αποβάλλοντας κάθε αλυτρωτική, επεκτατική ή αποσχιστική διεκδίκηση από πλευράς των Σκοπίων. Το ΑΙΜΣ έχει προτείνει τον όρο “Μακεδονοσλαβία”, που αποτελεί ιστορική και πολιτική συνέχεια της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Εφόσον η πρόταση αυτή δεν έχει θετική κατάληξη, οι προσπάθειες να εστιαστούν στην επίτευξη ενός αμοιβαία αποδεκτού επιθετικού προσδιορισμού, όπου ο όρος”Μακεδονία”θα εμφανίζεται στα σλαβικά ως σύνθετη και αδιαίρετη λέξη, π.χ. Gornomakedonija.
* Ο κ. Βασίλης Σαραφίδης είναι διοικητικό στέλεχος του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Μακεδονικών Σπουδών, συνεκδότης του περιοδικού Macedonian Studies Journal, και αναπληρωτής καθηγητής Οικονομετρίας.