Μπορεί η ανεργία στην Αυστραλία να υποχωρεί, όμως η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας – κυρίως στον κατασκευαστικό τομέα – δεν αντανακλάται στην οικονομική κατάσταση των εργαζομένων. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τον τριμηνιαίο Δείκτη Μισθών και Τιμών που δημοσιεύτηκε την περασμένη Τετάρτη και η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση τη θεωρία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ότι η μείωση της ανεργίας και η ζήτηση για εργαζομένους θα οδηγήσει σε αυξήσεις των μισθών. Αυτή η ανάγνωση του νόμου προσφοράς και ζήτησης δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί από τα πράγματα, όπως διαφαίνεται και από την έκθεση, το πρώτο πόρισμα της οποίας είναι ότι η κατάσταση δεν χειροτερεύει. Αυτό όμως αποτελεί μικρή παρηγοριά για το εργατικό δυναμικό της χώρας, ενώ σε καμία περίπτωση δεν εγγυάται ότι η Αποθεματική Τράπεζα (RBA) θα προχωρήσει σύντομα σε αύξηση των επιτοκίων που παραμένουν στο 1,5% από τον Αύγουστο του 2016. Η ίδια η RBA στις εκθέσεις της εκφράζει την ανησυχία για τη στασιμότητα της αυστραλιανής οικονομίας, λόγω ακριβώς της μη συστημικής αύξησης των μισθών, σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά χρέους των νοικοκυριών. Αυτή η στασιμότητα δεν αντανακλάται μόνο στην πολιτική των επιτοκίων των τραπεζών, αλλά πολύ περισσότερο στη λεγόμενη “πραγματική οικονομία”, δηλαδή την επιχειρηματική και εμπορική δραστηριότητα. Για την ακρίβεια, τα χρεωμένα νοικοκυριά και η στασιμότητα των μισθών είναι ο βασικός λόγος που το εμπόριο παραμένει ο πιο σκληρά δοκιμαζόμενος κλάδος της αυστραλιανής οικονομίας, παρά το ότι η κατανάλωση αποτελεί το 60% της οικονομικής δραστηριότητας. 

Σύμφωνα με τον Δείκτη Μισθών και Τιμών, οι αυξήσεις των μισθών θα είναι 0,5% για το επόμενο τρίμηνο, ή 2% σε χρονικό ορίζοντα έτους, κάτι που δεν συνιστά επιδείνωση ούτε όμως και βελτίωση της κατάστασης. Κι ενώ η κυβέρνηση αναμένεται να ζητήσει περισσότερη ανοχή, έως ότου καρποφορήσει η πολιτική της δημιουργίας θέσεων εργασίας που ευαγγελίζεται, υπάρχει ένα στοιχείο που επηρεάζει αρνητικά τόσο το εργατικό δυναμικό, όσο και τον εμπορικό κόσμο, προκαλώντας ανησυχία στους οικονομολόγους κι αυτό δεν είναι άλλο από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ορίζουν χαμηλότερους μισθούς για τους εργαζομένους. Έτσι, ενώ υπολογίζεται ότι μόνο πέρυσι δημιουργήθηκαν περί τις 400 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, πρόκειται για θέσεις με χαμηλότερες απολαβές. Ένα από τα στοιχεία που έχουν προκαλέσει προβληματισμό στην Αποθεματική Τράπεζα είναι μία τάση στην αγορά εργασίας που θέλει τους εργοδότες απρόθυμους να προβούν σε αυξήσεις μισθών προτιμώντας να προσελκύσουν εργαζομένους με μία σειρά από άλλα κίνητρα, όπως είναι τα μπόνους, οι υπερωρίες και διάφορα προνόμια. Αυτό, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένα σημάδι για άνοδο του πληθωρισμού που να δικαιολογεί μία πολιτική συγκράτησης κόστους που αποτρέπει την αύξηση των μισθών αλλά και των τιμών των παραγόμενων προϊόντων. 

Φαίνεται πως οι επιχειρηματίες πιστεύουν ότι ο ανταγωνισμός είναι τόσο έντονος που δεν μπορούν να αυξήσουν τις τιμές, ως εκ τούτου δεν μπορούν να αυξήσουν και το μεγαλύτερο κόστος των επιχειρήσεων, αυτό της μισθοδοσίας. Σύμφωνα με την ανάλυση της Αποθεματικής Τράπεζας, αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο – λόγω των χαμηλών μισθών, υπάρχει χαμηλή κατανάλωση, που με τη σειρά της προκαλεί ανησυχία στις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να διατηρούν χαμηλούς τους μισθούς – και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν επιτρέπουν έξοδο από αυτόν τον κύκλο.