ΜΕΤΑΞΥ των λίγων που μου τηλεφώνησαν το περασμένο Σάββατο για να μου ευχηθούν χρόνια πολλά για τη γιορτή μου, ήταν και μια πρώτη μου ξαδέλφη. Η Τούλη
ΜΕ την Τούλη, η οποία είναι δύο χρόνια μικρότερή μου –και τα τρία αδέλφια της- μεγαλώσαμε μαζί, παρά το γεγονός ότι εγώ έμενα στο χωριό και αυτοί στην Τρίπολη.
ΤΗΝ απόσταση των δέκα χιλιόμετρων που χώριζαν τις δύο οικογένειες, την ακύρωναν οι συχνές επισκέψεις της θείας μου της Θάλειας –της μητέρας της- στο χωριό.
ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ δύο φορές την εβδομάδα ερχόταν η θεία στο χωριό φέρνοντας συνήθως μαζί της την Τούλη και τον αδελφό της τον Κώστα, που ήταν και κατά ένα χρόνο μεγαλύτερός μου, να κάνουμε παρέα και να παίζουμε, για να μην ενοχλούμε τους μεγάλους…
ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ από το χωριό έπαιρνε και μένα μαζί της για να με φέρει πίσω σε μια από τις επόμενες επισκέψεις της.
ΕΤΣΙ εγώ τα ξέγνοιαστα εκείνα χρόνια το είχα τρίπορτο. Μοίραζα δηλαδή το χρόνο μου, με την οικογένεια του πατέρα μου, με αυτή της μητέρας μου και με την οικογένεια της θείας Θάλειας.
ΚΑΙ ήμουν βέβαια και τριπλά τυχερός, μιας είχα και τρεις θείες –δηλαδή, τη θεία τη Ρεβέκκα, τη θεία τη Θάλεια και τη θεία τη Νίτσα- με αγαπούσαν και με πρόσεχαν.
ΑΣ επιστέψω όμως στο τηλεφώνημα, γιατί όταν αρχίζει η Τούλη να μιλάει, λιώνουν οι τηλεφωνικές συσκευές μιας και ξεχνά να σταματήσει. Τελευταία φορά που είχαμε μιλήσει τηλεφωνικά, ήταν πριν 15 μήνες που ήμουν στην Ελλάδα.
ΩΣ εκ τούτου είχε πάρα πολλά να πει, που σημαίνει ότι έπρεπε και εγώ με τη σειρά μου να εξαντλήσω όλα τα αποθέματα υπομονής που έχω για να την ακούω. Και αυτό έκανα…
ΤΗΝ άκουγα προσεκτικά χωρίς να τη διακόπτω και να κάνω ερωτήσεις, προκειμένου να μην της δίνω αφορμές να παρατείνει τη συζήτηση, οπότε σε κάποια στιγμή παίρνει εκείνη την πρωτοβουλία και με ρωτάει:
«ΔΕΝ μου λες, πότε τηλεφώνησες τελευταία φορά στη θεία τη Ρεβέκκα»;
ΤΗΣ απάντησα ότι έχει περάσει καιρός και δεν θυμάμαι…
«ΤΙ να σου πω», μου λέει, «να σου πω ότι πρέπει να ντρέπεσαι, λίγο θα είναι. Κάθε φορά που της τηλεφωνώ με ρωτάει, αν σου έχω μιλήσει και αν έχω νέα σου και αν ξέρω πότε θα έρθεις στην Ελλάδα.
«ΞΕΡΩ ότι εσύ δεν τηλεφωνείς ποτέ σε κανέναν και δεν σε παρεξηγώ, αφού έτσι ήσουν πάντα, αλλά, στη θεία τη Ρεβέκκα που μας μεγάλωσε και σε αγαπάει περισσότερο απ’ όλους, έπρεπε να τηλεφωνείς.
«ΘΑ της τηλεφωνήσω και εγώ να της πω ότι θα έρθεις τον Μάιο, αλλά θα χαρεί ακόμα περισσότερο να της τηλεφωνήσεις και να της το πεις εσύ. Αυτόν τον καιρό μένει στη Σπάρτη στην κόρη της τη Φωτεινή. Τηλεφώνησέ της…».
ΕΠΕΙΔΗ το τηλέφωνο της Φωτεινής δεν το είχα, τηλεφώνησα στον αδελφό της, τον Λεωνίδα στην Τρίπολη, να μου το δώσει.
«ΚΑΛΑ έκανες και μου τηλεφώνησε ρε Μπάμπη», μου λέει ο ξάδελφος, «θα σου τηλεφωνούσα και εγώ να σου πω να τηλεφωνήσεις στη μάνα μου και να της πεις να καθίσει λίγο καιρό ακόμα στη Φωτούλα στη Σπάρτη μέχρι να περάσει ο βαρύς χειμώνας.
«ΔΕΝ θέλει πια με καμιά δύναμη να μένει, ούτε σε εμένα, ούτε στη Φωτούλα. Θέλει να γυρίσει στο σπίτι της στο χωριό και δεν τη νοιάζει, μας λέει, να πεθάνει αβοήθητη αν τη βρει κάτι. Σε εσένα έχει αδυναμία και μπορεί να σε ακούσει. Αν της πεις μάλιστα ότι σε κάνα δυο μήνες έρχεσαι, μπορεί και να σε περιμένει».
ΣΤΗ συνέχεια τηλεφώνησα στη Σπάρτη στη θεία και το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ήταν, «γιατί δεν ήρθες Μπάμπη τα Χριστούγεννα που μου είχες υποσχεθεί;».
ΣΥΓΓΝΩΜΗ ρε θεία, της λέω, δεν τα κατάφερα αλλά θα έρθω τον Μάιο και θα καθίσω τουλάχιστον για ένα χρόνο. Φέτος θα γιορτάσουμε και Δεκαπενταύγουστο και Χριστούγεννα και το επόμενο Πάσχα μαζί.
«ΘΑ σε περιμένω και κοίταξε να μην με γελάσεις πάλι, γιατί είμαι 96 χρονών και δεν μου έχουν μείνει πολλά χρόνια ακόμα να ζήσω και να σε περιμένω».
ΘΑ έρθω ρε θεία –της λέω- το έχω ήδη κανονίσει γι’ αυτό θα σε παρακαλέσω μείνε λίγο καιρό ακόμα στη Φωτούλα να περάσει ο χειμώνας γιατί είναι δύσκολα να μένεις μόνη στο χωριό με τα χιόνια.
«ΔΕΝ μπορώ παιδάκι μου. Δεν αντέχω άλλο να ζω μέσα στα κλουβιά που έχουν στη Σπάρτη και στην Τρίπολη. Θέλω να γυρίσω στο σπιτάκι μου, να κατεβαίνω στον κήπο μου, να σκουπίζω την αυλή μου και να ανάβω τη στόφα μου…
«ΘΕΛΩ να βγαίνω κάθε πρωί στο μπαλκόνι μας, να αγναντεύω τον κάμπο, τα βουνά και τα χωριά της Τεγέας που είναι απέναντι από τα Αγιωργίτικα. Δεν μπορώ στις πόλεις. Δεν αντέχω την κλεισούρα, πνίγομαι…
«ΜΟΝΟ που σκέφτομαι ότι τούτες τις μέρες θα έχουν ανθίσει και οι αμυγδαλιές που είναι γύρω από το σπίτι μας και δεν μπορώ να τις δω μέσα από τούτο το κλουβί της κόρης μου, σκάω από το κακό μου…
«ΘΥΜΑΣΑΙ ρε Μπάμπη τις αμυγδαλιές μας; Σαν νυφούλες στολισμένες δεν έμοιαζαν ανθισμένες μες στην ξεραΐλα του καταχείμωνου…»
ΝΑΙ ρε θεία, της λέω και τις αμυγδαλιές τις ανθισμένες θυμάμαι και τις κερασιές στον κάμπο που άνθιζαν τον Απρίλη.
ΜΕΧΡΙ και το 1980 ακόμα, ο κάμπος του χωριού μου ήταν γεμάτος κερασιές και όταν άνθιζαν τα Αγιωργιτίκα, ήταν πιο όμορφα και από το Κιότο της Ιαπωνίας. Αυτό το διαπίστωσα ιδίοις όμασι τον χειμώνα του 2008 που βρέθηκα στο Κιότο.
ΣΤΗ συνέχεια, με ρώτησε αν έχουν ανθίσει και στην Αυστραλία οι αμυγδαλιές και όταν της είπα ότι εδώ έχουμε κατακαλόκαιρο, σώπασε για λίγο και μου είπε: «ε τότε να σε δώσω στη Φωτούλα και μη ξεχνάς ότι σε περιμένω…».
ΕΠ’ ΕΥΚΑΙΡΙΑ της συζήτησης που είχα με τη θεία Ρεβέκκα για τις αμυγδαλιές, που είναι το πρώτο δέντρο που ανθίζει στη μέση του χειμώνα, να σας πω και δύο λόγια για την ιστορία των αμυγδαλιών.
ΣΥΜΦΩΝΑ με την ελληνική μυθολογία, η όμορφη κόρη ενός βασιλιά της Θράκης, η Φυλλίς, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Δημοφώντα, που ήταν γιος του Θησέα, όταν το παλικάρι περνούσε από τη Θράκη μετά τον Τρωικό Πόλεμο.
Ο βασιλιάς ενθουσιασμένος από τον Δημοφώντα, του υποσχέθηκε ότι θα του έδινε ένα μέρος από το βασίλειό του, αν ο νέος δεχόταν να παντρευτεί τη θυγατέρα του.
ΛΙΓΟ χρονικό διάστημα πριν τον γάμο, ο Δημοφώντας νοστάλγησε την πατρίδα του την Αθήνα τόσο πολύ, που ζήτησε να πάει να δει του δικούς του.
Η Φυλλίς συμφώνησε, αφού της υποσχέθηκε ότι θα γύριζε πίσω σύντομα και έτσι εκείνος μπήκε στο καράβι του και απέπλευσε.
Η Φυλλίς έμεινε εγκατελειμμένη περιμένοντας τον εκλεκτό της καρδιάς της, στον τόπο της τελετής του γάμου τους.
ΤΡΙΑ χρόνια περίμενε η όμορφη πριγκιποπούλα την επιστροφή του, μέχρι που τελικά πέθανε από μαρασμό. Οι θεοί, από οίκτο, μεταμόρφωσαν τη Φυλλίδα σε αμυγδαλιά, η οποία έγινε σύμβολο της ελπίδας.
ΟΤΑΝ ο περιπλανώμενος και γεμάτος τύψεις Δημοφώντας επέστρεψε, βρήκε τη Φυλλίδα ένα γυμνό δέντρο χωρίς φύλλα και άνθη.
ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΣ και πληγμένος από έρωτά του, αγκάλιασε το δέντρο, το οποίο ξαφνικά πλημμύρισε από λουλούδια…