Φέτος το Φλεβάρη έκλεισαν δύο χρόνια από τον θάνατο του πολυβραβευμένου Ελληνοαυστραλού ποιητή Δημήτρη Τσαλουμά, ο οποίος απεβίωσε στις 4-2-2016 σε ηλικία 94 ετών. Ο Τσαλουμάς υπήρξε αναμφίβολα ένας καταξιωμένος (στην Αυστραλία), πλην άγνωστος (στην Ελλάδα) ποιητής. Το παρακάτω κείμενο καταχωρείται ως ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη του, ευελπιστώντας, παράλληλα, να φωτίσει κάποιες πτυχές του ανωτέρω οξύμωρου φαινομένου.
Η στάση της ελλαδικής κριτικής απέναντι στον Τσαλουμά: Το πιο παράδοξο στην περίπτωση Τσαλουμά είναι το γεγονός ότι μολονότι έγραψε και εξέδωσε το πρώτο μισό περίπου της ποιητικής του παραγωγής στα ελληνικά, η ελλαδική κριτική (με εξαίρεση ελάχιστων κριτικών όπως π.χ. τους Μ. Γ. Μερακλή, Τηλέμαχο Αλαβέρα, Π. Παρασό και κάποιους άλλους) ουσιαστικά τον αγνόησε παντελώς – από την αρχή έως το τέλος της ποιητικής του σταδιοδρομίας. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο Τσαλουμάς να παραμείνει σχεδόν άγνωστος στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό. Στο εύλογο ερώτημα γιατί το ελλαδικό λογοτεχνικό κατεστημένο αδιαφόρησε τόσο επίμονα και ανεξήγητα απέναντί του – ακόμη κι όταν αυτός έδρεψε δάφνες στον αυστραλιανό λογοτεχνικό χώρο – δεν υπάρχουν σίγουρες απαντήσεις& μόνο εικασίες. Διατυπώνω εδώ τις ευλογοφανέστερες:
Δύο κρίσιμοι παράγοντες, αυτός της γεωγραφικής απόστασης αλλά και της ιδιοσυγκρασίας του Τσαλουμά, θεωρώ ότι στάθηκαν τροχοπέδη στην προβολή και διάδοση του έργου του στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι ο ποιητής καταγόταν από ένα ακριτικό νησάκι των Δωδεκανήσων (τη Λέρο) και δεν είχε καθόλου σχέσεις με την ελληνική πρωτεύουσα (υπενθυμίζω ότι η πρώτη του ποιητική συλλογή Επιστολή στον ταξιδεμένο φίλο τυπώθηκε, ως αυτοέκδοση, στη Ρόδο το 1949) υπήρξε αναμφίβολα ανασχετικός παράγοντας. Η κατάσταση αυτή όμως (της γεωγραφικής απόστασης) επιδεινώνεται όταν ο ποιητής αναγκάζεται, για πολιτικούς και βιοποριστικούς λόγους, να μεταναστεύσει στη μακρινή Αυστραλία το 1952. Αυτό σημαίνει ότι την κρίσιμη περίοδο κατά την οποία παράγει το corpus του ποιητικού του έργου στα ελληνικά (1974-1982) ο ποιητής, πρώτον, δεν έχει καμία ευχέρεια πρόσβασης στο ελληνικό κέντρο – καθώς τα ταξίδια την εποχή αυτή είναι σχεδόν απαγορευτικά. Δεύτερον, οι τηλεπικοινωνίες, ήταν από σχεδόν ανύπαρκτες έως προβληματικές. Αποτέλεσμα αυτού είναι να παραμένει ο ίδιος αποκομμένος από τους λογοτεχνικούς κύκλους της Ελλάδας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τύχη του ποιητικού του έργου. Αν τώρα σε όλα αυτά προσθέσουμε και τις ιδιορρυθμίες του ποιητή (την εσωστρέφεια, τον μονήρη χαρακτήρα του, την απέχθειά του για γνωριμίες, κοινωνικές και δημόσιες σχέσεις, κτλ) τότε η όλη κατάσταση καθίσταται ακόμη πιο προβληματική αναφορικά με την προβολή και διάδοση του έργου του.
Ένας άλλος σοβαρός παράγοντας (γιατί το έργο του Τσαλουμά παραμένει σχεδόν άγνωστο στην Ελλάδα) σχετίζεται άμεσα με την καθαυτή λογοτεχνική του αξία. Μολονότι όμως πρόκειται, ίσως, για την πιο καθοριστική παράμετρο αυτής της υπόθεσης, είναι ένα ζήτημα το οποίο διόλου δεν έχει θιγεί δημόσια, αλλά, απ’ όσο γνωρίζω, μόνο ιδιωτικά σε στενούς λογοτεχνικούς κύκλους. Θέλω να πω ότι ορισμένοι ελλαδίτες ποιητές και κριτικοί που γνωρίζουν καλά την ποίηση του Τσαλουμά, θεωρούν ότι το ποιητικό έργο του τελευταίου είναι, σε γενικές γραμμές, μέτριο. Αυτός είναι και ο λόγος – υποστηρίζουν – που ούτε έγινε ιδιαίτερα γνωστό ούτε και αναγνωρίστηκε ποτέ στην Ελλάδα. Αυτό όσον αφορά το λογοτεχνικό συνάφι των Αθηνών. Στη Θεσσαλονίκη οι ειδήμονες είναι πιο συγκρατημένοι και λιγότερο εκδηλωτικοί – αν και αυτοί διατηρούν επιφυλάξεις. Απλώς δεν εκφράζονται τόσο ανοιχτά όσο στην Αθήνα. Αυτή η στάση, προφανώς, εξηγείται από το γεγονός ότι ο Τσαλουμάς είχε μεγαλύτερη διασυνδέσεις με λογοτεχνικούς κύκλους της συμπρωτεύουσας (όπως λ.χ. με αυτόν του Τηλέμαχου Αλαβέρα), ενώ με την πρωτεύουσα οι σχέσεις του ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Αυτές τις εντυπώσεις έχω αποκομίσει, συζητώντας κατά καιρούς με διάφορους λογοτεχνικούς κύκλους της Ελλάδας. Ωστόσο, αυτή η αρνητική στάση των τελευταίων οφείλει να προβληματίσει κάποτε σοβαρά τους μελετητές του εν λόγω ποιητή. Για το αν δηλαδή υπάρχει κάποια αλήθεια στην προβαλλόμενη επιχειρηματολογία τους (περί «μετριότητας») ή πρόκειται για καθαρά μεροληπτική στάση.
Το θαύμα της αναγνώρισης: Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Τσαλουμάς διανύει την έκτη δεκαετία της ζωής του. Και συνειδητοποιεί πλέον ότι οι προοπτικές να προσεχθεί – πολύ δε περισσότερο να αναγνωρισθεί το ποιητικό του έργο στην Ελλάδα – είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Όσο για τα ιδιωτικά του εγχειρήματα να εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές του στη Μελβούρνη ιδίοις αναλώμασιν, αυτά μπορούν να ερμηνευθούν και ως πράξεις απόγνωσης, καθώς δεν περιμένει τίποτα πλέον από την γενέτειρα. Αλλά και από την, κατά τα άλλα, «μεγάλη και δυναμική ομογένεια της Αυστραλίας» (και ιδιαίτερα της Μελβούρνης όπου ζει κι εργάζεται) ελάχιστα μπορεί να περιμένει. Διότι το πνευματικό επίπεδο των Ελλήνων μεταναστών είναι απελπιστικά χαμηλό και, συνεπώς, ελάχιστοι ενδιαφέρονται για ποίηση. Έτσι, τα εν Μελβούρνη εκδιδόμενα βιβλία του τυπώνονται σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Ορισμένα μάλιστα με την χαρακτηριστική ένδειξη «εκτός εμπορίου», και διακινούνται κυρίως χέρι με χέρι ανάμεσα σε κάποιους κύκλους διανοουμένων της παροικίας. Περιττό να τονίσω εδώ πως το γεγονός ότι ο Τσαλουμάς παραμένει πάντα αποκομμένος από κάθε ενεργό συμμετοχή στη ζωή της παροικίας, δεν βοηθά ιδιαίτερα την προβληματική διακίνηση των βιβλίων του. Έπειτα, την εποχή εκείνη (δεκαετία του ’70) ο Τσαλουμάς, εκτός από ένα μικρό κύκλο διανοουμένων, είναι ελάχιστα γνωστός στον ευρύτερο παροικιακό χώρο. Όσο για τον αυστραλιανό λογοτεχνικό χώρο, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, αφού ο ποιητής γράφει και δημοσιεύει μόνο στην ελληνική γλώσσα. Που σημαίνει ότι κι εκεί παραμένει παντελώς άγνωστος.
Ενώ όμως η κατάσταση για τον γηραιό πλέον Ελληνοαυστραλό ποιητή φαίνεται από κάθε άποψη ζοφερή (καθώς είναι πια 62 ετών, έχει ήδη συνταξιοδοτηθεί ως εκπαιδευτικός, και όλες οι πόρτες του είναι ερμητικά κλειστές) ξαφνικά γίνεται εν έτει 1983 ένα μεγάλο θαύμα που κανείς (πολύ περισσότερο ο ίδιος) δεν περιμένει: Η μεταφρασμένη στα αγγλικά από τον Philip Grundy ποιητική συλλογή του The Observatory (Το Παρατηρητήριο – που κυκλοφορεί από τον έγκυρο πανεπιστημιακό εκδοτικό οίκο Queensland University Press) κερδίζει το μεγάλο κι επίζηλο αυστραλιανό λογοτεχνικό βραβείο Australia Book Council Award, ως το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς. Η ανακοίνωση αυτής της βράβευσης, που έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, αποτέλεσε ένα αληθινά ιστορικό γεγονός για τον αυστραλιανό λογοτεχνικό χώρο, για τους εξής λόγους: Πρώτον, διότι το μεγάλο αυτό βραβείο απέσπασε, για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού, ένας άγνωστος, μη αγγλόφων μετανάστης ποιητής, ο οποίος δεν έγραφε στα αγγλικά αλλά στη μητρική του γλώσσα. Δεύτερον, διότι το βραβευμένο βιβλίο κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά και αγγλικά) από έναν έγκυρο πανεπιστημιακό εκδοτικό οίκο – κάτι πρωτοφανές στα αυστραλιανά εκδοτικά και λογοτεχνικά ειωθότα, αφού έσπαγε πολιτισμικές πρακτικές και ρατσιστικά ταμπού δεκαετιών. Τρίτον, διότι το βιβλίο δεν ήταν αγγλόγλωσσο, αλλά μετάφραση από τα ελληνικά. Τέταρτον, διότι το βιβλίο, από άποψη περιεχομένου, δεν ήταν πρωτότυπο (καινούργιο) αλλά παλαιό. Δηλαδή μια επιλογή παλαιότερων ποιημάτων που είχαν δημοσιευθεί σε διάφορες ελληνικές συλλογές του ποιητή (συγκεκριμένα από τις συλλογές Παρατηρήσεις υποχονδριακού, Το βιβλίο των επιγραμμάτων και από τη σύνθεση Μια ραψωδία γερόντων). Που σημαίνει ότι στην πραγματικότητα βραβευόταν, ως το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς, ένα καθ’ όλα πρωτότυπο ποιητικό, μεταφραστικό κι εκδοτικό εγχείρημα, ως γενικότερη καινοτομία, με πρωταγωνιστή έναν άγνωστο μεν, πλην ταλαντούχο κι «εξωτικό», μετανάστη ποιητή.
Κι ενώ θα περίμενε κανείς ότι η παράδοξη, για την εποχή της, αυτή βράβευση θα ξεσήκωνε θύελλα διαμαρτυριών, τελικά δεν προκλήθηκε η παραμικρή αντίδραση. Απεναντίας, μετά το αρχικό «μούδιασμα», οι περισσότεροι άρχισαν να μιλούν ενθουσιωδώς για τον άγνωστο Ελληνοαυστραλό ποιητή και το έργο του. Αλλά και για την έναρξη μιας νέας εποχής στην αυστραλιανή ποίηση, που σηματοδοτούσε η βράβευση αυτής της «αλλόκοτης» μεταφρασμένης συλλογής του. Καιρός όμως, μετά από 35 ολόκληρα χρόνια, να εξετάσουμε, όσο πιο νηφάλια γίνεται, πώς και γιατί συνέβησαν όλα αυτά τα παράδοξα, αλλά και ποιες ερμηνείες επιδέχονται εκ των υστέρων.
Προσωπικά ανέκαθεν θεωρούσα πως η ποίηση του Τσαλουμά είχε μια ιδιαιτερότητα, καθότι προσωπική, αξιόλογη και, ενδεχομένως, σημαντική – τουλάχιστον για τα αυστραλιανά λογοτεχνικά δεδομένα. Κυρίως αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Αυστραλία δεν χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποιητική παράδοση, όπως άλλες χώρες. (Ήμουνα δε από τους πρώτους μελετητές που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη συλλογή του Το βιβλίο των επιγραμμάτων (βλ. περ. Παροικία και Η νεοελληνική λογοτεχνία της διασποράς: Αυστραλία, Gutenberg, Αθήνα 1997). Ωστόσο, είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι, πέραν από την όποια αξία του καθαυτού ποιητικού έργου του Τσαλουμά καθοριστικό ρόλο έπαιξε, αναμφίβολα, και η συγκυρία εμφάνισης και βράβευσής του. Διότι η τελευταία συνέπεσε – τύχη αγαθή – στην καταλληλότερη στιγμή: Στις απαρχές της περίφημης δεκαετίας του ’80 όπου είχε αρχίσει να γονιμοποιείται η όλη ιδέα και φιλοσοφία της πολυπολιτισμικότητας. Το δε έργο του Τσαλουμά έμελλε να εγκαινιάσει και σφραγίσει αυτή τη νέα εποχή στα πολιτιστικά δρώμενα της Πέμπτης Ηπείρου. Εξού και φρονώ ακράδαντα ότι αν το ποιητικό έργο του Τσαλουμά δεν μεταφραζόταν και δεν κυκλοφορούσε στα αγγλικά εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η τύχη του θα ήταν εντελώς διαφορετική. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το καθαυτό έργο δεν είχε να πει κάτι ουσιαστικότερο και βαθύτερο στον αγγλόφωνο αναγνώστη από τον όποιο «εξωτισμό» του. Ωστόσο, αναμφίβολα, η αναγνώριση και καθιέρωση του μεταφρασμένου έργου του Τσαλουμά υπήρξε κατ’εξοχήν αναπόσπαστο προϊόν μιας εποχής που το χρειαζόταν για να την αντιπροσωπεύσει. Απόδειξη είναι και το γεγονός ότι Το Παρατηρητήριο έκανε δύο εκδόσεις μέσα στη δεκαετία του ’80 (1983 και 1984) και μια τρίτη το 1991. Κανένα άλλο βιβλίο του Τσαλουμά στην αγγλική δεν κατάφερε να κάνει τρεις εκδόσεις.
#Το Μέρος Β’ θα δημοσιευτεί προσεχώς.
*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής) και συγγραφέας.Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Η περιπέτεια της γραφής: καταθέσεις/μαρτυρίες 27 Ελλήνων πρωταγωνιστών», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2018.