«Λαμπρή», ονόμασε ο λαός μας το Πάσχα και το γιορτάζουμε την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής Ισημερίας της 21ης Μαρτίου κάθε χρόνο. Είναι όντως μαζί με την ανοιξιάτικη φύση –στο βόρειο ημισφαίριο φυσικά – αλλά και στη φθινοπωρινή μας Μελβούρνη – μία μέρα γεμάτη με το λαμπρό φως της άνοιξης και φθινοπώρου, που λάμπει και φεγγοβολάει και δικαίως την ονομάσαμε ελληνικότατα Λαμπρή. Την εξελληνίσαμε τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης, όπως εξελληνίσαμε και τον Ιησού σε Χριστό, γιατί έτσι μας αρέσει.

Λάμπω σημαίνει ακτινοβολώ, βγάζω φως. Λέμε: Λάμπει από χαρά ή ευτυχία, λάμπει από ομορφιά. Κάναμε και τη λάμψη, αλλά και το Λάμπρο και τη Λαμπρινή, και το λαμπρό ήλιο και τη λαμπράδα, αλλά και τη λαμπριάτικη λαμπάδα. Μέσα από αυτό το λαμπερό περίβολο βγήκε και η λαϊκή μας ελληνικότατη Λαμπρή.

Οι ποιητές μας αυτή τη λαμπερή όαση δεν την άφησαν ανεκμετάλλευτη και καλλιέργησαν την ποιητική μούσα του λαού μας. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα «Λαμπρή» του 2018 – μέσω της Στήλης – να δώσουμε το λόγο σε αυτούς για να μας υπενθυμίσουν ποιητικά, με τα πιο γνωστά και υπέροχα δημιουργήματά τους, τη λαμπρή αυτή εποχή για να ζήσουμε για λίγο τον ειδυλλιακό κόσμο που καλλιέργησαν τα ποιήματά τους για μας.

Θα ήθελα την ποιητική μας περιήγησή να την αρχίσουμε με τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό και το υπέροχο και νοσταλγικό του:

«Η ημέρα της Λαμπρής»

Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
«που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα».

Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστείτε
μέσα στες εκκλησιές τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!
«Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!»

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφισμένες
εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

Του Κώστα Βάρναλη:

«Η Μάνα του Χριστού»

Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό την εθρέφαν,
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Του Άγγελου Σικελιανού:

«Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι»

Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι’ όσες,
μοιρολογήτρες, ως με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχαστεί έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πώς, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του ΄Αδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;

Γιατί κι’ ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι’ ο επιτάφιος θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια,
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Του Γιάννη Ρίτσου:

«Εαρινή Συμφωνία»

Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.

Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησιές
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.

Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;

Και τέλος, εκείνο το υπέροχο, το συνοπτικό και γλυκόηχο από τον «Επιτάφιο Θρήνο», του ανώνυμου ποιητή:

Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκήτατόν μου τέκνον,
πού έδυ σου το κάλλος;

Ο χώρος όμως λίγος και η ποιητική μας διάθεση μεγάλη!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και ΚΑΛΗ ΛΑΜΠΡΗ σε όλους σας!