Πήγα να δω τον φίλο τον καλό, τον καρδιακό, τον πονεμένο, τον άρρωστο. Είχαμε καιρό να τα πούμε, καιρό να ειδωθούμε, καιρό να μιλήσουμε σωπαίνοντας. Ο Γιώργος ήταν και είναι ακόμη, κι ας μην μπορεί να κουνηθεί, αυτός που έτρεχε στον φίλο του που χρειαζόταν κάτι και άκουγε τον πόνο του. Αυτός που έδινε τη συμβουλή, που έδινε τη λύση ή μια κάποια λύση. Ο Γιώργος ήταν στο Νοσοκομείο, δεν ήταν καλά. Μια έκφραση που με ενοχλεί είναι αυτό που λένε… « τον περίμεναν.» Τι θα πει τον περίμεναν; Τι θα πει τον περιμένουμε;
Μεγάλο όνομα η φαμίλια του Γιώργου. Ο προπάππος του ήταν αξιωματικός, μπήκε στη Θεσσαλονίκη με τον Βασιλιά τον Κωνσταντίνο, πέθανε και θάφτηκε με τιμές κι είναι και τ’ όνομά του χαραγμένο σε μια μαρμάρινη πλάκα μαζί με άλλα ονόματα ηρώων. Ο πατέρας του πολέμησε το ’40, βαθμοφόρος, τραυματίστηκε, αιχμαλωτίστηκε, παρασημοφορήθηκε και τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του, τα πέρασε στην Αυστραλία κοντά στον Γιώργο, το μεγάλο του γιο και το μοναδικό εγγόνι, το Βασιλάκη. Πέντε χρόνια, μόνο ιστορίες από τον πόλεμο είχε να πει ο κ. Βασίλης. Αν δεν κατάφερνε να πει τις ενδιαφέρουσες πολεμικές ιστορίες του, στον συνονόματο εγγονό του, που δεν σκάμπαζε πολλά για το ’40 , τα έλεγε στον Γιώργο, το γιο του, που τα είχε ακούσει, αρκετές φορές.
Μόλις είχαμε γνωριστεί με τον Γιώργο, ο πατέρας του σε λίγες μέρες πέθανε. Ζήτησε να θαφτεί με τη στολή, με τα γαλόνια και τα παράσημα. Έκανε ο Γιώργος μεγάλη προσπάθεια να έλθουν από την Ελλάδα η στολή, σπαθιά, παράσημα και ό,τι άλλο ήθελε να πάρει μαζί του στον ουρανό ένας ήρωας. Τελικά, λόγω εμποδίων και καθυστερήσεων, ο κ. Βασίλης έφυγε για τον άλλο κόσμο φορώντας ένα μαύρο καινούριο κοστούμι. Η στολή και τα υπόλοιπα, που έφτασαν δύο ημέρες μετά την κηδεία, κρεμάστηκαν σε περίοπτο θέση στη μεγάλη ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας του Γιώργου. Εκεί βρίσκονται ακόμη.
Πήγα να δω τον Γιώργο που… τον περίμεναν και αντιμετώπισα όλες εκείνες τις καταστάσεις που… βρίσκεις όταν επισκέπτεσαι κάποιον που φεύγει γι’ αλλού. Η όντως θλιμμένη σύζυγος σε υποδέχεται και σου εξηγεί πως οι… γιατροί είπαν… Ο γιος που βρίσκεται, πρώτη φορά, αντιμέτωπος με μια κατάσταση κενού, αβεβαιότητας, ερωτηματικών και θλίψης και η αδελφή του ασθενούς που έχει ξαναδεί θάνατο στην οικογένεια και τον περιμένει καρτερικά να έλθει και να περάσει. Κάθισα κοντά στο Γιώργο και προσπάθησα να έχω το ύφος και τη διάθεση που είχα και είχε κι αυτός, όταν η γυναίκα του μας έφερνε στην αυλή του σπιτιού τους, τα … δεύτερα ούζα με… μεζέ. «Δεν θα σε ρωτήσω πώς πας γιατί σε βλέπω αρκετά καλά.» Είπα έτσι για να πω κι εγώ τη βλακεία που λέμε σχεδόν όλοι μας, όταν επισκεπτόμαστε έναν ετοιμοθάνατο. Χαμογέλασε και πρόσθεσε: «Μη θυμώνεις με τον εαυτό σου. Όλοι τις ίδιες αηδίες λέμε όταν επισκεπτόμαστε κάποιον που… τον περιμένουν και… αργεί να φύγει.»
Μετά γύρισε, με κοίταξε και άρχισε να μιλά, με δυσκολία, έχοντας κλειστά τα μάτια: «Είχαν πιάσει τον πατέρα μου οι Γερμανοί, στη Δράμα, μαζί με καμιά πενηνταριά άλλους και τους είχαν κλείσει μέσα σε ένα σχολείο της πόλης. Κοιμόντουσαν στις αίθουσες διδασκαλίας και από τις επτά το πρωί έβγαιναν στην αυλή για γυμναστική-περίπατο και μικρές ομάδες αιχμαλώτων, που ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του για το πότε θα τους πάρουν με προορισμό τα κάτεργα της Γερμανίας. Ο πατέρας μου, με άλλους βαθμοφόρους είχαν μια ξεχωριστή μεταχείριση παρά το ότι δεν φορούσαν τα διακριτικά και ορισμένοι, μεταξύ αυτών και ο πατέρας μου, φορούσαν πολιτικά, νομίζοντας πως θα ξέφευγαν τη σύλληψη. Αλλά, όπως ξέρεις παντού υπάρχουν οι αλήτες και οι προδότες. Οι Γερμανοί γνώριζαν από την πρώτη στιγμή το βαθμό και τη θέση του καθενός από τους αιχμαλώτους.»
Άνοιξε τα μάτια. Με ρώτησε αν τον ακούω. Του έγνεψα πως τον… απολαμβάνω και χαμογελώντας συνέχισε: Απ’ ότι έλεγε ο πατέρας, μόνο ένας κουλουράς έμπαινε τα πρωινά, έχοντας έναν ταβλά κουλούρια και μια κάρτα κρεμασμένη στο λαιμό, η άδεια που του έδινε τη δυνατότητα να μπαίνει και να βγαίνει. Τη κάρτα δεν την κοίταζε ποτέ ο σκοπός της πύλης. Δύο κουλούρια βούταγε από τον ταβλά όταν έμπαινε ο κουλουράς και άλλα δύο, αν είχαν μείνει, όταν έβγαινε. Ο πατέρας, μούτρο ο γέρος, τα κανόνισε με τον κουλουρά, του έδωσε χρήματα, τον έδεσε, τον έκλεισε στις τουαλέτες του σχολείου, του πήρε το παλτό, την τραγιάσκα και τον ταβλά με τα λίγα κουλούρια και περίμενε πότε θα γίνει ή αλλαγή του φρουρού της εισόδου. Μόλις ανέλαβε ο καινούργιος σκοπός τη φύλαξη της πύλης, ο πατέρας βγήκε προσφέροντας τα δύο τελευταία κουλούρια στο σκοπό και δείχνοντας την κάρτα που είχε κρεμασμένη στο λαιμό, εξαφανίστηκε. Είχε πει σε κάποιον φίλο να ειδοποιήσει τον επικεφαλής της ομάδας που τους φρουρούσε πως βρήκε δεμένο τον κουλουρά στις τουαλέτες.»
Η νοσοκόμα που ήλθε με έβγαλε έξω. Σε λίγο τρεις γιατροί μπήκαν στο δωμάτιο μαζί με τη γυναίκα του. Σε λιγότερο από 10 λεπτά ξαναβγήκαν. Όταν μπήκα ξανά στο δωμάτιο ο Γιώργος μου έγνεψε να πλησιάσω. Χαμογελώντας, με ρώτησε: «Να τους πω να με θάψουν με τη στρατιωτική στολή του πατέρα μου, αυτή που δεν πρόλαβε να φορέσει, το σπαθί και τα παράσημα. Να του τα πάω. Θα τον βρω εκεί. Που είναι το εκεί ρε Κώστα;»