Ελληνοαυστραλή ερευνήτρια στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά του παιδικού καρκίνου

Η καθηγήτρια Μαρία Καβαλλάρη μιλά για ελπιδοφόρες θεραπευτικές μεθόδους με χρήση νανοτεχνολογίας, αλλά και για τις προσωπικές της εμπειρίες που καθόρισαν την επαγγελματική της σταδιοδρομία

Η συνεισφορά της ερευνήτριας Μαρίας Καβαλλάρη στην καταπολέμηση του καρκίνου είναι εδώ και χρόνια αναγνωρισμένη στο σύνολό της. Ακόμη περισσότερο, όμως, έχει τραβήξει την προσοχή της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας το καινοτόμο έργο της για την ανάπτυξη θεραπειών με τη χρήση νανοτεχνολογίας.

Πρόκειται για μια ελπιδοφόρα έρευνα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις καρκίνου κατά την παιδική ηλικία, που βασίζεται στην ελαχιστοποίηση καταστροφής υγιών κυττάρων μέσω συμβατικών θεραπειών, αλλά και στην κατανόηση της αλληλεπίδρασης συγκεκριμένων πρωτεϊνών με καρκινικά κύτταρα.

Εκτός από επικεφαλής του προγράμματος Tumour Biology and Targeting στο Ινστιτούτο για τον Παιδικό Καρκίνο του Πανεπιστημίου Νέας Νότιας Ουαλίας (UNSW), η καθηγήτρια Καβαλλάρη συνδιευθύνει, επίσης, το Αυστραλιανό Κέντρο Νανοϊατρικής.

Για το ερευνητικό της έργο, που επικεντρώνεται στην κατανόηση διαδικασιών ανάπτυξης και εξάπλωσης των καρκινικών κυττάρων, έχει λάβει πολλαπλές διακρίσεις. Μεταξύ άλλων, απέσπασε το βραβείο NSW Premier’s Science and Engineering Prize for Leadership in Innovation για το 2017, το όνομά της συμπεριλήφθηκε στη λίστα κορυφαίων επιστημόνων Knowledge Nation 100, ενώ η συνεισφορά της έχει, επίσης, αναγνωριστεί από τον θεσμό 100 Women of Influence των Australian Financial Review και Westpac.

Ένα από τα πιο σημαντικά διδάγματα που έχει αποκομμίσει από την πολύχρονη εμπειρία της, πάντως, είναι η τήρηση μιας ρεαλιστικής στάσης στη μάχη κατά της ασθένειας.

“Ένα από τα πράγματα που πρέπει να θυμόμαστε σχετικά με τον παιδικό καρκίνο είναι ότι αν και έχουμε κάνει σημαντικά βήματα μπροστά στη θεραπεία και η βελτίωση των ποσοστών επιβίωσης είναι σημαντική, παραμένει η υπ’ αριθμόν ένα αιτία θανάτων από ασθένειες στον παιδικό πληθυσμό της Αυστραλίας” σχολιάζει χαρακτηριστικά μιλώντας στον “Νέο Κόσμο”.

Ουσιαστικά, εξηγεί, το μεγαλύτερο πρόβλημα με μεθόδους αντιμετώπισης όπως η χημειοθεραπεία είναι ότι ενώ στοχεύονται καρκινικά κύτταρα, καταστρέφονται επίσης και υγιή, γεγονός το οποίο η χρήση νανοτεχνολογίας έχει πιθανότητες να ανατρέψει.

“Σε οποιαδήποτε νοσοκομειακή πτέρυγα καρκίνου στην Αυστραλία, περίπου το 50% των ασθενών στην πραγματικότητα νοσηλεύονται λόγω των παρενεργειών από θεραπείες που λαμβάνουν για την αντιμετώπιση της ασθένειας.”

“Γι’ αυτό και αποφάσισα να ασχοληθώ με τη νανοτεχνολογία, βλέποντας τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στον παιδικό καρκίνο, με την ανάπτυξη τρόπων για αντιμετώπιση των καρκινικών όγκων με φάρμακα και παράλληλη προσπάθεια για να σωθούν τα υγιή κύτταρα” σχολιάζει.

Γεννημένη στην Αυστραλία από Ελληνοκύπριους γονείς, η Καβαλλάρη ήταν ακόμη στο δημοτικό όταν μετακόμισε μαζί με την οικογένειά της στην Κύπρο, όπου έμελλε να ζήσει τα τραγικά γεγονότα της τουρκικής εισβολής.

“Έχω πολύ έντονες αναμνήσεις από τότε” εξομολογείται.

“Ζούσαμε στη Μόρφου, σε απόσταση περίπου 40 με 50 χιλιόμετρα από την Κυρήνεια, από όπου η Τουρκία πραγματοποίησε την εισβολή στο βόρειο μέρος της Κύπρου, οπότε βλέπαμε από το σπίτι μας το μέρος των συγκρούσεων”.

“Όταν ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί στην περιοχή, οι γονείς μας, μας μετέφεραν στο σπίτι των παππούδων μου στα βουνά, όπου και μείναμε για τέσσερις βδομάδες”.

Θα ακολουθούσε επίσημη ανακοίνωση από το ραδιόφωνο ότι οι κάτοχοι ξένων διαβατηρίων, κατηγορία στην οποία ανήκαν και η Καβαλλάρη με την οικογένειά της ως Αυστραλοί πολίτες, μπορούσαν να φύγουν από τη χώρα.

Την ίδια ημέρα που μετέβησαν στις βρετανικές βάσεις για την αποχώρησή τους από το νησί, η Μόρφου κατελήφθη από τους Τούρκους. Έχοντας χάσει τα πάντα, η οικογένεια έπρεπε να ξεκινήσει τη ζωή της από το μηδέν στην Αυστραλία.

Εκεί θα ξεκινούσε και το ενδιαφέρον της για τις επιστήμες, ήδη από τα σχολικά της χρόνια στο Σίδνεϊ. Η ίδια γελάει στην ανάμνηση μιας παράδοξης, θα έλεγε κανείς, αρχής σε σχέση με τη μετέπειτα σταδιοδρομία της.

“Σταμάτησα το σχολείο στο Year 10, ήταν κάπως φοβερό καθώς είχα στην ουσία παρατήσει το λύκειο. Στη συνέχεια παρακολούθησα σπουδές τεχνικού παθολόγου στα TAFE και μετά το πέρας αυτού του πτυχίου ήθελα να συνεχίσω στο πανεπιστήμιο. Τότε έπιασα και την πρώτη μου δουλειά σε ένα ιατρικό εργαστήριο στο Πανεπιστήμιο Σίδνεϊ και ο καθηγητής Alan Mackay-Sim, ο οποίος ανακηρύχθηκε Αυστραλός της Χρονιάς για το 2017, ήταν αυτός που ανέλαβε να με εκπαιδεύσει”.

Κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών της σπουδών, όμως, η ίδια και η οικογένειά της επρόκειτο να βιώσουν μια σειρά τραγικών περιστατικών.

“Διαγνώστηκα με καρκίνο στα 21 και χρειάστηκε να πάω για θεραπεία. Ήμουν βαριά άρρωστη και αυτό με έκανε να καταλάβω ότι χρειαζόμαστε να βελτιώσουμε τις μεθόδους περίθαλψης” λέει, προσθέτοντας ότι αυτή η εμπειρία της έδωσε και το έναυσμα να πραγματοποιήσει μετέπειτα το διδακτορικό της πάνω στην έρευνα για τον καρκίνο.

“Τελείωσα τη θεραπεία και επέζησα, φυσικά, αλλιώς δεν θα βρισκόμουν εδώ τώρα, και ενώ διένυα τον πρώτο χρόνο σπουδών στο διδακτορικό μου, ο αδελφός μου διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας και πέθανε μέσα σε έξι βδομάδες μετά τη διάγνωση. Ήταν μια φρικτή και ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση για να διαχειριστεί κανείς.”

Όπως επιβεβαιώνει και η ίδια, αυτές οι εμπειρίες υπήρξαν καθοριστικές για τη μετέπειτα πορεία της στο επάγγελμα.

Μετά το πέρας του διδακτορικού της, εργάστηκε στο Albert Einstein College of Medicine στη Νέα Υόρκη, όπου εντόπισε φάρμακα που επικεντρώνονται στον “σκελετό” των κυττάρων. Για την ανακάλυψή της, που συνδεόταν με τον καρκίνο ωοθηκών, τον ίδιο τύπο καρκίνου που έπληξε και την ίδια, βραβεύθηκε από την Αμερικανική Ένωση για τον Καρκίνο και αργότερα αυτό οδήγησε στην επιχορήγηση της έρευνάς της από το Cure Cancer Australia.

“Από εκείνη την αρχική περίοδο έφτασα πλέον να έχω 19 επιστήμονες να δουλεύουν μαζί μου. Όμως δεν είναι εύκολο, και παρά το γεγονός ότι είχα στιγμές επιτυχίες, υπήρξαν παράλληλα και πολλές αποτυχίες”, εξομολογείται λέγοντας ότι ήταν η αγάπη της για το αντικείμενο αυτό που τη βοήθησε να συνεχίσει.

Σε κάθε περίπτωση, η Μαρία Καβαλλάρη εμφανίζεται αισιόδοξη για τη συνεχή εξέλιξη του ερευνητικού έργου στη μάχη κατά του καρκίνου, τόσο μέσα από τις προσωπικές της προσπάθειες, αλλά και από τη νεότερη γενιά επιστημόνων.

“Το πάθος μου είναι να προσπαθώ πάντα να οδηγώ την έρευνά μου ένα βήμα παραπέρα και να βλέπω τί είδους τεχνολογίες και ευκαιρίες μπορούν να κάνουν τη διαφορά.

Προσωπικά, θεωρώ ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά μου το γεγονός ότι μπορώ να μεταδώσω την αγάπη μου για το ερευνητικό έργο στους μελλοντικούς επιστήμονες που αναλαμβάνω να εκπαιδεύσω” καταλήγει.