ΚΑΘΟΜΑΙ στο σαλόνι, στο πατρικό μου σπίτι και διαβάζω τα μαθήματά μου. Είμαι στη τελευταία τάξη του δημοτικού, έχω κάνει τις εργασίες μου και νοιώθω μια γλυκιά περηφάνια καθώς τακτοποιώ την τσάντα μου. Τότε χτυπάει το τηλέφωνο. Ο μπαμπάς τρέχει να το σηκώσει -κάτι περίεργο για τον πατέρα μου που πάντοτε αργούσε ν’ απαντήσει στα τηλέφωνα- και τον παρατηρώ. Διακρίνω μια ανεπαίσθητη έκφραση πόνου στο πρόσωπό του και κάτι λέει τόσο σιγά που δεν μπορώ ν’ ακούσω. Διαισθάνομαι ότι κάτι κακό συνέβη και αρχίζω να πανικοβάλλομαι. Κατάλαβα ότι το τηλέφωνο ήταν για τη γιαγιά μου και αυτομάτως σκέφτομαι ότι πέθανε.
Εκείνη τη στιγμή, ένοιωσα τον κόσμο μου να καταρρέει. Με τον παιδικό μου εγωισμό, δεν αισθάνθηκα πόνο για τη γιαγιά που πέθανε, αλλά τρόμο στην ιδέα ότι ο μπαμπάς μου θα κλάψει. Σκέφτηκα ότι θα είναι στεναχωρημένος, κι ένα κύμα ανασφάλειας και φόβου με περικύκλωσε.
Αν ο μπαμπάς δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει το θάνατο της γιαγιάς, ήμουν τελείως απροστάτευτη και χαμένη.
-Μπαμπά θα κλάψεις; ρώτησα με αγωνία.
Χαμογέλασε, μου χάιδεψε το κεφάλι
-Όχι κορίτσι μου, είπε ήρεμα.
Η απάντηση αυτή, έφτανε για ν’ αποκαταστήσει την τάξη στο παιδικό μου μυαλό. Όλα ήταν όπως πριν, λοιπόν, ο πατέρας μου μπορούσε να με προστατέψει ακόμα κι από τη σκιά του θανάτου.
Πολλά χρόνια μετά, βρίσκομαι πάλι στο πατρικό μου σπίτι. Κάθομαι δίπλα στο κρεβάτι του μπαμπά και βλέπουμε την αγαπημένη του σειρά, το «Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι». Τώρα είναι εκείνος το παιδί κι εγώ ο ενήλικας. Το ταξίδι της επιστροφής του έχει ξεκινήσει. Κάθε μέρα, κάθε ώρα ο μπαμπάς επιστρέφει πίσω, γίνεται νέος, έφηβος, μωρό, για να φτάσει στη γη των παιδικών του χρόνων και να ενωθεί με το χώμα και τη θάλασσα.
Ο θάνατος, βρίσκεται μαζί μας σ’ αυτό το δωμάτιο, κοιμάται στο προσκεφάλι μας, κρύβεται μέσα στα λόγια που λέμε και σε όσα δε λέμε.
Επιμένω να διηγούμαι στον μπαμπά τι γίνεται στην οικογένεια Όλσεν, χωρίς να είμαι σίγουρη ότι καταλαβαίνει τι λέω. Είμαστε όλοι εκεί, δεν κλαίμε, δεν παραπονιόμαστε, καθόμαστε γύρω από το νεκρικό κρεβάτι όπως καθόμασταν τις Κυριακές στο οικογενειακό τραπέζι.
Σφίγγω το χέρι του μικρού μου γιού καθώς ψιθυρίζω στον πατέρα μου το τελευταίο αντίο. Ο μικρός με κοιτάει.
– Μαμά θα κλάψεις; ρωτάει με αγωνία. Τώρα έχει καταρρεύσει ο δικός του κόσμος.
Του χαϊδεύω τα μαλλιά.
-Όχι αγόρι μου, δεν θα κλάψω.
Νοιώθω το παιδικό χεράκι να χαλαρώνει στο δικό μου, με αγκαλιάζει, είναι ήρεμος. Ξέρει τώρα ότι η δική του μαμά, μπορεί να τον προστατέψει από τη σκιά του θανάτου.
Όταν πέθανε ο μπαμπάς, αυτό που χάθηκε μαζί του ήταν η προσωπική του ιστορία. Όσα αγάπησε, όσα λαχτάρισε, όσα ονειρεύτηκε και όσα γνώρισε. Σκέψεις, όνειρα, ελπίδες, άνθρωποι.
Όλα χάνονται μαζί, όταν τελειώσει ο χρόνος μας, κι αυτό είναι το αναπόφευκτο μονοπάτι που πρέπει να διανύσουμε μόνοι.
Ίσως τελικά ο φόβος του θανάτου, να πηγάζει ακριβώς από αυτή τη συνειδητοποίηση, ότι μαζί με το θάνατο χάνουμε το παρελθόν μας, χάνουμε ένα κομμάτι της ιστορίας μας με κάθε αγαπημένο που θρηνούμε. Και κάποτε θα έρθει η στιγμή, που θα χαθεί για πάντα κι αυτό που υπήρξαμε εμείς , αλλά δεν θα έχει μείνει κανείς να διηγηθεί την μοναδική μας ιστορία..
Το μικρό χεράκι που κρατούσα εκείνες τις μέρες -που το τέλος του πατέρα μου πλησίαζε- ήταν τελικά εκείνο που μου έδειξε το δρόμο. Εάν έπρεπε να κάνω κάτι, αυτό ήταν πρώτα από όλα να διδάξω στο παιδί μου πως πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στο θάνατο. Να τον αντιμετωπίζουμε χωρίς να καταρρεύσει ο κόσμος μας.
Δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσεις το ύψιστο αυτό γεγονός του τέλους. Δεν είναι εύκολο να πεις αντίο σε ό,τι αγάπησες και ν’ αποδεχτείς την ανυπαρξία του αγαπημένου σου και αργότερα την δική σου. Όμως πάνω στον μεγάλο χάρακα του χρόνου, η ζωή μας δεν είναι παρά ένα μικρό φως που φωτίζει τη δεδομένη στιγμή που ζούμε. Το πριν και το μετά δεν υπάρχει, είναι σκοτεινό, είναι άγνωστο, είναι ανύπαρκτο.
Πρέπει να συγκεντρωθούμε σ’ αυτή την μικρή δεσμίδα φωτός, όσο ακόμα είναι ορατή.
Θα κάνουμε το ταξίδι του τέλους μόνοι αλλά η πορεία μας μέχρι εκεί, ας μην είναι μοναχική.
Εμείς οι άνθρωποι, μέσα στον εγωισμό και την αυτό-αναφορικότητα που μας διακρίνει, απαιτούμε πολλά από τη ζωή αλλά δίνουμε ελάχιστα.
Θεωρούμε την ευτυχία ως αναφαίρετο δικαίωμα, σπαταλάμε πολύτιμο χρόνο προσπαθώντας να ελέγξουμε τα πάντα, εστιάζουμε τόσο πολύ στο τι συμβαίνει έξω από εμάς, χωρίς να βλέπουμε ότι η δύναμη και η αδυναμία μας είμαστε εμείς.
Καθώς βαδίζουμε όλοι το δρόμο της επιστροφής, ίσως το μοναδικό δώρο που μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας είναι να επιστρέψουμε χωρίς ενοχές, τύψεις και μισές επιθυμίες.
«Κι αν μια μέρα ή μια νύχτα, ερχόταν ένας δαίμονας και γλιστρούσε μέσα στην υπέρτατη μοναξιά σου και σού έλεγε: «Αυτή τη ζωή, όπως την έζησες και τη ζεις ως τα τώρα, πρέπει να την ξαναρχίσεις από την αρχή, και να την ξαναρχίζεις αδιάκοπα….» *
Αλήθεια τι θα απαντούσαμε; Θα μας τρομοκρατούσε η ιδέα να ξαναζήσουμε την ίδια ζωή;
Θα ζητούσαμε μια δεύτερη ευκαιρία για να ζήσουμε όσα θέλαμε αλλά δε τολμήσαμε, για να πούμε τα σ ‘αγαπώ που αφήσαμε μισά, για ν’ αγκαλιάσουμε εκείνους που αγαπήσαμε αλλά δεν προλάβαμε, για ν’ ακολουθήσουμε τα όνειρα που φοβηθήκαμε;
Κι αν ο δαίμονας αυτός δεν έρθει ποτέ να μας ρωτήσει, θ’ αφήσουμε τα σ ‘αγαπώ μισά και τις αγκαλιές μας άδειες;
*Φ. Νίτσε, Χαρούμενη Επιστήμη, αφορισμός 341, σελ. 206. Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις Νησίδες.