Με φοιτητική βίζα και μια βαλίτσα στο χέρι γεμάτη όνειρα και στόχους για ένα καλύτερο αύριο, ήρθαν στην Αυστραλία πριν έξι χρόνια ο Αποστόλης, η Κατερίνα και ο μικρός Μάριος. Σήμερα είναι μόνιμοι κάτοικοι Μελβούρνης, ιδιοκτήτες επιχείρησης και η ιστορία τους αποτελεί πηγή έμπνευσης.

Μια δημοσίευση της Κατερίνας σε μια ομάδα νεοφερμένων της Αυστραλίας στο facebook, με ώθησε να της στείλω μήνυμα και να τη ρωτήσω αν θέλει να μοιραστεί με τους αναγνώστες του «Νέου Κόσμου» τη δική τους ιστορία. Η απάντησή της ήταν φυσικά θετική και ως νεοφερμένη που είμαι κι εγώ με τη σειρά μου, ανυπομονούσα να τη ρωτήσω αυτά που με «έκαιγαν» και αυτά που «καίνε» γενικά όλους τους νέους που μετανάστευσαν ή σκέφτονται να το κάνουν.

Ο Αποστόλης και η Κατερίνα είχαν τη δική τους επιχείρηση με υδραυλικά στο Βόλο. Η κρίση τους οδήγησε στο σημείο να μην έχουν χρήματα για τα απαραίτητα και η απελπισία τους κυρίευε κάθε μέρα και πιο πολύ και η ιδέα να μεταναστεύσουν γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Λόγω της κουλτούρας και του έντονου ελληνικού στοιχείου επιλέχθηκε η Μελβούρνη. «Είχαμε τεράστιο οικονομικό πρόβλημα. Ο άντρας μου καθόταν και διάβαζε για ώρες ατελείωτες μια ιστοσελίδα για τη μετανάστευση στην Αυστραλία και έτσι του μπήκε η ιδέα» δήλωσε στον «Ν.Κ.» η 40χρονη Κατερίνα Ορφανού.
Ο Αποστόλης πήρε μόνος το αεροπλάνο για Μελβούρνη, γιατί τα λεφτά που είχαν ήταν μετρημένα για τρεις μήνες. Αν σ’ αυτούς τους μήνες δεν έβρισκε δουλειά θα γυρνούσε πίσω. «Ο άντρας μου βρήκε δουλειά σε τρεις μέρες. Ήρθε και τον παρέλαβε από το αεροδρόμιο ο θείος μιας κοπέλας που γνωρίσαμε στην Ελλάδα, τον οποίο φυσικά δεν ήξερε και τον φιλοξένησε για μια βδομάδα. Ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο με 11 δολάρια την ώρα. Το ήξερε ότι υπήρχε εκμετάλλευση, αλλά ήταν χαρούμενος που είχε έστω δουλειά. Μετά από λίγες μέρες ταξίδεψα κι εγώ για Μελβούρνη με τον ενός έτους Μάριο στην αγκαλιά μου και ξεκινήσαμε τη νέα μας ζωή από το μείον άπειρο» αναφέρει χαρακτηριστικά η Κατερίνα.

Νοίκιασαν ένα σπίτι και το επίπλωσαν με πράγματα από ένα γκαράζ. Ένα τραπέζι, έναν καναπέ, ένα κρεβάτι για τους ίδιους και ένα για το παιδί. «Τόσο οι άνθρωποι που φιλοξένησαν τον άντρα μου τις πρώτες μέρες όσο και αυτοί που μας έδωσαν τα πρώτα βασικά έπιπλα, είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν μας ήξεραν καν προηγουμένως και εκτιμούμε απεριόριστα τη στήριξη αυτή που μας δόθηκε τότε», αναφέρει.

«ΤΟ ΠΕΙΣΜΑ ΗΤΑΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠO ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ»
Η πραγματικότητα ήταν σκληρή, αλλά το ζευγάρι από το Βόλο ήρθε στην Αυστραλία με σκοπό να μείνει. Ο γιος τους Μάριος ήταν ενάμισι χρονών οπότε δεν είχαν πολλές επιλογές. Η Κατερίνα ξεκίνησε να εργάζεται βράδυ σε μια αλυσίδα σουπερμάρκετ γιατί ο Αποστόλης τη μέρα πήγαινε σχολείο και δουλειά. «Το πείσμα ήταν μεγαλύτερο από τις δυσκολίες», λέει με τρεμάμενη φωνή η 40χρονη μητέρα η οποία επισήμανε ότι για πεντέμισι χρόνια μέχρι να πάρουν τη βίζα του μόνιμου κάτοικου έκαναν πολύ μεγάλες θυσίες.

«Ο Αποστόλης δεν ήξερε καθόλου αγγλικά. Γι’ αυτό ξεκίνησε σχολείο εκμάθησης γλώσσας. Δούλευε και παράλληλα πήγαινε σε ένα ινστιτούτο, όπου και κατάφερε να πάρει δίπλωμα ψυκτικού. Εγώ ξεκινούσα δουλειά στο σουπερμάρκετ στις δώδεκα το βράδυ και βοηθούσα παράλληλα και τον άντρα μου στο συνεργείο καθαρισμού που είχε. Η ανάγκη σε κάνει να βλέπεις ξεκάθαρα τα πράγματα. Εμείς ήρθαμε γιατί δεν είχαμε δουλειά. Ήρθαμε με στόχο να μείνουμε και δεν αναμοχλεύαμε το παρελθόν, το πόσο μας λείπουν οι καφετέριες και τα μπουζούκια. Ήρθαμε ταπεινά, συνειδητοποιημένα, σκύψαμε το κεφάλι μας και κάναμε ότι δουλειά χρειάστηκε. Είναι προτιμότερο να έχεις λεφτά στο πορτοφόλι σου, ανεξαρτήτως τι δουλειά κάνεις. Δεν είναι ντροπή να είσαι καθαριστής. Δεν ένιωσα ποτέ ντροπή γι’ αυτό που έκανα» εξομολογείται η Κατερίνα. «Το παιδάκι μας από δύο χρόνων το παίρναμε μαζί μας στο συνεργείο καθαρισμού. Ποτέ δεν γκρίνιαξε. Υπήρχε συνεργασία, πρόγραμμα και τάξη. Ήμασταν οι τρεις μας και παλεύαμε μαζί σαν οικογένεια».

Ο επτάχρονος Μάριος, ακούστηκε στο τηλέφωνο, σαν να ήθελε να πει κάτι στη μητέρα του. «Μιλάει άπταιστα αγγλικά και μαθαίνει επίσης και ιαπωνικά. Γι’ αυτό το παιδί έγιναν όλα» τονίζει η Κατερίνα και προσθέτει: «Ήμασταν ευκατάστατοι υποτίθεται με μαγαζιά, αυτοκίνητα, σπίτια. Με την κρίση φτάσαμε στο σημείο να μην έχουμε γάλα στο ψυγείο και να μας αγοράζει ο πατέρας μου. Όταν ήρθαμε στην Αυστραλία, από την πρώτη μέρα κιόλας τα ψυγεία και τα ντουλάπια «βογκούσαν» από τρόφιμα και το αμάξι είχε πάντα βενζίνη. Ποτέ δεν κοιτάξαμε πίσω. Σίγουρα υπάρχουν στιγμές αδυναμίας να σου λείψουν οι γονείς, οι φίλοι. Αλλά όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων».

«ΘΕΛΕΙ ΚΟΤΣΙΑ Η ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ»
«Η Αυστραλία είναι για όλους;» τη ρώτησα. «Το να αποφασίσεις να έρθεις στην Αυστραλία θέλει κότσια. Κι εμείς όταν κάναμε την έρευνά μας πριν έρθουμε ξέραμε ότι θα αντιμετωπίσουμε δυσκολίες. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν ξέραμε ότι θα είναι τόσες πολλές και απανωτές» απάντησε.

Τι συμβουλεύει αυτούς που τριγυρνάει στο μυαλό τους η Αυστραλία; «Αν όντως θέλουν να κάνουν αυτό το βήμα πρέπει να επιστρατεύσουν πολλή ψυχική δύναμη, υπομονή, να ξεχάσουν τι είχαν και να μην κάνουν συγκρίσεις και εφόσον το θέλουν πραγματικά να το προσπαθήσουν. Εμείς ήμασταν ευγνώμονες που εγκρίθηκε η πρώτη μας βίζα η φοιτητική και βάλαμε στοίχημα με τους εαυτούς μας ότι θα κάνουμε τα πάντα για να μείνουμε. Ακολουθούσαμε πάντα το γράμμα του νόμου, πληρώναμε φόρους, δηλώναμε τα πάντα. Νιώσαμε από την πρώτη στιγμή ότι ανήκουμε σε αυτό το κράτος, παρ’ ότι το κράτος μας θεωρούσε φιλοξενούμενους».

Η ζωή τους σήμερα, είναι πολύ ενδιαφέρουσα και άνετη. Μένουν σε ένα υπέροχο σπίτι στην Αλτόνα, ο 41χρονος Αποστόλης Γκαντίνας, πέρα από επιχειρηματίας, είναι καλλιτέχνης, ζωγραφίζει και επεκτείνει το ταλέντο του σε διάφορες σχολές, ενώ η Κατερίνα έχει πάρει διπλώματα φωτογραφίας και εσωτερικής διακόσμησης. Συν τοις άλλοις, έχουν οικονομικές παροχές, ιατρική περίθαλψη, προγράμματα για το παιδί. «Δουλέψαμε σκληρά για να αποκτήσουμε αυτά τα προνόμια και νιώθουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη. Μπορούμε να ονειρευτούμε και να κάνουμε σχέδια. Είναι υπέροχο συναίσθημα» καταλήγει.