Απασχολεί κάπου 10 νεοφερμένους στο εργοστάσιο κατασκευής επίπλων που έχει εδώ και δεκαετίες με την οικογένειά του, o Στέλιος Κουκουβιτάκης.

Εκτός από δύο που προσέλαβε πριν τα Χριστούγεννα, οι άλλοι εργάζονται εκεί από το 2016.

Οι περισσότεροι είναι τεχνίτες από την Ελλάδα, με πληροφορεί.

Οι δύο δε, από εκείνους με τους οποίους μίλησα, είχαν τις δικές τους βιοτεχνίες εκεί, στις οποίες λόγω της οικονομικής κρίσης, αναγκάστηκαν να βάλουν λουκέτο.

«Οφείλουμε να τους στηρίξουμε με όποιον τρόπο μπορούμε να ορθοποδήσουν. Εμείς οι παλιοί γνωρίζουμε πολύ καλά τί σημαίνει να ξεριζώνεσαι από τον τόπο σου, και μάλιστα χωρίς να το περιμένεις. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα εκεί, που οι άνθρωποι έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Επειδή έχουν ανάγκη δεν θα πρέπει να τους εκμεταλλευόμαστε, αλλά ούτε και να τους βλέπουμε σαν υποδεέστερους. Προσωπικά, δεν έχω διώξει κανέναν. Σε όσους, δε, μπορώ, γίνομαι σπόνσορ.

Οι περισσότεροι είναι ευσυνείδητοι και αναγνωρίζουν τη βοήθεια. Είναι συνεπείς και πάρα πολύ καλοί τεχνίτες, τουλάχιστον εκείνοι που έχω εδώ», τονίζει ο Στέλιος Κουκουβιτάκης.

Σε ερώτηση ‘ποια είναι τα προβλήματα που ο ίδιος έχει αντιληφθεί ότι αντιμετωπίζουν’, θα πει: ” Κυρίως ότι πολλοί έρχονται απληροφόρητοι και πέφτουν από τα σύννεφα. Τους τρομάζουν, κατ’ αρχήν, οι μεγάλες οι αποστάσεις, ο διαφορετικός τρόπος ζωής και νοοτροπίας. Φυσικά όλα αυτά, να μην ξεχνάμε, ότι τα αντιμετωπίσαμε και εμείς όταν ήλθαμε. Γι’ αυτό και θα πρέπει να δείχνουμε κατανόηση. Μπορεί να πέρασαν δεκαετίες από τότε και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αναγκάζονται να ξενιτεύονται οι άνθρωποι σήμερα να είναι κάπως διαφορετικές, η αιτία όμως παραμένει η ίδια. Ότι η πατρίδα μας δεν μπορεί να τους κρατήσει και η διέξοδος βρίσκεται στη φυγή».

Στη συνέχεια, με ρωτά ‘αν θέλω να μιλήσω με κάποιους’.

Με συστήνει στον Σωτήρη Τσούτουρα, 45 χρόνων, από τη Σαλαμίνα Αττικής όπου είχε, όπως θα πει, τη δική του βιοτεχνία σιδηροκατασκευών.

«Μου χρωστάγανε πολλά», λέει απλά, αφήνοντάς σε να μαντέψεις τα υπόλοιπα. Βρίσκεται εδώ δύο χρόνια και ένα μήνα. Ήλθε με φοιτητική βίζα η οποία λήγει σύντομα, αλλά αυτό δεν σημαίνει επιστροφή στην Ελλάδα. «Σύντομα θα παντρευτώ, μου αρέσει πολύ εδώ. Στην αρχή μου φάνηκε λίγο δύσκολα, αλλά τώρα έχω συνηθίσει. Σ’ αυτό παίζει ρόλο και ο εργοδότης. Ο κ. Στέλιος, μας φέρεται άψογα και αυτό βοηθάει πάρα πολύ».

Ειδικότητά του να φτιάχνει τον σκελετό κρεβατιών.

Στη συνέχεια, μιλώ με τον Γιώργο Τσιλίκα, ταπετσιέρη επίπλων ο οποίος με πληροφορεί ότι είχε δική του βιοτεχνία επίπλων επί 26 χρόνια.

Το λουκέτο, δεν το έβαλε ο ίδιος στην επιχείρησή του, αλλά ο σίφουνας της οικονομικής κρίσης.

Είναι 51 χρόνων παντρεμένος με δύο παιδιά, μια κόρη 19 χρόνων κι ένα γιο 26 που σπουδάζουν. Η γυναίκα του, προσθέτει, είναι στρατιωτικός και θα έλθει στην Αυστραλία όταν θα συνταξιοδοτηθεί σε δύο χρόνια. Ο ίδιος γεννήθηκε στην Αυστραλία και οι γονείς του, τον πήραν στην Ελλάδα όταν ήταν δύο χρόνων.

«Σήμερα είμαι ευχαριστημένος από τη δουλειά, την οποία γνωρίζω πολύ καλά, και ελπίζω να κάνω μία βάση ώστε να μπορέσει να έλθει εδώ και η οικογένειά μου. Η Αυστραλία είναι πολύ ωραία. Διαφορετική βέβαια από την Ελλάδα, προσωπικά όμως μ’ αρέσει πολύ. Ίσως γιατί ήλθα προετοιμασμένος και βρήκα αμέσως δουλειά. Μ’ αρέσει ιδιαίτερα η τάξη που υπάρχει εδώ, η ησυχία και το αίσθημα ασφάλειας που σου δημιουργεί. Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι δραματική και ο κόσμος έρχεται εδώ για να σωθεί. Είναι απλό», καταλήγει ο Γιώργος Τσιλίκας.

Όχι όμως ακριβώς ‘απλό’ για όσους δεν μπορούν να προσαρμοστούν, με πληροφορεί ο Παναγιώτης Μερκούλιας, ιδιοκτήτης οικοδομικής εταιρίας ο οποίος έχει προσλάβει αρκετούς, κατά καιρούς, νεομετανάστες Έλληνες, αλλά και Ινδούς και Ιρλανδέζους.

Ένα αλλιώτικο μαγαζί. Ελληνικό χρώμα

Ορισμένοι νεοφερμένοι έχουν βρει δουλειά στο εργοστάσιο κατασκευής επίπλων του κ. Σ. Κουκουβιτάκη

«Χονδρικά, τους Έλληνες νεομετανάστες μπορούμε να τους κατατάξουμε σε δύο κατηγορίες. Σ’ εκείνους που προσαρμόζονται σχετικά εύκολα και πιάνουν την ευκαιρία που τους δίνεται να εργαστούν εδώ, να σπουδάσουν, να βρουν σπόνσορα, και τελικά να μείνουν αν μπορέσουν, και σ’ εκείνους που έχουν σοβαρό πρόβλημα προσαρμογής. Οι τελευταίοι, κι αν ακόμη βρουν ικανοποιητική δουλειά, επιστρέφουν γιατί υπερισχύει μέσα τους η νοσταλγία για τον τόπο που άφησαν πίσω, την οικογένεια κυρίως και τους συγγενείς. Μου έρχεται τώρα στον νου η περίπτωση του Παναγιώτη Τόμπρα που με δυσκολία έμεινε εδώ ένα χρόνο γιατί η γιαγιά στην Ελλάδα ήθελε να δει τα εγγονάκια. Της έλειπαν φοβερά. Βρήκε μια μέση λύση. Πήγε στο Ντουμπάϊ που είναι πιο κοντά».

ΝΕΟΦΕΡΜΕΝΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ

Ο Δημήτρης Εμπρεϊζογλου είναι μια περίπτωση διαφορετική. Ανήκει στην κατηγορία των νεοφερμένων που κατάφεραν να ανοίξουν τη δική τους επιχείρηση εδώ και να δίνουν δουλειά σε άλλους νεοφερμένους. Βρίσκεται στην Αυστραλία σχεδόν 7 χρόνια και είναι παντρεμένος με τη Μελβουρνιώτισα Χρυσούλα Μαυρουδή.

Εδώ και δυόμισι χρόνια έχουν μια ιδιότυπη επιχείρηση, ένα καφέ – φούρνο – drive in, που σερβίρει από παραδοσιακή μπουγάτσα και σπανακόπιτες μέχρι λουκανόπιτες και ζαμπονόπιτες.

Ανοίγει από τις 6 το πρωί και οι οδηγοί δε χρειάζεται ούτε καν να βγουν από το αυτοκίνητό τους για να προμηθευτούν το πρωινό τους.

Στην Ελλάδα ήταν μπάρμαν, με πληροφορεί. Την ίδια δουλειά έκαναν στην Ελλάδα, λέει, και οι πιο πολλοί νεοφερμένοι που εργάζονται εκεί.

Από τους περισσότερους δηλώνει ευχαριστημένος. Μιλά μάλιστα με ποσοστά.

«Κοιτάξτε, από το 70% είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος. Τα παιδιά δουλεύουν με όρεξη, γνωρίζουν καλά τη δουλειά, οι πιο πολλοί από την Ελλάδα, όπου όμως υπάρχει μεγάλος συναγωνισμός οπωσδήποτε είναι δύσκολα τα πράγματα.

Τώρα εδώ, στη δική μας δουλειά, υπάρχει και ένα 30% που δουλεύουν με το ζόρι. Από ανάγκη. Δεν είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους εδώ. Συνέχεια κάνουν συγκρίσεις, ό,τι το χειρότερο. Τί να σας πω, έχω κάνει κι εγώ μετανάστης στη Γερμανία, όπου έζησα από τεσσάρων μέχρι δεκατεσσάρων χρόνων. Δεν μου αρέσει. Δεν θα μπορούσα να ζήσω εκεί. Εδώ όμως είναι διαφορετικά. Είναι πολλοί που το αναγνωρίζουν αυτό και το εκτιμούν. Άλλοι παραπονούνται και κάνουν συνέχεια συγκρίσεις με την Ελλάδα. Με το πώς ήταν εκεί και πώς είναι τώρα. Ε, αυτό δε βγάζει πουθενά», καταλήγει ο Δημήτρης.

Την ίδια άποψη φαίνεται να έχει και η σύζυγος του Δημήτρη, Χρυσούλα, η οποία εργάζεται εκεί δωδεκάωρο: «Οφείλουμε να είμαστε open minded”

Κοινωνική λειτουργός … στον προηγούμενο βίο της, οπωσδήποτε βρίσκει δύσκολη τη σημερινή της απασχόληση, έχει όμως, όπως λέει, προσαρμοστεί. Καταλαβαίνει, σημειώνει, ότι πολλούς τους λείπει η Ελλάδα, «το να κολλάμε όμως εκεί, δεν βγάζει πουθενά. Ο άνθρωπος θα πρέπει να προσαρμόζεται και να κάνει το καλύτερο που μπορεί κάτω από τις παρούσες συνθήκες. Πολλοί το πετυχαίνουν. Άλλοι όχι», εκτιμά.

Oπότε, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. H προσαρμογή ή μη, εξαρτάται από την ψυχοσύνθεση του ατόμου, τις προσδοκίες του, αλλά και την επίδραση που ασκούν επάνω του εξωτερικοί παράγοντες.