Το συμπόσιο με θέμα «Μετανάστευση: Γυναίκα και Αντοχή» επρόκειτο να λάβει χώρα χθες Τετάρτη το βράδυ στις 18:30 στο Ελληνικό Κέντρο στο Λόνσντεϊλ, υπό την αιγίδα του Multicultural Arts Victoria. Το συμπόσιο αυτό εντάσσεται στο πρόγραμμα «Τι συνέβη στην προβλήτα» («What happened at the pier») και είναι μέρος του Αυστραλιανού Φεστιβάλ Κληρονομιάς του 2018.

Σύμφωνα με τη διευθύντρια του Συμποσίου, κ. Λέλα Γκαρίντι, το πρόγραμμα αυτό «επιδιώκει να ερευνήσει έγγραφα και αρχεία και να εκθέσει ιστορίες από ανθρώπους από όλο τον κόσμο που ήρθαν στην Αυστραλία με πλοίο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Πρόκειται για προσωπικές, ξεχωριστές ιστορίες από ανθρώπους που πολύ γενναιόδωρα έχουν δεχθεί να μοιραστούν με το κοινό, ώστε να αποκτήσουμε μια αίσθηση του ποιοι είμαστε, από πού ήρθαμε και τα δώρα που φέραμε μαζί μας και συνέβαλαν στην ανάπυξη της αυστραλιανής κοινωνίας. Πρέπει να μάθουμε για το παρελθόν προκειμένου να καταλάβουμε το παρόν».

Μια από αυτές τις γυναίκες η οποία επρόκειτο να μοιραστεί τη δική της προσωπική ιστορία στη χθεσινοβραδινή εκδήλωση είναι και η κ. Σαλώμη Αργυροπούλου. Η κυρία Αργυροπούλου είναι κάτοχος του Bachelor of Arts, τα ποιήματά της έχουν βραβευτεί τρεις φορές, ενώ το 2015 της δόθηκε επίσης το Διεθνές Βραβείο για την Ημέρα της Γυναίκας λόγω του έργου της στη κοινότητα και του αγώνα της υπέρ των ζώων.

Η ιστορία που θα μοιραζόταν η κυρία Αργυροπούλου, ωστόσο, δεν ήταν η δική της αλλά της μητέρας της. Όπως μας εξιστορεί και η ίδια, οι γονείς της πέρασαν πολύ δύσκολα χρόνια και αντιμετώπισαν μεγάλες δυσκολίες, ωστόσο αυτό σε καμία περίπτωση δεν πτόησε ποτέ τη μητέρα της, η οποία πάντα παρέμεινε χαρούμενος χαρακτήρας και αγαπητός σε όλους, μέχρι και την τελευταία της πνοή.

Ξεκινώντας από τα Σήμαντρα της Χαλκιδικής, η μητέρα κι ο πατέρας της κ. Αργυροπούλου ζούσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν αναγκασμένοι να ζουν σε ένα μικρό σπιτάκι το οποίο δεν είχε μόνωση με αποτέλεσμα να είναι κρύο και όταν έβρεχε, το νερό να στάζει μέσα από την οροφή.

«Ο πατέρας μου δέχθηκε πρόσκληση να έρθει να δουλέψει στην Αυστραλία το 1958», όπως θυμάται. «Ήταν την περίοδο μετά τον πόλεμο που η Αυστραλία είχε απευθύνει κλήση σε όποιον το επιθυμούσε να έρθει εδώ να εργαστεί, οπότε δεν κατέβηκε με αποκλειστικά δικά του έξοδα».

Η μητέρα της αποφάσισε να τον ακολουθήσει τρία χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1961, μαζί με το πρώτο της παιδί και μεγαλύτερο αδελφό της κ. Σαλώμης, Κυριάκο (ή Τζιμ όπως τον αποκαλούν χαϊδευτικά στην οικογένεια). «Η μητέρα μου έφυγε από την Ελλάδα μόνο με τις βαλίτσες της στο χέρι και την ραπτομηχανή της, αφού αυτό γνώριζε να κάνει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. Επίσης, είχε κι ένα μικρό χειροποίητο κουτί το οποίο της το είχε φτιάξει ο πατέρας μου».

Τα πράγματα στην Μελβούρνη δεν ήταν τόσο ονειρικά όσο θα φανταζόταν κανείς, αφού επρόκειτο για άλλες, πιο δύσκολες εποχές. «Η μητέρα μου δεν μιλούσε Αγγλικά και έπρεπε πολλές φορές να συνεννοείται με χειρονομίες, ενώ η στήριξη της Πολιτείας τότε ήταν ελάχιστη. Η πρώτη της δουλειά ήταν καθαρίστρια στο California Motel, όπου και γλίστρησε κι έσπασε τον κόκκυγα, ενώ θα μπορούσε να είχε χτυπήσει πολύ χειρότερα» εξιστορεί η κ. Σαλώμη.

Ωστόσο, η μητέρα της κυρίας Αργυροπούλου ποτέ δεν έχασε τη ζωντάνια και την καλοσύνη της. Η ίδια ήταν ιδρυτικό μέλος της ελληνικής Εκκλησίας στο Σπρινγκβέιλ και παρέμενε ενεργή στις φιλανθρωπικές της δραστηριότητες, ενώ η κυρία Σαλώμη μας διηγείται ένα άλλο τρανό παράδειγμα. «Κάποια στιγμή η μητέρα μου εργάστηκε ως μαγείρισσα στο Κολλέγιο Θηλέων Genazzano και όλα τα κορίτσια την λάτρευαν και την αναζητούσαν πάντα γιατί συνέχεια τους έβαζε λίγο παραπάνω από το επιτρεπόμενο».

Γενικότερα, όπως η ίδια μας λέει, και όπως καταλαβαίνει εύκολα και κανείς μέσα από αυτή την ιστορία, η μητέρα της κυρίας Σαλώμης ήταν «καταπληκτική, αποφασιστική και πολύ δυνατή. Όλοι είχαν κάτι καλό να πουν για αυτήν».

Ιστορίες όπως εκείνη της μητέρας της κυρίας Αργυροπούλου, αλλά και άλλων θαρραλέων γυναικών, μιλάνε για την πολιτιστική μας κληρονομιά και για τις δυσκολίες μια άλλης εποχής που μπορεί μεν να αφήσαμε πίσω μας, παραμένει ωστόσο μέρος της ιστορίας μας και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεχαστούν.