Διαστάσεις επιδημίας έχει πάρει στην Βικτώρια η εξάπλωση ενός τροπικού ιού που στο παρελθόν ήταν ιδιαίτερα σπάνιος στη Βικτώρια. Μόνο το 2016 σημειώθηκαν στη Βικτώρια 182 κρούσματα του ιού Μπουρούλι, αριθμός-ρεκόρ για τον συγκεκριμένο ιό, ενώ μέχρι τις 11 Νοεμβρίου 2017, είχε σημειωθεί αύξηση των κρουσμάτων κατά 51%, αγγίζοντας τον αριθμό των 236 περιστατικών. Αυτό έχει θορυβήσει ιδιαίτερα την επιστημονική κοινότητα και καθιστά επιτακτική την ανάγκη εντατικής και επείγουσας έρευνας για τις συνθήκες μετάδοσης.

Ο ιός Μπουρούλι προκαλεί έλκη στην επιδερμίδα, τα οποία αρχικά θυμίζουν τσιμπήματα εντόμων, αλλά σταδιακά εξαπλώνονται και βαθαίνουν, καταστρέφοντας τους ιστούς – ενώ στις πιο σοβαρές περιπτώσεις φτάνουν στο κόκαλο. Στις ήπιες περιπτώσεις, ο ιός αντιμετωπίζεται με την χορήγηση αντιβιοτικών φαρμάκων για δύο μήνες, ενώ στις πιο σοβαρές, είναι απαραίτητη η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του μολυσμένου ιστού – ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιβάλλεται ακρωτηριασμός.

Παρ’ ό,τι ο ιός είναι γνωστός στη Βικτώρια από το 1948, η πρόληψη είναι εξαιρετικά δύσκολη, γιατί οι ερευνητές δεν ξέρουν ούτε πώς επωάζεται ο ιός ούτε πώς μεταδίδεται. Ο ιός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος στην Αφρική, ενώ εμφανίζεται συνήθως σε ελώδεις περιοχές, σε τροπικά κλίματα. Ως εκ τούτου, οι ερευνητές είναι ιδιαίτερα προβληματισμένοι για την εμφάνισή του στην Βικτώρια και συγκεκριμένα σε περιοχές όπως το Bellarine και το Mornington. Κανείς δεν ξέρει επίσης ποιες ειδικές συνθήκες προκαλούν την ενδημία του ιού σε συγκεκριμένες περιοχές, καθώς δεν υπάρχει διαφορά με τις γειτονικές περιοχές που δεν σημειώνονται κρούσματα.Στο πλαίσιο της έρευνας, οι ειδικοί επιδημιολόγοι που εξετάζουν την περιοχή, μελέτησαν μεγάλο αριθμό κουνουπιών και βρήκαν ότι ένα μέρος από αυτά μεταφέρει το βακτήριο που προκαλεί το έλκος Mycobacterium ulcerans. Παράλληλα, το ίδιο βακτήριο βρέθηκε σε κόπρανα πόσουμ που ενδημούν στην περιοχή. Αυτό έχει οδηγήσει τους επιστήμονες στην θεωρία ότι ο ιός μεταδίδεται στον άνθρωπο από τα κουνούπια, τα οποία με την σειρά τους τον μεταφέρουν από τα πόσουμ, χωρίς ωστόσο να αποκλείουν άλλα ενδεχόμενα. Άγνωστο παραμένει το πώς προσβάλλονται τα πόσουμ από τον ιό, κάτι που καθιστά επιβεβλημένη την περαιτέρω έρευνα στην πανίδα της περιοχής.

Προς το παρόν, το μοναδικό μέτρο πρόληψης που προτείνεται για τον πληθυσμό είναι η αποφυγή των κουνουπιών (παρ’ ότι δεν θεωρούνται ιδιαίτερα επικίνδυνοι φορείς) και ο σχολαστικός καθαρισμός πληγών που μπορεί να προκληθούν στο δέρμα σε εξωτερικούς χώρους. Σε περίπτωση που κάποιος έχει ιδιαίτερη ανησυχία, θα πρέπει να επισκεφθεί τον οικογενειακό γιατρό.