Είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς σήμερα, στην εποχή του Netflix και του ατελείωτου streaming, αλλά στην εξωτική δεκαετία του ‘80, δεν υπήρχε τίποτε καλύτερο για μας τα παιδιά από το σαββατιάτικο πρόγραμμα της ΕΡΤ, που μετέδιδε στην σειρά το “Μπιλ Κόσμπι Σώου”, το “Αυτός, Αυτή και τα Μυστήρια”, για να ακολουθήσει η ελληνική ταινία. Ήταν μία χορταστική, ισορροπημένη δίαιτα μαζικής κουλτούρας, με πιο θρεπτικό κομμάτι το πρώτο από τα τρία προγράμματα, αυτήν την καλόκαρδη κωμική σειρά με ήρωα έναν στοργικό πάτερ φαμίλια, έναν μεσοαστό γιατρό που βρίσκει πάντοτε έναν έξυπνο, πονηρό τρόπο να νουθετήσει και να καθοδηγήσει τα τέσσερα παιδιά του.

Είναι επίσης δύσκολο να το καταλάβει κανείς σήμερα που στην Ελλάδα η Χρυσή Αυγή είναι τρίτο κόμμα στην Βουλή και η ρατσιστική ρητορική βάζει στο στόχαστρο ακόμη και επιφανείς Έλληνες όπως ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, αλλά τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, οι Έλληνες τηλεθεατές είχαν – είχαμε – λατρέψει αυτήν την οικογένεια και αυτόν τον μαύρο κωμικό με τα πολύχρωμα μάλλινα πουλόβερ.

Και ίσως εκεί είναι ένα ακόμα δείγμα της ιδιοφυΐας του Μπιλ Κόσμπι, το πώς μας φαινόταν απολύτως φυσικό να παρακολουθούμε αυτήν την οικογένεια, με την ίδια άνεση που παρακολουθούσαμε τα “Λιονταράκια του Κυρ-Ηλία”, παρά το ότι η οικογένεια Χάξταμπλ ήταν διαφορετική από την μέση ελληνική οικογένεια – τουλάχιστον στην όψη. Γιατί κατά τ’ άλλα, η ταύτιση υπήρξε σχεδόν πλήρης.

Αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος του Μπιλ Κόσμπι. Να παρουσιάσει με τόσο φυσικό τρόπο την εικόνα μιας μεσοαστικής μαύρης οικογένειας ώστε να δημιουργήσει μία κοινωνική αναπαράσταση που θα κατέρριπτε στερεότυπα δεκαετιών. Για την ακρίβεια, όλη του η καριέρα ήταν αυτό ακριβώς. Από την επιμονή του να είναι εκείνος ο κατάσκοπος στην κωμική σειρά I Spy και ο λευκός Ρόμπερτ Καλπ η ‘βιτρίνα’, μέχρι την παιδική σειρά κινουμένων σχεδίων Fat Albert (την πρώτη με αφροαμερικανούς ήρωες), μέχρι τις οικογενειακές του κωμωδίες, ο Μπιλ Κόσμπι νουθετούσε και συμβούλευε την Αμερική με ένα μίγμα χιούμορ και διδακτισμού – γερνώντας, στο μίγμα προστέθηκε και λίγη φυσιολογική γεροντική γκρίνια.

Αν του χρωστάμε εμείς τα ελληνόπουλα του ‘80, η Αμερική του χρωστά πολύ περισσότερα.

Ο ίδιος προσπάθησε να της το θυμίσει. Βγαίνοντας από το δικαστήριο, τις πρώτες μέρες της δίκης του για τον βιασμό της Άντρεα Κόνσταντ, τον περασμένο Ιούνιο, φώναξε με βροντερή φωνή ‘Χέι, χέι, χέι’, το χαρακτηριστικό επιφώνημα του Fat Albert. Ήταν σαν να λέει στους παριστάμενους: “μην ξεχνάτε, είμαι ο πατέρας σας”.

Δεν έχω δει Fat Albert, αλλά ένιωσα αποστροφή από την επιθετικότητα και την χυδαιότητα της κίνησης αυτής. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που θεωρεί ότι η – πράγματι σημαντική – καλλιτεχνική του προσφορά μπορεί να αποτελεί άλλοθι, να του δίνει δικαίωμα να διαπράττει φρικαλεότητες; Όλοι οι άνθρωποι έχουμε την σκοτεινή μας πλευρά – και οι καλλιτέχνες έχουν δικαίωμα (ίσως και υποχρέωση) να την εξερευνούν περισσότερο, για την κάθαρση όλων, αλλά εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που μας διαπαιδαγωγούσε επί δεκαετίες, ενώ παράλληλα ο ίδιος ήταν ένας βιαστής κατά συρροήν.

Η καταδίκη του, την περασμένη εβδομάδα, ήρθε να επιβεβαιώσει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το ποιον του ανδρός – και να σημάνει το τέλος της παιδικής μας αθωότητας.

Βέβαια πλέον έχουμε αρχίσει να συνηθίζουμε. Ζούμε σε μια εποχή που το ένα μετά το άλλο, διάφορα είδωλα καταρρίπτονται (Γούντι, εσύ;) κι αυτό είναι κάτι με το οποίο θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε. Το πιο δύσκολο είναι να μπορέσουμε να κάνουμε τον διαχωρισμό μεταξύ καλλιτεχνικού προϊόντος και πραγματικής ζωής. Ότι ο ήρωας του ‘Κόσμπι Σώου’ ήταν ο ηθικός και καθαρός άνθρωπος που ο ίδιος ο Κόσμπι δεν κατάφερε να γίνει. Τώρα που η σειρά είναι πλέον – εκτός από απαρχαιωμένη – τόσο τοξική που μάλλον δεν πρόκειται να την ξαναδεί ποτέ κανείς, ας κηδέψουμε οριστικά τον Δρ. Κλιφ Χάξταμπλ. Ήταν ένας καλός άνθρωπος. Ο Μπιλ Κόσμπι πάλι όχι.