Η Ελλάδα του Γιάννη Χαρούλη

Ο αυτοδίδακτος τροβαδούρος με το λαούτο που σπάει καρδιές, ταμεία και ρεκόρ σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του μιλά στο "Νέο Κόσμο"

Είναι παρήγορο που το 31ο Lonsdale Street Greek Festival -η πρώτη εμφάνιση του Γιάννη Χαρούλη στην Αυστραλία- είναι street Festival και δεν θα έχουμε τα δράματα της Ελλάδας: τα τελευταία χρόνια, η ανακοίνωση κάθε συναυλίας του συνοδεύεται από αναβρασμό για εξασφάλιση εισιτηρίου μια και οι εμφανίσεις του γίνονται sold out εντός λίγων ωρών ή ημερών.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη. Ήρθε σε επαφή με τη μουσική σε ηλικία μόλις έξι ετών, όταν ο πατέρας του του έδειξε πως να παίζει μαντολίνο. Λίγο αργότερα, έπιασε στα χέρια του το πρώτο του λαούτο και ξεκίνησε να μελετά παραδοσιακή μουσική. Από τα 15 άρχισε να δουλεύει ως λαουτιέρης σε πανηγύρια. Από το 2002 που ανέβηκε στη σκηνή του Λυκαβηττού για ένα αφιέρωμα στο Νίκο Ξυλούρη ως σήμερα, έχουν μεσολαβήσει πέντε προσωπικοί δίσκοι, ζωντανές ηχογραφήσεις, ένας μακρύς κατάλογος από συνεργασίες με όλα σχεδόν τα σπουδαία ονόματα της ελληνικής μουσικής, αμέτρητες ζωντανές εμφανίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και μια σαρωτική πορεία που συνοδεύεται συχνά από πομπώδης λέξεις και εκφράσεις: “φαινόμενο”, “Κρητικός τυφώνας”, “διάδοχος του Ξυλούρη”, “σταρ”.

Όμως, για το κοινό είναι απλώς ο Γιάννης. Βαθιά λαϊκός και απλός. Ο Γιάννης που βγαίνει στη σκηνή, λέει “Καλώς εσμίξαμε, κοπέλια” και γίνεται ένα με όλους, ανάμεσα στις ιαχές και τα χειροκροτήματα. Ο Γιάννης που είναι ευκαιρία για γιορτή, για διονυσιακή μέθεξη, για πηγαία χαρά, για σύνδεση με το αληθινό συναίσθημα. Οι άνθρωποι φεύγουν από τις συναυλίες του χορτάτοι, με μια αίσθηση κάθαρσης, σαν να έχει “τακτοποιηθεί” το μέσα τους.

Τα υλικά του είναι απλά. Αυθεντικός κι αυθόρμητος, πατάει στην παράδοση με σύγχρονο τρόπο. Η δύναμη του είναι τα ίδια τα τραγούδια, η μουσική αλλά και η κάθε λέξη τους που ερμηνεύει με πάθος και απλότητα. Ο αυτοδίδακτος τροβαδούρος με το λαούτο που σπάει καρδιές, ταμεία και ρεκόρ, λίγο πριν το ταξίδι του στην Αυστραλία και τις δύο εμφανίσεις του σε Μελβούρνη και Σίδνεϊ, μίλησε στο ‘Νέο Κόσμο’, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.

-Που μεγάλωσες Γιάννη; 

Γεννήθηκα στο Ηράκλειο Κρήτης και μεγάλωσα στα Έξω Λακώνια.

-Με ποιες εικόνες; Πως ήταν η ζωή στην Κρήτη καθώς μεγάλωνες; 

Είχα την τύχη να προλάβω την Κρήτη πριν την τεχνολογία. Για μια παρέα παιδιών, ένα χωριό, όπως το χωριό που μεγάλωσα έχει όλα όσα χρειάζεσαι για να αναπτυχθούν η φαντασία και τα όρια της ελευθερίας. Τρέχαμε όλη μέρα, είτε με τα πόδια, είτε με ποδήλατα, στα βουνά και στα λαγκάδια.

-Σε δυσκόλεψε η αλλαγή από το νησί στην Αθήνα και η προσγείωση στα Εξάρχεια; 

Είχε και τα καλά και τα κακά. Θα μπορούσα να πω, οι πρώτοι μου καιροί στην Αθήνα ήταν τα «φοιτητικά μου χρόνια», καθώς δεν σπούδασα. Ήταν μια ευκαιρία να φύγω από το σπίτι και να κάνω το ταξίδι… το οποίο δεν είχα υπολογίσει ότι θα κρατήσει μέχρι και σήμερα. Κατά τα άλλα με δυσκόλεψε πολύ η αλλαγή του ρυθμού των ανθρώπων και της καθημερινότητας. Με δυσκόλεψαν και κάποιες σκληρές εικόνες που σε ένα χωριό δεν θα τις επέτρεπαν οι άνθρωποι.

-Ποια τραγούδια σε καθόρισαν; 

Κατά καιρούς επιλέγω κάποια τραγούδια να εκφράζομαι και να με συντροφεύουν με βάση τα βιώματα και τα συναισθήματα της κάθε στιγμής. Γι’ αυτό και ευχαριστώ πολύ τους δημιουργούς, που μου δίνουνε αυτόν το χώρο.

-Τι είναι για σένα μια ελληνική γιορτή, το ελληνικό πανηγύρι; 

Μπορώ να μιλήσω για το κρητικό πανηγύρι στο οποίο έχω παρευρεθεί πολλές φορές σαν λαουτιέρης. Εκεί, όταν αυτό είναι όμορφο και χωρίς πολλά πολλά, παράγεται έργο, με τα δικά μου δεδομένα. Δηλαδή οι άνθρωποι όλοι μαζί συντονίζονται χορευτικά και τραγουδιστικά μα και στο τραπέζι, στο φαγητό και στο πιοτό και μέσα από το χάος βγαίνει μια περίεργη αρμονία. Αυτός ο συντονισμός είναι εν τέλει κάτι παρήγορο και σου προσφέρει μια ανάταση ψυχής.

-Όταν φεύγεις για συναυλία στο εξωτερικό, τι νιώθεις πως κουβαλάς στις αποσκευές σου; Ποιο κομμάτι της Ελλάδας ταξιδεύει μαζί σου;

Ένα κομμάτι της Κρήτης , από οπού είναι η καταγωγή μου και του περισσότερου καιρού μου τα βιώματά . Από εκεί και μετά τα τραγούδια, από την Κρήτη και από την υπόλοιπη

Ελλάδα που μας έχουν αφήσει το χρονικό τους το καθένα.

-Έχεις αγαπημένες φωνές, βιβλία, ποιήματα που είναι για σένα θησαυρός, που αν συναντούσες ένα νέο παιδί της ομογένειας θα του έλεγες “να, πάρε αυτά να πορευτείς;”

Θα του έδινα ένα απόσπασμα του Καζαντζάκη από τον πρόλογο στον Καπετάν Μιχάλη: «…Η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλάβεις πώς μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου, τρομάζεις, γιατί από τη στιγμή που θα καταλάβεις πώς υπάρχει ή δύναμη αυτή δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άναντρες πράξεις σου για τη ζωή σου τη χαμένη, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους και ξέρεις πια πώς εσύ, όχι ή τύχη, όχι ή μοίρα, μήτε οι άνθρωποι γύρα σου, εσύ μονάχα έχεις, ότι κι αν κάμεις, ότι κι αν γίνεις, ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περγελάς αν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο. Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή ‘ναι ή άξια του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο». Αν δεν λιγοψυχήσουμε και αν το πιστέψουμε αυτό, όπως λέει ο Καζαντζάκης, τότε γίνεται το θαύμα, “το αδύνατο γίνεται δυνατό”!

-Τι είναι αυτό μου μας κάνει όλους να ακούμε μαγεμένοι τα κρητικά τραγούδια; 

Όταν λέμε κρητικά τραγούδια αυτό συμπεριλαμβάνει και όλες τις προσμίξεις που έχουν γίνει όλους τους καιρούς στη κρητική μουσική. Είτε είναι από τη Σμύρνη, είτε είναι από τους διάφορους κατακτητές που πέρασαν από το νησί. Εμένα προσωπικά η κρητική μουσική μου προσφέρει μία ανάταση, μια δύναμη και ζωντάνια. Η κρητική μουσική έχει το χαρακτηριστικό της χαρμολύπης, τραγουδάμε τον πόνο και τον θάνατο και τον έρωτα και τον χορεύουμε. Αυτό που συμβαίνει δηλαδή σε όλες τις παραδοσιακές μουσικές της Ελλάδας μας και δεν είναι τυχαίο που μας εκφράζουν ακόμα αυτά τα τραγούδια.

-Νιώθεις ότι κρατάς αναμμένη μια δάδα παράδοσης για τη νέα γενιά; Τι είναι για σένα παράδοση και ποιος είναι ο ρόλος της σήμερα; 

Παλιότερα έλεγα ότι η παράδοση χρησιμεύει σαν βάση. Σήμερα αντιλαμβάνομαι ότι η βάση είναι και κάτι σταθερό που σε στερεώνει, σε κρατάει, ενώ η μουσική είναι κάτι που σε απελευθερώνει, όποτε δεν μπορώ να την λέω πια βάση. Θα πω ότι είναι μια ευκολία προς τον δρόμο της έκφρασης και της ελευθερίας. Αυτούς τους δρόμους κατέγραψαν οι παλιότεροι για να μας βοηθήσουν να εκφραστούμε κι εμείς και να εκφράσουμε την εποχή μας, ώστε να έχουμε κάτι να παραδώσουμε παρακάτω. Αυτό είναι και τα ζητούμενο, οπότε αν κάτι κάνει ο καθένας είναι να περιγράφει της ομορφιές της εποχής του.

-Έχεις φίλους που έφυγαν τα τελευταία χρόνια; Που μετανάστευσαν; Και πως νιώθεις για αυτούς που επιλέγουν να φύγουν; Θυμώνεις μαζί τους ή τους συμμερίζεσαι; 

Έχω την αδερφή μου, που έχει φύγει τα τελευταία χρόνια. Και επειδή βίωσα προσωπικά το ψάξιμο της για δουλειά στην Ελλάδα και τον κόπο της, δεν μπορώ να θυμώσω που έφυγε σε μια άλλη χώρα για να εργαστεί και να δημιουργήσει.

-Υπάρχει κάποιο φωτεινό κομμάτι στην σημερινή Ελλάδα;

Αν κοιτάξει κανείς από μακριά ένα καμένο τοπίο θα δει μόνο τους καμένους κορμούς και το σκούρο χρώμα, αν πλησιάσει όμως κοντά θα δει και μερικά χλωρά, μικρά λουλουδάκια που ξεφυτρώνουν. Αυτός είναι ένας φυσικός νόμος και ισχύει και για την Ελλάδα.

Ο Γιάννης Χαρούλης εμφανίζεται στο 31ο Delphi Bank Lonsdale Street Festival το Σάββατο 10 Φεβρουαρίου (DELPHI BANK STAGE, 7 μ.μ.) και στο 36o Sydney Greek Festival την Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου (The Factory Theatre, 7.30 μ.μ.)

Αν θέλετε να μπείτε στο κλίμα της συναυλίας μπορείτε να ακούσετε τα τραγούδια του Γιάννη Χαρούλη εδώ: https://open.spotify.com/user/minosemi/playlist/17ZDBmSydKIEgRANdDqpNP