Από το Frankston στη Θεσσαλονίκη

Απόδραση από τη Θεσσαλονίκη του 1941

Πρόσφατα στάθηκα στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης και αναλογίστηκα τη σκηνή που θα έβλεπα αν ήμουν εκεί πριν από εβδομήντα πέντε χρόνια. Το 1941, χιλιάδες στρατιώτες των συμμάχων βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη ως κρατούμενοι. Έφταναν από διάφορα σημεία της χώρας και πήγαιναν στο στρατόπεδο αιχμαλώτων της πόλης πριν συνεχίσουν το ταξίδι τους δια θαλάσσης ή με το τρένο. Μερικοί περπατούσαν κατά μήκος του δρόμου από τον σιδηροδρομικό σταθμό στη δυτική άκρη της πόλης, άλλοι, όπως ο αντισυνταγματάρχης Sandy Thomas από τη Νέα Ζηλανδία, είχαν δει τη Θεσσαλονίκη για πρώτη φορά από τη θάλασσα, και είχαν μιλήσει για την ομορφιά της πόλης και τον χιονισμένο Όλυμπο που φαινόταν καθώς το πλοίο κατευθυνόταν στο λιμάνι.

Όλοι βέβαια έφταναν εξαντλημένοι. Κάποιοι μετά βίας μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους μετά από μέρες μέσα σε πλοία με φριχτές συνθήκες και αυτό που αντίκριζαν όταν έπιαναν στεριά, ήταν μια πόλη υπό κατοχή. Κάποιοι έρχονταν αντιμέτωποι με Γερμανούς φρουρούς στην προκυμαία που, όπως αναφέρει ο Ken Hooper του 2 / 6ου Τάγματος, έκαναν “διαλογή” και προσπαθούσαν να εντοπίσουν Εβραίους.

Κάποιοι αναχωρούσαν ξανά με πλοίο από την προκυμαία, αλλά οι περισσότεροι αναγκάζονταν να συνεχίσουν ως πεζοί. Υπό την απειλή των γερμανικών όπλων σε κάθε διασταύρωση, οι αιχμάλωτοι υποχρεώνονταν να βαδίσουν και πολλές φορές να τρέξουν κατά μήκος της προκυμαίας μπροστά στα μάτια των κατοίκων της πόλης. Οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης εξαναγκάζονταν να υποδύονται τους θεατές και να βλέπουν το εξαντλημένο, πεινασμένο, και πολλές φορές τραυματισμένο από τις μάχες πλήθος. Κάποιοι πλήρωσαν ακριβά το ότι προσπάθησαν να βοηθήσουν έναν αιχμάλωτο ακόμα και με ένα απλό νεύμα ή ένα χαμόγελο συμπαράστασης. Μια γυναίκα πυροβολήθηκε στην προσπάθειά της να δώσει κρυφά λίγο ψωμί σε έναν πεινασμένο αιχμάλωτο, ενώ μια ομάδα καλόγερων γρονθοκοπήθηκε για τον ίδιο λόγο.

Οι αιχμάλωτοι έκαναν τη διαδρομή κατά μήκος της προκυμαίας προς τον Λευκό Πύργο κι έφταναν στο προσωρινό στρατόπεδο συγκέντρωσης που ονομάστηκε Dulag 183. Είχα την τιμή να ακολουθήσω αυτή τη διαδρομή και να ξεναγηθώ στον χώρο του πρώην στρατοπέδου, από τον Διευθυντή του Μουσείου Στρατού, συνταγματάρχη Παναγιώτη Τζιρίδη.

Καθώς οι πρώτοι Αυστραλοί στρατιώτες έμπαιναν στο στρατόπεδο έρχονταν αντιμέτωποι με ένα θλιβερό θέαμα: ερειπωμένοι στρατώνες, φτιαγμένοι από ξύλα και τούβλα από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με μία τούρκικη τουαλέτα να αναλογεί σε 250 αιχμάλωτους και γύρω γύρω συρματοπλέγματα. Το σκηνικό συμπλήρωναν οι βάρβαροι φρουροί που πυροβολούσαν τυχαία φυλακισμένους καθώς περπατούσαν στο στρατόπεδο.

Το στρατόπεδο λειτούργησε από τον Μάιο μέχρι τον Νοέμβριο του 1941, παραλαμβάνοντας κρατούμενους με προορισμό τη Γερμανία. Από τους 300 που είχε τον Μάϊο, ο πληθυσμός έφτασε σταδιακά τα 12.000 άτομα. Κάποιοι αιχμάλωτοι έμεναν για δυο μέρες, ενώ άλλοι πέρασαν εκεί μήνες. Δεν υπήρχαν επαρκή καταλύματα. Οι κρατούμενοι στοιβάζονταν στο πάτωμα στους στρατώνες που ήταν γεμάτοι παράσιτα και ασθένειες: ψείρες, ψύλλοι, κουνούπια, σμήνη από μύγες και ποντίκια ήταν οι καθημερινές συνθήκες διαβίωσης. Το ελάχιστο και ανεπαρκές φαγητό – συνήθως μια υδαρής σούπα φακής, λίγα σκληρά μπισκότα, μουχλιασμένο ψωμί, γερμανικό τσάι μέντας και που και που λίγο λαρδί, ήταν σύμφωνα με τους υπολογισμούς η μισή ποσότητα από αυτή που παρεχόταν αντίστοιχα στους Γερμανούς αιχμαλώτους στην Αγγλία και οι ιστορικοί πιστεύουν πως αυτό γινόταν σκόπιμα ώστε να αποδυναμωθούν οι κρατούμενοι.

Ένας από τους πολλούς κρατούμενους που αρνήθηκαν να δεχτούν τη μοίρα τους ήταν ένας νεαρός στρατιώτης από το Frankston, ο δεκανέας Ivan Dudley Welsh, γνωστός ως “Skip” στους συμπατριώτες του. Ο Skip, γεννημένος στο Launceston, εργαζόταν σε φάρμα πουλερικών όταν κατατάχθηκε στο Βικτωριανό 2/6ο Τάγμα το 1939. Πέρασε από το λιμάνι της Μελβούρνης και κατευθύνθηκε προς τη Μέση Ανατολή στις 4 Απριλίου 1940. Έφτασε στην Ελλάδα, στο λιμάνι του Πειραιά στις αρχές Απριλίου. Κατευθύνθηκε προς τα Φάρσαλα, αλλά η πορεία του ανακόπηκε από τις δυνάμεις του εχθρού. Οι σύμμαχοι υποχώρησαν στην κεντρική Ελλάδα και έφτασαν από την Κόρινθο στις παραλίες της Πελοποννήσου και στην Κρήτη. Στη διαδρομή δέχτηκαν επίθεση από εχθρικά αεροσκάφη. O Skip ήταν ένας από τους 350 που πιάστηκαν αιχμάλωτοι στην Κρήτη. Όμως ήταν αποφασισμένος να δραπετεύσει. Έκανε την πρώτη του απόπειρα με έναν ακόμα συγκρατούμενό του τον Ιούνιο του 1941, ελπίζοντας να καταφέρει να σαλπάρει για Κύπρο, αλλά τους εντόπισε γερμανικό αεροσκάφος.

Στις αρχές Ιουλίου, επιβιβάστηκε σε πλοίο για Θεσσαλονίκη. Η επιθυμία του να δραπετεύσει παρέμενε αμείωτη. Λίγες μέρες μετά την άφιξή του στο στρατόπεδο αιχμαλώτων, έκανε τη δεύτερη απόπειρα χρησιμοποιώντας τον κεντρικό αγωγό της αποχέτευσης που κατέληγε έξω από το στρατόπεδο. Δυστυχώς όμως, κάποιος άλλος κρατούμενος είχε σκεφτεί ακριβώς το ίδιο πριν από αυτόν και είχε πεθάνει μέσα στον αγωγό, φράζοντας τον αγωγό και κάνοντας την απόδραση αδύνατη. Ο Skip συνελήφθη εκ νέου και πέρασε από ανάκριση. Ωστόσο, δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Τον Αύγουστο τελικά τα κατάφερε, έχοντας ακολουθήσει διαφορετικό σχέδιο. Αντάλλαξε το φαγητό και τις μπότες του με πολιτικά ρούχα και κατάφερε φορώντας τα να ξεφύγει.

Βρέθηκε να περπατά ελεύθερος στη Θεσσαλονίκη. Η ζωή του είχε διδάξει ότι συνήθως οι πιο φτωχοί και μετρημένοι άνθρωποι είναι πιο φιλικοί με τους αγνώστους. Ήταν αλήθεια. Πλησίασε μια γυναίκα σε μια από τις φτωχογειτονιές της πόλης και της είπε πως ήταν Αυστραλός στρατιώτης που είχε μόλις ξεφύγει από την αιχμαλωσία. Μόλις δυο ώρες μετά τη διαφυγή του βρήκε καταφύγιο και ζεστασιά στο σπίτι της. Άφησε μουστάκι και έβαφε το πρόσωπό του για να μην κινεί το χρώμα του δέρματός του υποψίες όταν κυκλοφορούσε κατά τη διάρκεια της μέρας. Μαζί με άλλους τέσσερις δραπέτες κατάφερε τελικά να φτάσει στη Χαλκιδική και από εκεί πέρασε στην Ίμβρο με τη βοήθεια ενός ερημίτη, του πατέρα Σάββα. Από εκεί έφτασε στο Τσανάκκαλε και προσέγγισε τις συμμαχικές δυνάμεις. Ποτέ δεν ξέχασε το θάρρος των Ελλήνων που τον βοήθησαν. Τον συγκλόνισε το γεγονός ότι υπήρχαν άνθρωποι που ενώ ήξεραν ότι διακυβεύονταν τα πάντα, και δεν είχαν και πρακτικά τίποτα να κερδίσουν δίνοντας βοήθεια σε δραπέτες, άνοιγαν την αγκαλιά τους σε δραπέτες. “Μας βοήθησαν”, αναφέρει, “να φύγουμε από τη χώρα, ήταν αυτοί που μας οδήγησαν από χωριό σε χωριό, μας έδωσαν φαγητό, καταφύγιο μέσα στις εκκλησίες τους και μας ειδοποιούσαν όταν πλησίαζαν Γερμανοί και κινδυνεύαμε. Κάποιοι πλήρωσαν βαρύ τίμημα, τους έπιασαν οι Γερμανοί και τους εκτέλεσαν”.

Πάνω από 5.000 Αυστραλοί και 22.000 άλλοι συμμαχικοί στρατιώτες πιάστηκαν κατά τη διάρκεια της ελληνικής εκστρατείας και σχεδόν όλοι πέρασαν από το στρατόπεδο της Θεσσαλονίκης. Και ενώ τόσοι άνθρωποι υπέφεραν εκεί, δυστυχώς στον χώρο του πρώην στρατοπέδου δεν υπάρχει η σχετική αναμνηστική πλακέτα. Καθώς κάθε χρόνο πια γιορτάζουμε την αδελφοποίηση των δυο πόλεων, της Μελβούρνης και της Θεσσαλονίκης, πιστεύω πως θα έπρεπε να γίνεται μνεία σε όλους αυτούς που υπέφεραν σε αυτό το στρατόπεδο.

*Ο Jim Claven, ιστορικός και συγγραφέας, έχει ερευνήσει σε βάθος και επί σειρά ετών τους ελληνικούς δεσμούς με την αυστραλιανή ιστορία των Anzac. Είναι Γραμματέας της Επιτροπής Μνήμης Λήμνου Καλλίπολης και τιμητικό μέλος του Συλλόγου Θεσσαλονίκης της Μελβούρνης. Ελπίζει να τοποθετηθεί μια αναμνηστική πλακέτα στο χώρο του πρώην στρατοπέδου αιχμαλώτων της Θεσσαλονίκης. Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για το έργο και να βοηθήσει μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του με email στη διεύθυνση jimclaven@yahoo.com.au