Περίπου το 60% των ατόμων που υποβάλλουν αίτηση για την κρατική αναπηρική σύνταξη (Disability Support Pension -DSP) απορρίπτονται λόγω ενός «κόφτη» που ξεκίνησε επί κυβέρνησης Gillard. Με περίπου 760.000 άτομα στο Μητρώο των πληρωμών του, το DSP είναι μία από τις μεγαλύτερες και ακριβότερες υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και κοστίζει στην Κοινοπολιτεία $16,3 δις ετησίως. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία, σημειώθηκε τεράστια πτώση στον αριθμό των νέων δικαιούχων και τα νούμερα των καινούργιων παραληπτών του επιδόματος έπεσαν από 89.000 σε λιγότερο από 32.000 το τελευταίο οικονομικό έτος.
Σύμφωνα με την Υπηρεσία Προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου (Parliamentary Budget Office – PBO), αν η τάση αυτή συνεχιστεί, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα μπορούσε να εξοικονομήσει 4,8 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα στα επόμενα 10 χρόνια. Το PBO αποδίδει αυτή την πτώση στην αναθεώρηση των κριτηρίων από την κυβέρνηση των Εργατικών και της Αξιολόγησης Ικανότητας Εργασίας του 2012 που δεν επανεξετάζει την ιατρική διάγνωση, αλλά ελέγχει αν το άτομο μπορεί να αναλάβει οποιαδήποτε εργασία. Αυτή η αξιολόγηση σε συνδυασμό με τις αλλαγές στα διαγνωστικά ιατρικά κριτήρια κάνουν πιο δύσκολη την έγκριση αναπηρικής σύνταξης. Πλέον, κάθε άτομο που κάνει αίτηση πρέπει να αποδείξει ότι έχει μόνιμη αναπηρία που δεν του επιτρέπει να εργάζεται περισσότερες από 15 ώρες την εβδομάδα.
Τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι χρησιμοποιούνται ως επιχείρημα της κυβέρνησης ενάντια στους Εργατικούς που ισχυρίζονται ότι η στάση του Συνασπισμού απέναντι στο DSP είναι σκληρή. Ταυτόχρονα, όμως, υπονομεύουν και τους ισχυρισμούς του Συνασπισμού ότι οι πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης ήταν δημοσιονομικά απερίσκεπτες, καθώς είναι σαφές ότι οι αλλαγές στην πολιτική οδήγησαν στη μαζική μείωση των δικαιούχων του DSP. Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο αριθμός των ανθρώπων που μπήκαν στο DSP έφθασε στο ανώτατο όριο των 90.000, αλλά από τότε που τέθηκαν σε ισχύ οι αλλαγές των Εργατικών το 2012, ο αριθμός αυτός μειώθηκε απότομα. Εκείνοι που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις καταλήγουν πιθανότατα στο πολύ χαμηλότερο επίδομα Newstart, το οποίο δίνει στους δικαιούχους του περίπου 540 δολάρια το δεκαπενθήμερο σε σύγκριση με το DSP, το οποίο δίνει αντίστοιχα 815 δολάρια.
Οι περισσότεροι εγγεγραμμένοι στο DSP είναι ηλικίας μεταξύ 40 και 60 ετών και παραμένουν στο σύστημα ως τη στιγμή που κάνουν αίτηση για σύνταξης γήρατος ή πεθαίνουν.
Περίπου 70.000 δικαιούχοι επανεξετάζονται κάθε χρόνο και μόλις ένα ποσοστό 5% κρίνεται ότι δεν πληροί τα κριτήρια. Πολλές γυναίκες μετακινήθηκαν στο DPS στα μισά της δεκαετίας του 2000 όταν αυξήθηκαν τα ηλικιακά όρια και δεν μπορούσαν να πάρουν σύνταξη λόγω ηλικίας, ενώ υπήρξε και μεγάλη αύξηση του αριθμού των ανδρών άνω των 50 ετών που είχαν κάποια σωματική αναπηρία (συχνά λόγω κάποιου εργατικού ατυχήματος). Καθώς όμως η γενιά των baby boomers μεγαλώνει, αυτό το δημογραφικό αλλάζει. Ένας αυξανόμενος αριθμός ατόμων που μπαίνουν στο DPS είναι άνδρες κάτω των 40 ετών με ψυχολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι θα παίρνουν την αναπηρική σύνταξη ως τα 65 τους, το PBO προβλέπει ότι αυτή η παράμετρος μπορεί να προκαλέσει μακροπρόθεσμα ζητήματα στον προϋπολογισμό, καθώς ο συνολικός αριθμός των δικαιούχων θα παραμείνει στο σύστημα για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.