Ένα σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη ενός καθολικού τεστ αίματος που θα ανιχνεύει και θα μπορεί να διαγνώσει ταυτόχρονα οκτώ διαφορετικά είδη καρκίνου, ανακοίνωσε ο επικεφαλής καθηγητής ογκολογίας και παθολογίας Δρ. Νικόλαος Παπαδόπουλος (Nickolas Papadopoulos, Ph.D.), που ηγείται της επιστημονικής ομάδας ερευνητών της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Johns Hopkins των Η.Π.Α.

«Ο καρκίνος είναι μια εξαιρετικά δύσκολη και ύπουλη ασθένεια που αγγίζει τον καθέναν από εμάς και τις οικογένειές μας», λέει σε συνέντευξή του στον «Νέο Κόσμο» ο ομογενής καθηγητής, που σπούδασε βιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και τα τελευταία 32 χρόνια ζει και εργάζεται μόνιμα στις Η.Π.Α.

Το νέο μη παρεμβατικό τεστ υγρής βιοψίας με την ονομασία CancerSEEK (ΚαρκινικήΈρευνα) αναλύει το DNA που κυκλοφορεί στο αίμα του κάθε ασθενούς και ελέγχει την παρουσία μεταλλάξεων σε 16 γονίδια και οκτώ πρωτεΐνες που συνδέονται με τον καρκίνο.

«Το όραμά μας ουσιαστικά είναι να δημιουργήσουμε μια εξέταση έγκαιρης ανίχνευσης και διάγνωσης της νόσου που θα μας βοηθήσει να εντοπίσουμε και να θεραπεύσουμε έναν καρκινικό όγκο πριν κάνει μετάσταση, πριν δηλαδή αναπτυχθεί σε κάποιο άλλο κύτταρο του οργανισμού του ασθενούς», εξηγεί ο Θεσσαλονικιός καθηγητής που έλκει την καταγωγή του από τη Μικρά Ασία και τη Μακεδονία.

«Ο τελικός στόχος μας είναι η καθολική αυτή εξέταση αίματος να είναι πρακτικά και οικονομικά προσβάσιμη σε όλους ώστε να αυξήσουμε την πιθανότητα θεραπείας και επιβίωσης, αλλά αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε όλοι στη μάχη αυτή που δίνουμε καθημερινά με τη νόσο, είναι πως ακόμα και σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστούν και να ανιχνευτούν μέσα στο DNA καρκινικοί δείκτες που ενδεχομένως να υπάρχουν στον οργανισμό σε ένα ποσοστό 0,1%.

«Τα τεστ αυτά είναι πολύ ευαίσθητα, με αποτέλεσμα, ενώ οι επιστήμονες είχαμε ήδη τις γνώσεις να ανιχνεύσουμε έναν καρκινικό όγκο, χρειαζόμασταν, πέρα από τα πνευματικά επιτεύγματα, και τα τεχνολογικά επιτεύγματα, τα οποία πλέον υπάρχουν (ως έναν βαθμό) και μας δίνουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε υπολογιστικό αλγόριθμο μηχανικής μάθησης για να εντοπίσουμε το σημείο του σώματος όπου βρίσκεται το όργανο που έχει προσβληθεί με καρκίνο», εξηγεί ο καθηγητής Παπαδόπουλος.

Σύμφωνα με τη σχετική δημοσίευση της ομάδας ερευνητών του καθηγητή στο περιοδικό «Science», προς το παρόν έχουν πραγματοποιηθεί δοκιμές σε 1.005 ασθενείς με διαγνωσμένους μη μεταστατικούς καρκίνους των ωοθηκών, του μαστού, του στομάχου, του ήπατος, του παγκρέατος, του οισοφάγου, του παχέος εντέρου και των πνευμόνων, οι οποίοι δεν είχαν εξαπλωθεί σε άλλα όργανα.

«Για πέντε από αυτούς τους καρκίνους (ωοθηκών, ήπατος, στομάχου, παγκρέατος και οισοφάγου) δεν υπάρχει μέχρι σήμερα κανένα τεστ έγκαιρης διάγνωσης», λέει ο καθηγητής, ο οποίος εξηγεί πως το νέο τεστ, του οποίου το κόστος αναμένεται να φτάνει περίπου τα 500 δολάρια ανά ασθενή, δεν είναι ακόμη έτοιμο για κλινική χρήση και εξακολουθούν να γίνονται δοκιμές σε ανθρώπους χωρίς καρκίνο για να διαπιστώσουν την αποτελεσματικότητά του.

«Είναι αλήθεια πως όσο πιο νωρίς διαγνωσθεί ένας καρκινικός όγκος τόσο πιο αντιμετωπίσιμος είναι, γι’ αυτό και είμαστε αισιόδοξοι και αναμένουμε πλέον τα αποτελέσματα της δεύτερης μεγαλύτερης πενταετούς δοκιμής, στην οποία συμμετέχουν 50.000 γυναίκες ηλικίας 65 έως 75 ετών που δεν έχουν εμφανίσει ποτέ καρκίνο έως τώρα», λέει ο καθηγητής ο οποίος υποστηρίζει πως ο καρκίνος είναι αναμφίβολα γενετική ασθένεια.

«Είναι λάθος να νομίζουμε πως ο κληρονομικός καρκίνος είναι ο πιο συχνός καρκίνος.

«Πιο συχνός είναι ο σποραδικός καρκίνος, είτε αυτός είναι περιβαλλοντολογικός είτε γενετικός, γιατί τα γονίδια μας μεταλλάσσονται μέσα στα κύτταρα και ενδέχεται να γίνουν καρκινικά, εφόσον ο καρκίνος χρησιμοποιεί τις ίδιες μεταλλάξεις που έγιναν για να εξελιχθεί το ανθρώπινο είδος.

«Πρέπει λοιπόν να αλλάξει το σκεπτικό μας και να κατανοήσουμε πως εφόσον ο μέσος όρος ζωής ενός ανθρώπου έχει αυξηθεί δραματικά, αυτό έχει ως αποτέλεσμα και τα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού να δέχονται πολλές μεταλλάξεις με την πάροδο του χρόνου.

«Σίγουρα είναι δύσκολο να εκπαιδεύσουμε έναν υγιή άνθρωπο να μπει στη διαδικασία να υποστεί μια ακόμα εξέταση, αλλά θεωρώ πως πλέον οφείλουμε όλοι να συνειδητοποιήσουμε πως με τη βοήθεια μιας τόσο απλής μεθόδου, θα είμαστε στο εξής σε θέση να έχουμε τις πιθανότητες με το μέρος μας και να σώσουμε έτσι πολλές ανθρώπινες ζωές», καταλήγει ο καθηγητής Παπαδόπουλος.