Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη μου συνάντηση με μία αράχνη red-back. Η πρώτη μου σκέψη – που σημειωτέον δεν πρόλαβα καλά-καλά να την ολοκληρώσω, λόγω των άναρθρων κραυγών του Γιάννη – άρχιζε με… θαυμασμό για το παράξενα εντυπωσιακό πλάσμα. Δεν προλάβαμε να συστηθούμε, γιατί με το που ο Γιάννης την αντίκρισε να περπατά στο χέρι μου – εκτός από το ότι παραλίγο να πάθει ανακοπή, αναπτύσσοντας τη σβελτάδα αίλουρου και με όπλο ό,τι βρήκε μπροστά του εκείνη τη στιγμή – βιάστηκε να την ξεφορτωθεί.
Μετά την απομάκρυνση του «αδίστακτου δολοφόνου», σύμφωνα πάντα με τον Γιάννη και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους που έμαθαν για την περιπέτειά μου μαζί του, ακολούθησε διάλεξη για το πόσο επικίνδυνες είναι οι αράχνες red-back, οι άλλες με την άσπρη ουρά ή τα μωβ πόδια, την κίτρινη πλάτη, τα ξανθά μουστάκια και πάει λέγοντας. Μάλιστα, επειδή γενικώς με τις αράχνες τα πάω καλά, δηλαδή δεν τις φοβάμαι, πίστευα ότι αυτή η έλλειψη φόβου για το έντομο μπορεί τελικά να αποδειχθεί επικίνδυνη «αρετή», ιδιαίτερα όταν κάποιος ζει σε μία χώρα που έχει 2.400 είδη αραχνών και είναι αδύνατο να γνωρίζει ποιες από αυτές είναι επικίνδυνες. Περιττό βέβαια να πω ότι για καιρό πίστευα πως εκείνη τη μέρα ο Γιάννης μου έσωσε τη ζωή.
Απομυθοποίησα τον ηρωισμό του Γιάννη μερικά χρόνια μετά, όταν έμαθα ότι από τα 2.400 είδη αραχνών που υπάρχουν στην Αυστραλία και σπέρνουν τον φόβο σε πολλούς συνανθρώπους μας, λιγότερα από 50 μπορούν να βλάψουν τον άνθρωπο. Πριν από λίγες μέρες έμαθα επίσης ότι από το 1979 έως σήμερα κανένας άνθρωπος στην Αυστραλία δεν έχει «πάει στον άλλο κόσμο» από αράχνη, 20.000 περίπου όμως έχουν πεθάνει από καρκίνο του δέρματος ενώ τα θύματα από πέσιμο ξεπερνούν τις 19.000. Και όλα αυτά είναι γεγονός.
Και ενώ με τις αράχνες διατηρώ σχέση σεβασμού, που θα μπορούσε να την πει και κάποιος φιλική, δεν θα έλεγα ότι συμβαίνει το ίδιο και με κάποια άλλα ζώα. Και εννοώ τα φίδια και αυτά που εγώ αποκαλώ «ζούδια» της θαλάσσης και εννοώ jelly fish, κάτι γαλάζια σαγηνευτικά χταπόδια και άλλα τέτοια «γλοιώδη», που δεν τα ξέρω, τα έχω δει μόνο σε φωτογραφίες και που οι πιθανότητες να τα συναντήσω, τις πέντε φορές που τσαλαβουτάω στη θάλασσα τον χρόνο ή βγαίνω εις τας εξοχάς, είναι περίπου ίδιες με αυτές που έχω να συναντήσω εξωγήινο, αλλά παρ’ όλα αυτά τα φοβάμαι.
Και τα φοβάμαι σε σημείο που – τέτοια εποχή, όταν βρεθώ στην εξοχή είμαι πεπεισμένη ότι όλα τα φίδια της περιοχής μου έχουν στήσει καρτέρι, για να με δαγκώσουν, για να μπουν στο αυτοκίνητό μου, να ανέβουν στο κρεβάτι μου – τα σενάρια των «φρικιαστικών» συναντήσεων με τα φίδια (που σημειωτέον έχω δει ζωντανά μόνο μερικές φορές στον ζωολογικό κήπο) δεν έχουν τελειωμό.
Ξέρω – όπως ξέρετε και εσείς που φοβάστε τις αράχνες, τα φίδια, τους κροκόδειλους, τους καρχαρίες και κάθε άλλο ζωντανό «εξοπλισμένο» με καλούς μηχανισμούς αυτοπροστασίας και επιβίωσης, που τυχαίνει να μην είναι συμβατοί με τις αντοχές μας (γιατί αυτά είναι στην ουσία τα κριτήρια που χρησιμοποιούμε εμείς οι άνθρωποι για να ‘βαφτίσουμε’ ένα ζώο επικίνδυνο) – ότι αυτός ο φόβος όχι μόνο είναι υπαρκτός, αλλά μας προκαλεί ταχυπαλμίες και άναρθρα τσιρίγματα, σε σημείο που κάποιες φορές μας κόβεται ακόμα και η ανάσα, αλλά δεν έχει λογική βάση.
ΤΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΖΩΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΔΕΝ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ
Και ενώ οι φοβίες για τα ζώα της αυστραλιανής φύσης είναι ιδιαίτερα συχνές σε όσους από εμάς μεγαλώσαμε σε μία χώρα της οποίας η πανίδα είναι λιγότερο «επικίνδυνη» για τον άνθρωπο και εννοώ με λιγότερα δηλητηριώδη φίδια, αράχνες, καρχαρίες και άλλα ζωντανά οπλισμένα με «φονικές ικανότητες», όπως ισχύει για την πανίδα της Ελλάδας, ας δούμε κατά πόσο η πραγματική εγκληματική δράση αυτών των ζώων τα τελευταία 10 χρόνια μπορεί να τις δικαιολογήσει.
Από το 2006 έως και το 2017 ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους από κάποιο επικίνδυνο ζώο δεν ξεπερνά τους 80.
Οι σφήκες, οι αγριομέλισσες και οι μέλισσες σκότωσαν 25 ανθρώπους, άλλους τόσους σκότωσαν τα δηλητηριώδη φίδια και οι σαύρες, 21 άνθρωποι έπεσαν πάνω στα σαγόνια καρχαρία και δεν κατάφεραν να επιζήσουν, ενώ άλλοι 21 μάλλον επειδή αψήφησαν τις συμβουλές των δασικών αρχών (που είναι και συνήθως η αιτία για να πέσει κάποιος πάνω σε έναν από τους μεγαλύτερους και δεινότερους δολοφόνους της φύσης) έγιναν θήραμα κροκοδείλων.
Απόδειξη ότι τα φίδια της Αυστραλίας είναι αν όχι «άκακα», τουλάχιστον λιγότερο «κακά» από αυτά άλλων λιγότερο επικίνδυνων «πανίδων» όπως είναι της Ευρώπης, είναι και το γεγονός ότι εκεί κάθε χρόνο από δάγκωμα φιδιού πεθαίνουν 30 άνθρωποι. Βέβαια πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτό οφείλεται και στο ότι η «κακή» δημοσιότητα της εικόνας των φιδιών της Αυστραλίας (δες τα πιο δηλητηριώδη του κόσμου) που δεν απέχει και πολύ από την αληθινή τους εικόνα, μας κρατά σε κάποια σχετική εγρήγορση.
Την ίδια στιγμή, ο συνολικός αριθμός αυτών που πνίγηκε από το φαγητό του, το ίδιο χρονικό διάστημα, ξεπέρασε τους 1.500. Αυτοί που πνίγηκαν ενώ κολυμπούσαν φτάνουν τις 2.000 άτομα, ενώ ο μεγαλύτερος δολοφόνος (αν εξαιρέσουμε τις καρδιακές παθήσεις και άλλες νόσους) είναι τα τροχαία που τα τελευταία 10 χρόνια «θέρισαν» 14.455 ανθρώπους.
Όπως είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς, δεν είναι τα επικίνδυνα ζώα της αυστραλιανής φύσης αλλά ο ίδιος μας ο εαυτός, η απροσεξία μας και πολλές φορές η έλλειψη σεβασμού προς το περιβάλλον μας, που μας φέρνουν πιο κοντά στον άλλο κόσμο.
ΦΟΒΟΣ, ΦΟΒΙΑ ΚΑΙ ΣΕΒΑΣΜΟΣ
Γιατί όμως έστω και αν η πραγματικότητα δεν δικαιολογεί τον ενδόμυχο φόβο μας για κάποια επικίνδυνα ζώα της αυστραλιανής φύσης εμείς συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι όταν κάποια στιγμή θα τα συναντήσουμε, θα μας τσιμπήσουν, κατασπαράξουν και… σωτηρία δεν υπάρχει; Είναι αυτή η αντίδραση φόβος ή φοβία;
Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο φόβος είναι ένα απόλυτα φυσιολογικό συναίσθημα που πηγάζει από την προσδοκία του κινδύνου και σε πολλές περιπτώσεις δρα προστατευτικά. Η φοβία όμως αφορά κάτι που είτε δεν είναι επικίνδυνο, είτε δεν μας απειλεί και οι πιθανότητες να μας απειλήσει είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες.
Και ο φόβος μας για τα φίδια, τις αράχνες και τα άλλα ζωντανά της φύσης είναι στην ουσία φοβία καθώς δεν δικαιολογείται από την πραγματικότητα.
Μάλιστα κάποιες παλαιότερες επιστημονικές έρευνες ανέφεραν ότι ιδιαίτερα οι φοβίες για τα φίδια και τις αράχνες είναι έμφυτες και ενστικτώδεις, αλλά αυτός ο μύθος καταρρίφθηκε πριν από μία πενταετία όταν άλλοι επιστήμονες απέδειξαν ότι οι φοβίες είναι επίκτητες και ότι μας τις «φορτώνουν» από τα παιδικά μας χρόνια οι ενήλικες και οι αντιδράσεις τους για τα συγκεκριμένα ζώα.
Εντωμεταξύ, πριν από λίγους μήνες επιστήμονες άρχισαν να ερευνούν αν οι φοβίες μας είναι κληρονομικές. Αυτή είναι μία θεωρία που σίγουρα δεν εξηγεί τον φόβο μου για τα φίδια, τα «ζούδια» της θαλάσσης, ενώ ξέχασα να σας πω… ότι φοβάμαι και τις ακρίδες.
Τώρα θα μου πείτε τι σημασία έχουν όλες αυτές οι επιστημονικο-στατιστικές εξηγήσεις; Νομίζεις κυρία μου ότι αύριο το πρωί θα πάρουμε τα όρη και τα βουνά της Αυστραλίας (δεν είναι πολλά) με σαγιονάρα και διάθεση για περιπέτεια στην άγρια φύση; Ή ότι θα αρχίσουμε τα μακροβούτια στα νερά του ωκεανού, αδιαφορώντας για καρχαρίες και άλλα ζωντανά, επειδή οι πιθανότητες να τα συναντήσουμε είναι ελάχιστες;» Όχι βέβαια, και δεν θα σας το συνιστούσε κανένας.
Οι φοβίες μας ίσως να μην εξαφανιστούν ποτέ, αλλά μπορούμε να τις μετατρέψουμε σε φόβο και να προφυλαχθούμε ανάλογα.
Είναι αυτονόητο ότι δεν πας με σαγιονάρα για περπάτημα στο δάσος, είναι αυτονόητο ότι αν δεις ένα φίδι το αφήνεις στην ησυχία του, ότι δεν βουτάς στα νερά που ξέρεις ότι ζουν κροκόδειλοι, όπως είναι εξίσου αυτονόητο ότι όταν σε τσιμπήσει μία δηλητηριώδης αράχνη ή φίδι αντί να «κλαις την μοίρα σου» φροντίζεις να ζητήσεις άμεσα ιατρική βοήθεια. Και τέλος, είναι όχι απλά αυτονόητο, αλλά επιβάλλεται κατά τις εξορμήσεις μας στην εξοχή να έχουμε πάντα κάποιον συνοδοιπόρο.
Με άλλα λόγια, αν σεβαστούμε τη φύση αυτής της μαγευτικά άγριας και όμορφης ηπείρου, δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε και αν δεν με πιστεύετε ρωτήστε τους αυτόχθονες, που κατάφεραν να συζήσουν με φίδια, δηλητηριώδεις αράχνες, σαύρες, κροκόδειλους, σαρκοβόρα φυτά, καρχαρίες μια χαρά και για 40.000 χρόνια. Ας μην ξεχνάμε, μιας και το καλεί η χθεσινή επέτειος, ότι για τη μαζική εξόντωση των αυτοχθόνων δεν ευθύνονται τα επικίνδυνα ζώα της αυστραλιανής φύσης, αλλά η ιδιοτέλεια και επιθετικότητα του ανθρώπου.