Μπορεί πλέον η λέξη προικοσύμφωνο ή, αλλιώς προίκα, να είναι σχεδόν άγνωστη στο λεξιλόγιο της νέας γενιάς, παρ’ όλα αυτά σε πολλά σκονισμένα συρτάρια και σεντούκια των Ελλήνων μεταναστών της πρώτης γενιάς φυλάσσονται μέχρι σήμερα οι μικροί αυτοί «θησαυροί» που από μόνοι τους έχουν τη δική τους θέση στην παροικιακή μας ιστορία.
«Το προικοσύμφωνο (ή αλλιώς προίκα) στην Ελλάδα αποτελούσε επίσημο έγγραφο και ήταν ένα είδος γραπτού ‘γαμήλιου συμβολαίου’, το οποίο, κατά τις πατριαρχικές εγκυκλίους της εποχής, έπρεπε να συντάσσεται σε δύο αντίτυπα, ένα για το κάθε συμβαλλόμενο μέρος, ενώπιον κληρικού ή κληρικών για να έχει ισχύ» εξηγεί στον «Νέο Κόσμο» ο ακτιβιστής, γενεαλόγος και ερευνητής από τη Νότια Αυστραλία, Σπύρος Σαρρής, ο οποίος στο πλαίσιο του φετινού πολιτιστικού φεστιβάλ Festival Hellenika θα παρουσιάσει την Τετάρτη, 9 Μαΐου, στις 7 το βράδυ, διάλεξη με θέμα «Τα προικοσύμφωνα και η πολιτισμική σημασία τους».
Ο πανάρχαιος θεσμός της προικοδότησης των θυγατέρων, ο οποίος καταργήθηκε νομικά, αλλά και κοινωνικά το 1983, έχει τις ρίζες του στα Ομηρικά χρόνια και δεν αποτελούσε απλώς ένα έθιμο αλλά μια σκληρή υποχρέωση του γονιού απέναντι στις θυγατέρες της οικογένειας του.
Το δημόσιο προικοσύμφωνο ήταν επίσημο έγγραφο και μεταγραφόταν στο οικείο Υποθηκοφυλάκειο, είχε δηλαδή ισχύ συμβολαίου, εν αντιθέσει με το ιδιωτικό, το οποίο είχε μεν ισχύ, αλλά δεν μεταγραφόταν. Αλλά και μετά τη ριζική αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου το 1983 και την κατάργηση της προίκας, τα προικοσύμφωνα που είχαν συνταχθεί πριν να τεθεί σε ισχύ ο συγκεκριμένος νόμος εξακολουθούν να ισχύουν ως προσύμφωνα γονικής παροχής προς την κόρη της οικογένειας.
Τα έγγραφα αυτά, στα οποία αναγραφόταν με λεπτομέρεια η προίκα της νύφης, δηλαδή οι διάφορες περιουσιακές παροχές των γονέων της νύφης προς τον μέλλοντα σύζυγό της, από ρουχισμό μέχρι ακίνητα, συντάσσονταν στα περισσότερα χωριά και νησιά της Ελλάδας, ήταν ιδιόχειρα και, συνήθως, γράφονταν σε τρεις «κόλλες» αλληλογραφίας από εξαιρετικής ποιότητας χαρτί από τον πατέρα της υποψήφιας νύφης προς τον υποψήφιο γαμπρό.
«Αναγνωρίζονταν δύο τύποι προικοσυμφώνων. Το ιδιωτικό προικοσύμφωνο, που συντασσόταν από πρόσωπο της εκλογής των συμβαλλομένων εις διπλούν παρουσία δύο ικανών μαρτύρων και το δημόσιο, το οποίο συντασσόταν από συμβολαιογράφο ή, εν ελλείψει συμβολαιογράφου (συνηθισμένη περίπτωση) από κάποιον κληρικό ή υπάλληλο της εκκλησιαστικής γραφειοκρατίας εντεταλμένο επί τούτου από την αρμόδια εκκλησιαστική αρχή» εξηγεί ο κ. Σαρρής.
Τα «κινητά» στοιχεία που αναφέρονταν στα προικοσύμφωνα κατασκευάζονταν από την ιδία την προικούμενη θυγατέρα, στον αργαλειό τα περισσότερα. Ελάχιστα αγοράζονταν έτοιμα, όπως τα λιγοστά έπιπλα, τα λευκά είδη, κάποια βασικά είδη κουζίνας και προσωπικού ρουχισμού.
Όλα τα υπόλοιπα, όπως σεντόνια, τραπεζομάντηλα και πετσέτες, πουκάμισα αντρικά και γυναικεία, τα κεντούσαν και τα ύφαιναν στον αργαλειό οι γυναίκες του χωριού.
«Ο τύπος του προικοσύμφωνου και το περιεχόμενό του παρουσιάζει διαφορές από περιοχή σε περιοχή και από χρονική περίοδο σε χρονική περίοδο αλλά ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής και την χρονολογία, όπως αποδεικνύεται και από τα έγγραφα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως η οικογένεια του γαμπρού δεν είχε άποψη ούτε λόγο για την συμφωνία που λάμβανε χώρα μεταξύ γαμπρού και υποψήφιου πεθερού συνήθως λίγο πριν τον αρραβώνα του ζυεγαριού» εξηγεί ο κ. Σαρρής, σύμφωνα με τον οποίο, η σημασία των προικοσυμφώνων ως τεκμηρίων μελέτης όλων των τομέων του λαϊκού πολιτισμού είναι πολύ μεγάλη.
«Πλέον τα προικοσύμφωνα δεν έχουν καμία ισχύ αλλά τα αναγραφόμενα μέσα σε αυτά είναι χρήσιμα για λαογραφική και κοινωνιολογική μελέτη αλλά και για να γνωρίσουμε οι νεότεροι την οικογένεια μας καλύτερα και να μπορέσουμε μέσα από τα έγγραφα αυτά, είτε είναι προικοσύμφωνα, είτε άδειες γάμου, είτε παλιές φωτογραφίες και άλλου είδους και σημασίας υλικό να ενώσουμε το πάζλ του γενεαλογικού μας δέντρου. Ο ιστορικός και ο λαογράφος με την κατάλληλη επεξεργασία του υλικού αυτού μπορούν να βοηθηθούν σημαντικά σε ζητήματα που ξεκινούν από την απλή περιγραφή του καθημερινού βίου των ανθρώπων και φθάνουν μέχρι την κατανόηση των οικονομικών δομών των κοινωνιών που μελετούν και των βαθύτερων συλλογικών νοοτροπιών τους», λέει ο ομογενής του οποίου το προσωπικό ενδιαφέρον για μελέτη και έρευνα του γενεαλογικού του δένδρου άρχισε το 1971, όταν για πρώτη φορά επισκέφτηκε το χωριό Σιάνα της Ρόδου όπου γεννήθηκε και έζησε ως τα έξι του χρόνια.
«Ψάχνοντας στο σπίτι του παππού μου από τη μεριά της μητέρας μου, ο οποίος έζησε εννέα δεκαετίες στη Ρόδο ως ιερέας του χωριού, ανακάλυψα ένα μπαούλο, σκονισμένο και παραμελημένο το οποίο έφερε έντονα τα σημάδια του χρόνου. Εκεί, λοιπόν, βρήκα μια σειρά από έγγραφα, πιστοποιητικά και ντοκουμέντα από την εκκλησία και το γραφείο του προέδρου του χωριού μας, όπως πιστοποιητικά βαφτίσεων, γάμων, θανάτων, και φωτογραφίες ενώ ένα εξ αυτών –με χρονολογία 1912– που υποψιάζομαι ότι ανήκει στη γιαγιά μου από τη μητέρα μου, είναι γραμμένο σε Οθωμανική γραφή, ενώ άλλα στα Ιταλικά, προφανώς διότι εκείνη την εποχή, τα Δωδεκάνησα βρίσκονταν υπό Ιταλική κατοχή.
«Ανάμεσα στα έγγραφα βρήκα το πιστοποιητικό γάμου των γονέων μου, το προικοσύμφωνο και φυσικά την άδεια γάμου τους, που συνοδευόταν από τα πιστοποιητικά Αγαμίας του ζευγαριού.

«Είμαι πεπεισμένος ότι ο παππούς μου θα πρέπει να ήξερε πόσο σημαντικά ήταν αυτά τα έγγραφα, γι’ αυτό και τα κράτησε και τόσα χρόνια. Ομολογώ ότι το κείμενο και το περιεχόμενο των εγγράφων με εξέπληξε και έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι χρήζουν περαιτέρω έρευνας και μελέτης».
Δεν είναι όμως και λίγες οι περιπτώσεις που τα προικοσύμφωνα αυτά αποτελούσαν το «διαβατήριο» για τις νύφες που έφτασαν στην Αυστραλία τις περασμένες δεκαετίες.
«Εκείνη την εποχή πολλοί πατεράδες έστελναν ταχυδρομικά τη φωτογραφία των κοριτσιών τους σε υποψήφιους «γαμπρούς» στην Αυστραλία μαζί με το προικοσύμφωνο ώστε να αποφασίσουν αν επιθυμούν να έρθουν σε γάμου κοινωνία με τις κόρες τους» λέει στον «Νέο Κόσμο» ο Χρήστος Δεσποτάκης, του οποίου η μητέρα έφτασε ως νύφη στην Αυστραλία το 1958 αφού ο υποψήφιος γαμπρός υπέγραψε το ανάλογο προικοσύμφωνο.

Αναγνωρίζοντας τη μεγάλη συναισθηματική αξία που έχουν τα διάφορα κειμήλια για τους κατόχους τους, αλλά και το γεγονός ότι αποτελούν σπάνια πηγή πληροφοριών και μελέτης των χρονικών περιόδων που αναφέρονται και αναπόσπαστο κομμάτι της ομογενειακής ιστορίας στην Αυστραλίας, ο κ. Σαρρής ενθαρρύνει και άλλους ομογενείς να ακολουθήσουν το παράδειγμά του και να γίνουν συλλέκτες αυτού του ανεκτίμητης αξίας υλικού.
«Τα έγγραφα αυτά είτε είναι προικοσύμφωνα είτε παλαιά διαβατήρια είτε άδειες γάμων ή φωτογραφίες, αποτελούν ντοκουμέντα, πραγματικούς θησαυρούς για τη μεταναστευτική ιστορία μας και είναι στο χέρι όλων μας να τα ανακαλύψουμε, να τα ξεδιπλώσουμε και να τα μελετήσουμε» καταλήγει ο κ. Σαρρής.