Σκεφτόμουνα να γράψω για τη Μακεδονία μας. Με πόναγε και με πονάει το όλο θέμα και στο παρελθόν είχα βάλει κι εγώ το κάτι τι, από το δικό μου μετερίζι. Της γενιάς μου οι τότε αγωνιστές. Όλοι εμείς που, κουβαλώντας βοτσαλάκια, φτιάχναμε ογκόλιθους και περιμέναμε το σύνθημα να τους αφήσουμε να κατρακυλήσουν. Δεν θέλω να κάνω συγκρίσεις, δεν θα καταπιαστώ με στατιστικές, κριτικές και ανώφελους παραλληλισμούς. Θα περιμένω, θα ελπίζω και θα μπω κι εγώ στη σειρά των ηλικιωμένων αγωνιστών, με την ψυχή του γίγαντα, κραυγάζοντας… ΑΕΡΑ κι ας πουν… ότι αυτός τρελάθηκε. Σύμφωνα δε με επιβεβαιωμένες πληροφορίες, όποιος τρελαθεί για λόγους… πατριωτικούς έχει ελευθέρα είσοδο στον παράδεισο και μειωμένο εισιτήριο στο πάνθεον των ηρώων.

Έχετε δίκιο κι ας αλλάξουμε ομιλία κι ας πούμε κάτι σχετικό μ’ έναν καλό μου φίλο, το Νικόλα, που παραλίγο να τρελαθεί, όχι από εθνικούς λόγους, αλλά από λόγους βλακείας και ερωτικής αποπληξίας. Πριν είκοσι χρόνια, θυμάμαι ήρθε έξαλλος και με τα συμπτώματα του κυκλοθυμικού παροξυσμού χαραγμένα στο πρόσωπό του, φώναξε: «Την αγαπώ. Μόλις χωρίσει αυτό το κτήνος που έχει παντρευτεί, θα την πάρω. Θα φέρει και το κορίτσι της, ένα αγγελούδι. Θα της χαρίσω την ευτυχία. Βγήκαμε. Δεν μπόρεσε να μείνει. Φοβάται αυτόν τον αγριάνθρωπο. Μόλις ελευθερωθεί θα γίνει δική μου. Είναι μια γυναίκα όνειρο, ένα πλάσμα αιθέριο».

Έχει πλάκα. Θα δούμε παρακάτω, τον… αγριάνθρωπο, το αιθέριο πλάσμα και… το αγγελούδι.

Ο καιρός περνούσε, ο Νικόλας περίμενε να γλιτώσει το… κορίτσι του από το… κτήνος, ο έρωτάς του φούντωνε, όπως φουντώνει το καθετί που δυσκολεύεται να … «περπατήσει» στους ρυθμούς που το θέλεις και ήρθε, επιτέλους, η ώρα που αναφώνησε ο Νικόλας το… νικήσαμε. Λες και του είχε πέσει το λαχείο Συντακτών, πρωταγωνιστής και υποψήφιος Όσκαρ, «Κωνσταντή χωρίζει η Αμαλία. Ζητάει χρήματα ο άθλιος, ο παραδόπιστος. Θα του τα δώσουμε. Θα πουληθεί το σπίτι τους αλλά δε με νοιάζει, σπίτι έχω, τη φωλιά μας, καλύτερο από το σαράβαλο που μένουν. Το κορίτσι, ένας άγγελος 17 χρονών, η Αλίκη μας, ευγενέστατο παιδί, άριστη μαθήτρια. Αυτό που θέλω είναι να πάρει το διαζύγιο, να νομιμοποιήσουμε τις σχέσεις μας, να με δουν οι φίλοι με τη γυναίκα μου, να έρθουν στο σπίτι μας να πιουν έναν καφέ, ένα ποτό».Ευτυχισμένος ο Νικόλας. Γνώρισα τη σύζυγο και την κόρη στο γάμο. Γαμήλιο ταξίδι και μετά στη δουλειά, καλή δουλειά ο Νικόλας, να πάρουμε ένα ακόμη σπίτι και… «να έχουμε λίγα χρήματα, εκεί στην άκρη, για μια ζωή πιο άνετη».

Περνούσαν τα χρόνια και η… συνήθεια που περνάει σαν οδοστρωτήρας πάνω απ’ τα ζευγάρια, ισοπεδώνει αιθέρια πλάσματα, αγγελούδια κι έτσι και δεν έχεις, όπως ο Λογοθετίδης, ένα βότσαλο να ρίξεις στη λίμνη, να την ταράξεις λίγο ή να την ταρακουνήσεις, σε πήρε ο διάβολος και σε σήκωσε. Αραιά και που ένα τηλεφώνημα, τυπικό, «Κωνσταντή θα σε πάρω. Λίγα μικροπροβλήματα, μόλις ησυχάσω θα σε πάρω να τα πούμε. Χάθηκε ο Νικόλας για ένα διάστημα. Συναντηθήκαμε τυχαία και μου φάνηκε σ το πρόσωπό του, ανεξίτηλα ζωγραφισμένα η απογοήτευση, η πίκρα, η αδικία και το παράπονο.

Έμαθα πως τρία χρόνια μετά τον γάμο του τον επισκέφτηκε ο τέως σύζυγος της Αμαλίας και του… έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου. Του εξήγησε και προσπάθησε να του αποδείξει πως ο… «άγγελος» που είχαν παντρευτεί, πρώτα ο ένας και μετά ο άλλος, δεν ήταν το φιδάκι… ο Διαμαντής, αλλά βόας και κροταλίας που κατάπινε χιλιάρικα και νεόχτιστα διώροφα. Ο Νικόλας δεν τα πίστεψε… όλα, αλλά φαίνεται πως κράτησε μερικές σημειώσεις στο… μυαλό του. Ο φίλος ο καλός κάποια στιγμή χάθηκε.

Πέρασαν περίπου τρία χρόνια. Ξαφνικά έλαβα ένα τηλεφώνημα από την Ελλάδα: «Ναι καλά κατάλαβες, ο Νίκος είμαι. Δεν θα σου πω τα νέα μου, ούτε τα παλιά μου, κράτα το τηλέφωνό μου και σαν κατέβεις ή ανέβεις στην πατρίδα, πάρε με να βρεθούμε, να τα πούμε….»

Τηλεφώνησα σαν πήγα στην πατρίδα. «Ξέρεις που γίνεται η Λαϊκή της άνω Γλυφάδας; Αν δεν το ξέρεις εσύ, το ξέρει ο γιος σου. Απ’ ότι μου είχες πει το παλικάρι σου μένει στην περιοχή. Θα σου δείξει. Θα σε δω». Σ’ ένα τραπεζάκι, βραχιόλια μικρά και μεγάλα απλωμένα με τις τιμές τους ωραία στημένες και καλογραμμένες. Ποικιλία από δύο, πέντε και δέκα ευρώ. Από ένα μικρό μαγνητόφωνο, η φωνή του Δημήτρη Χορν τραγουδούσε το… οι κόκκινες, οι πράσινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες. Πρωταγωνιστής, πίσω από το φορτωμένο τραπεζάκι, άψογα για τη δουλειά ντυμένος, ο Νικόλας να με κοιτάζει και να… κλαίει. Στο σπίτι του, το παλιό πατρικό του σπίτι, κάπου στο Μεταξουργείο, στη χαριτωμένη μικρή αυλή ενός φτωχικού αθηναϊκού σπιτιού, με λίγα λόγια, μου εξήγησε ο Νικόλας, πως έφτασε να ζει, πραγματικά, μια υπέροχη ζωή, στην Αθήνα, για να αποδειχτεί πως η πτώση, τις περισσότερες φορές, φέρνει το ανέβασμα, πως μετά τη μπόρα η γαλήνη και η κατηφόρα μετά τον ανήφορο. Αν σας έλεγα τις λεπτομέρειες όπως μου τις εξήγησε ο φίλος, για το τί έπαθε, πώς του τα πήρανε και τί του κάνανε, θα καταλαβαίνατε… πόσο έξυπνοι είμαστε εμείς οι…. άνδρες.